‘Ηταν 22 Φεβρουαρίου του 2017, όταν έφευγε ο Νίκος Κούνδουρος από τη ζωή, στα 91 έτη του. Ο Σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης άφησε το δικό του στίγμα στον ελληνικό κινηματογράφο.

Ο Κούνδουρος αντιπροσώπευσε τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967. Έχει επίσης τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία Μικρές Αφροδίτες. Τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Το ποτάμι το 1959 και την ταινία του 1922 το 1978. Ειδικότερα, η ταινία 1922 απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978, ενώ το 1982 η ίδια ταινία απέσπασε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν. Για την ταινία Μικρές Αφροδίτες τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του 1982.
Η ταινία του μάλιστα ο Δράκος χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950–1960. Τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση έχουν προβάλει κατ’ επανάληψη ταινίες του σκηνοθέτη, που αντίγραφα τους βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Λίγα λόγια για την ζωή του
Ο Νίκος Κούνδουρος καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια της Κρήτης και ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου, ο οποίος χρημάτισε Υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1926 στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του, προκειμένου να μην πολιτογραφηθεί Αθηναίος, τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου. Ο κούνδουρος φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών και ακολούθως σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και πολέμησε στα Δεκεμβριανά στον λόχο σπουδαστών «Λόρδος Βύρων». Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Στα 28 του χρόνια ωστόσο αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώθηκε. Ακολούθησαν Οι παράνομοι (1958), το ποτάμι (1959), οι Μικρές Αφροδίτες (1963), το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), τα τραγούδια της φωτιάς (1974), 1922 (1978) κ.ά. Για όλα αυτά τιμήθηκε με διάφορα βραβεία που συζητήσαμε στη ναρχή του άρθρου.
Ο Κούνδουρος μετά από μια σύντομη νοσηλεία σε νοσοκομείο της Αθήνας, λόγω αναπνευστικών προβλημάτων, έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, το 2017. Μιλούσε πέρα από τη μητρική ελληνική γλώσσα, την Αγγλική και την Γαλλική, ενώ ήταν μόνιμος κάτοικος της Αθήνας, παρόλο που πολιτογραφήθηκε ως κρητικός με τον τρόπο που περιγράψαμε στην εισαγωγή.
Για τον σπουδαίο σκηνοθέτη σε γραπτή ανακοίνωση η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετων είχε γράψει την ημέρα του θανάτού του, τα εξής:
Ο τελευταίος μεγάλος των πρωτεργατών του Ελληνικού Κινηματογράφου και του Ελληνικού Πολιτισμού έφυγε από κοντά μας σήμερα Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017. Άνοιξε δρόμους στο εξωτερικό για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, στήριξε με πάθος τους νέους ανθρώπους και υπήρξε ο δημιουργός του σωματείου μας, Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών. Ο Νίκος Κούνδουρος υπήρξε εγγύηση για την ταυτότητα της Ελλάδας», αναφέρει.
Σήμερα σε άρθρο του Αντώνη Μποσκοΐτη στο Documento, αναφέρονται εις μνήμην του σκηνοθέτη αποσπάσματα από ραδιοφωνική του συνέντευξη που είχε δώσει στον γράφοντα το 2007, τα οποία και παραθέτουμε παρακάτω:
Βρισκόμουν στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ξέρεις, Μάης ’68, ελευθεριότητα, συζητήσεις στα περίφημα μπιστρό καφέ, καυγάδες από τους Έλληνες συνήθως. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα που περιλάμβανε τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, την Καραΐνδρου. Θυμάμαι ένα καυγά μου με τον ποιητή και στιχουργό Δημήτρη Χριστοδούλου. Καθόμουν σ’ ένα καφέ κι εκείνος ακριβώς πίσω μου, πλάτη. Κάποιος πέρασε απ’ έξω που μου έμοιαζε πολύ. Ο Χριστοδούλου, νομίζοντας πως είμαι εγώ, άρχισε να με σχολιάζει. ”Ο μεγαλοαστός Κούνδουρος που κάνει εξορία με όλες του τις ανέσεις” και κάτι τέτοια. Θύμωσα. Δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα απλά, τον τράβηξα απ’ τους ώμους και βγήκαμε έξω. Παραλίγο θα παίζαμε μπουνιές, αλλά ευτυχώς που πετάχτηκε η αεικίνητη Καραΐνδρου και μας χώρισε ώσπου τα πνεύματα ηρέμησαν. Δεν του το συγχώρεσα ποτέ αυτό του Χριστοδούλου, καθώς εγώ ανέκαθεν ήμουν ένας άνθρωπος που ό,τι είχα να πω για κάποιον, του το έλεγα κατάμουτρα, χωρίς να ξεπέφτω σε λυκοφιλίες. Σήμερα βέβαια που το θυμάμαι, είναι μια πολύ αστεία ιστορία και μακάρι να ξαναγύρναγα στα χρόνια εκείνα που γίνονταν όλα μαζί, ταινίες, μουσικές, χοροθέατρα, μπαλέτα, με τον έναν να παίρνει απ’ τον άλλον, γιατί στην ουσία ζούσαμε κοινοβιακά, συμβιώναμε.
Το Παρίσι του ’68 και του ’69 ήταν ένα τεράστιο κρεβάτι. Μπορούσες να βρεθείς καλεσμένος σε κάποιο σπίτι όπου πολλοί άνθρωποι έκαναν έρωτα παντού, από την κρεβατοκάμαρα μέχρι το μπάνιο και την κουζίνα και καρφάκι δεν καιγόταν σε κανέναν μας. Μια μέρα δεχτήκαμε πρόσκληση με τον Οδυσσέα Ελύτη να πάμε σε κάποιο απ’ αυτά τα πάρτι, όπου δεν ξέραμε ποιος το έκανε, σε ποιο σπίτι θα πηγαίναμε, ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες. Φτάνουμε, χτυπάμε την πόρτα, ανοίγει ένα μικρό πορτάκι και βλέπουμε ένα ζευγάρι μάτια που μας τσέκαρε από πάνω μέχρι κάτω. Κοιταχτήκαμε με τον Ελύτη, ”που πάμε να μπλέξουμε” σκεφτήκαμε…Μας ανοίγουν τέλος πάντων και μπαίνοντας αντικρίζουμε γυμνά κορμιά. Γυναίκες κι άντρες, άλλοι όρθιοι, άλλοι πεσμένοι στο πάτωμα, ένα χάος. Έρχεται ένας τύπος και μας λέει ότι μπορούμε να βγάλουμε τα ρούχα μας. Για μένα δεν ήταν εύκολο, αφού πάνω απ’ όλα μ’ ενδιέφερε το όλο πράγμα ως συνθήκη και κατάσταση, όχι ως θέαμα σε καμία περίπτωση. Ο Ελύτης ήταν πιο αποφασιστικός επ’ αυτού. ”Νίκο, τι προτίθεσαι να κάνεις;” με ρώτησε. Με άφησαν όλοι μόνο μου να κάθομαι στην υποδοχή κατά ένα τρόπο. Ήταν κάτι το απίστευτο! Ύστερα από λίγη ώρα, εμφανίζεται ένας άλλος τύπος στην ηλικία μου πάνω – κάτω. ”Είστε σκηνοθέτης;” με ρωτάει και μου τείνει το χέρι προς χειραψία. Η ευγένεια του ήταν κάπως ασύμβατη με ό,τι εξελισσόταν γύρω μας. Συνέχισε: ”Κι εγώ σκηνοθέτης είμαι”. ”Πως λέγεστε;” τον ρώτησα και μου απάντησε: ”Είμαι ο Ζαν – Λικ Γκοντάρ”. Αυτό συνέβη μια ωραία μέρα στο Παρίσι της σεξουαλικής απελευθέρωσης και για πολλά – πολλά χρόνια μια σκέψη είχα: Ότι έχασα μια μοναδική ευκαιρία να συμμετάσχω σε μία παρτούζα με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Ζαν – Λικ Γκοντάρ. Έτσι, γιατί ήμασταν άνθρωποι σχετικά νέοι, γιατί έβραζε το αίμα μας και γιατί η ορμή του σεξ είχε απολύτως να κάνει με την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν μπορεί σήμερα να το καταλάβει κανείς, που όλα είναι σεξ και εμπόριο, πάντως έτσι γινόταν τότε και, πίστεψε με, υπήρχε μια τεράστια, σπάνια και δυσεύρετη πια αθωότητα».