
Εκδηλώσεις Μνήμης για τη Μεγάλη Σφαγή στη Χίο του 1822 από τους Οθωμανούς, πραγματοποιούνται και φέτος, όπως κάθε χρόνο, την Τρίτη της Διακαινησίμου στο Μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Θα τελεστεί Αρχιερατική Θεία Λειτουργία και θα ακολουθήσει Επιμνημόσυνη Δέηση, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Χίου κ. Μάρκου.
Στο μοναστήρι, όπου περίπου 3.000 άτομα μαρτύρησαν ανήμερα το Πάσχα του 1822, υπήρξε αντίσταση από λίγους ενόπλους που συντόνιζαν ο Ιωάννης Φατούρος από το χωριό Θυμιανά και ο Κωνσταντίνος Μονογυός από το Νεοχώρι και που έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στην προσπάθεια τους να σώσουν τα χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Στο μοναστήρι πρόκειται να φθάσουν πεζή οι πιστοί από την χωριοεκκλησιά του Νεοχωρίου με τα εικονίσματα, για να επιστρέψουν μετά τις εκδηλώσεις μνήμης, όπου φέτος κεντρικός ομιλητής θα είναι ο βουλευτής Χίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Ανδρέας Μιχαηλίδης.
Να θυμίσουμε επίσης ότι στο χώρο της Μονής του Αγίου Μηνά λειτουργεί από το Νοέμβριο του 2021, με πρωτοβουλία της Μητρόπολης Χίου, μόνιμη Ιστορική Έκθεση- Μουσείο Σφαγής της Χίου.
Το χρονικό της Σφαγής του 1822
Το νησί σχεδόν έναν χρόνο από την έναρξη της επανάστασης του 1821, ξεσηκώθηκε, οι άνθρωποι του νησιού εκείνης της περιόδου ασχολούνταν κυρίως με την Μαστίχα, ένα μοναδικό προϊόν που έχει ακόμα το νησί. Η σφαγή έγινε την νύχτα της 30ης Μαρτίου. Το νησί της Χίυ επί τουρκοκρατίας απολάμβανε σημαντικά προνόμια λόγω του μοναδικού προϊόντος που εξήγαγε, στις αρχές της Ελληνικής επανάστασης αριθμούσε περί των 100.000 κατοίκων. Λόγω της επανάστασης του 1821 ο στρατός στο νησί είχε ενισχυθεί σημαντικά, προκειμένου να σταματήσει τον ξεσηκωμό. Στο νησί είχαν μεταφερθεί στρατεύματα από την Ασία και είχε τοποθετηθεί ως διοικητής ο σκληρός Βαχίτ πασάς.
Οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες για την ενίσχυση των οχυρώσεων και ταυτόχρονα αναγκάζονταν να συντηρούν αυτόν τον «μαχαιροφόρο όχλο» με την απειλή της βίας. Οι οθωμανοί καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και στα χωριά ατιμώρητοι.
Σχέδια για εξέγερση βέβαια στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, το 1821, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Τομπάζη. Τον Ιούλιο του ’21 είχε αναλάβει την οργάνωση της εξέγερσης ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό. Όμως Χιώτες έμποροι των Κυκλάδων τον έπεισαν ότι αυτή η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Υψηλάντης.
Τον Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς – που υπήρξε αξιωματικός του Ναπολέοντα κατά την Αιγυπτιακή εκστρατεία – με διακόσιους άνδρες αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη, σάμιος επαναστάτης, να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Αποφασιστική βέβαια σημασία για την έκβαση της εξέγερσης είχε και η απραξία της – λεγόμενης – κεντρικής κυβέρνησης η οποία δεν απέστειλε έγκαιρα βοήθεια στους επαναστάτες. Την καθυστέρηση της βοήθειας αναφέρει και ο Γάλλος εθελοντής Maxime Raybaud, γράφοντας ότι οι προετοιμασίες για την αποστολή δύο ολμοβόλων και ξένων στρατιωτικών κράτησαν 13 μέρες, ενώ μόνο για να πλεύσουν από την Πελοπόννησο μέχρι τα Ψαρά έκαναν 8 μέρες.
Ο Γερμανός αξιωματικός Bellier de Launay γράφει ότι “αν είχαμε φτάσει 10 ημέρες νωρίτερα θα είχε σωθεί η Χίος”. Αναγνωρίζεται ωστόσο ότι αυτή η κυβέρνηση πρακτικά δεν είχε εξουσίες, και ότι ανοργάνωτες εξεγέρσεις γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Επίσης σημαντικό ήταν ότι η εξέγερση άρχισε Μάρτιο, οπότε ο καιρός επέτρεπε την επιχείρηση του οθωμανικού στόλου. Οι μόνοι που έστειλαν βοήθεια στη Χίο ήταν οι Ψαριανοί.
Εκτός των άλλων αιτίων, στην περαιτέρω αποδυνάμωση των επαναστατών συνέβαλε και η διχόνοια μεταξύ των δύο ηγετών, του Μπουρνιά και του Λογοθέτη. Ο Μπουρνιάς κατά την υποχώρηση φώναζε το σύνθημα που είναι γνωστό στη Χίο: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!… »
Οι ιστορικοί έχουν επισημάνει για τη Χίο ότι η άρχουσα τάξη του νησιού ήταν απρόθυμη να ενταχθεί στην ελληνική εξέγερση, φοβούμενη την απώλεια της ασφάλειας και της ευημερίας της. Παράλληλα, όμως, γνώριζε επίσης ότι το νησί ήταν πολύ κοντά στη Μικρά Ασία, και ειδικότερα μάλιστα στο λιμάνι της Σμύρνης, και ότι αυτό θα έθετε το νησί σε μεγάλο κίνδυνο. Επίσης και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δεν προέβη σε καμία ενέργεια που θα πυροδοτούσε αντίποινα και δεν επαναστάτησε μαζί με τους άλλους Έλληνες κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά ο Α. Μπουρνιάς προσπάθησε να κάνει επανάσταση με διακόσιους άνδρες συν τους άνδρες του Λυκούργου Λογοθέτη.
Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε ωστόσο το Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του ανώτατου οθωμανού διοικητή Αιγαίου Καρά Αλί έπλευσε προς τη Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε γύρω στους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Με την άφιξη του μεγάλου εχθρικού στόλου οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το νησί χωρίς να δώσουν καμία μάχη, με εξαίρεση ένα τμήμα Ψαριανών που παρακολουθούσε από απόσταση τις κινήσεις των Οθωμανών. Χωρίς σημαντική αντίσταση λοιπόν ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού, παρόλο που η συντριπτική πλειονότητα του νησιού δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τη σφαγή, καθώς δεν συμμετείχε στην εξέγερση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ (είχε δοθεί προηγουμένως εντολή στα στρατεύματα να χαριστεί η ζωή μόνο σε όσους δέχονταν να αλλαξοπιστήσουν). Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο.
Κατά τον ιστορικό Καστάνη που ήταν παρών στη σφαγή της Χίου ο πληθυσμός του νησιού έφθανε τις 180.000 ψυχές. Κατά τον ιστορικό Μαμούκα, ο οποίος ήταν επίσης παρών στη σφαγή, ο πληθυσμός ανερχόταν στις 140.000 με 150.000 ψυχές και κατά τα κιτάπια των Τούρκων ο πληθυσμός ανερχόταν στις 120.000 ψυχές. Εκείνο που είναι γεγονός είναι ότι στο νησί της Χίου έμειναν περί τους 1.000 – 2.000 χιλιάδες άνθρωποι και περί τους 20.000 διέφυγαν … Όλοι οι υπόλοιποι εκτός των αγοριών από 3 – 12 ετών και των γυναικών από 3 – 40 ετών που αιχμαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν από Εβραίους δουλεμπόρους σε παζάρια της Δύσης και της Ανατολής, σφάχθηκαν ανελέητα. Ο τότε Τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς, που κατέγραψε τα συμβάντα, αναφέρει ότι «τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν … τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …”. Όταν ο ίδιος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού, απέστειλε μαζί και 5 φορτία με κομμένα κεφάλια και 2 φορτία κομμένα αυτιά. Καταμετρώντας τους νεκρούς, αναφέρει κεφάλια ιερέων, προεστών και ανταρτών 1.109, «τελειωθέντες εν στόματι μαχαίρας» 25.000, σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια 5.000.
Έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν σε αλάτι και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια και τα έστελναν στον Σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς. Χίλια διακόσια κεφάλια είχαν ήδη καταγραφεί στην ιστορία της αμοιβής που δόθηκε για τον καθένα. Το βιβλίο της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών κάνει λόγο για 33.000 αιχμαλωτισμένες ψυχές και 33.000 σφαγμένους. Εάν όμως συλλογιστούμε τα νούμερα των εναπομεινάντων μαζί με αυτούς που κατόρθωσαν και διέφυγαν, τα νούμερα των σφαγμένων είναι κατά πολύ μεγαλύτερα και αν λάβουμε υπ’ όψιν την εκτίμηση των Τούρκων όσον αφορά τον πληθυσμό.
Στις 5 Μαΐου και κατόπιν εντολής του σουλτάνου, ο Καρά Αλής διέταξε τον απαγχονισμό και των 49 επιφανών Χιωτών ομήρων, μεταξύ των οποίων ο αρχιεπίσκοπος Πλάτων, οι οποίοι κρατούνταν στην Ακρόπολη της Χώρας του νησιού. Δύο εβδομάδες αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη αποκεφαλίστηκαν δημόσια για παραδειγματισμό ακόμη δέκα Χιώτες (τρεις όμηροι από τη Χίο και επτά εντόπιοι).
Η σφαγή της Χίου και η επακόλουθη ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη είχαν μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη της Ευρώπης και στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος. Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα και έδειξαν συμπάθεια προς τα θύματα και τους ήρωες ενός άνισου αγώνα.
Η είδηση έφτασε στις ευρωπαϊκές εφημερίδες από την Κωνσταντινούπολη μέσω του Οθωμανικού ταχυδρομείου (στην Κων/πολη δεν εκδίδονταν εφημερίδες). Στην εφημερίδα της Βιέννης «Αυστριακός Παρατηρητής» δημοσιεύτηκε η είδηση την 14η Απριλίου (με το νέο ημερολόγιο). Στις γαλλικές εφημερίδες δημοσιεύτηκε αρχικά την 25η Μαΐου 1822 αναπαραγόμενη από τον Αυστριακό Παρατηρητή ή από γερμανικές εφημερίδες. Αναγγέλλεται η απόβαση τουρκικού στρατού στο νησί και γενική σφαγή, η οποία χαρακτηρίζεται «πέραν πάσης περιγραφής». Η παρισινή Constitutionnele αναπαράγοντας από τη γερμανική Allgemeine Zeitung αναφέρει ότι τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στο Αϊβαλί είναι ασήμαντα μπροστά στη σφαγή της Χίου. Την 20η Απριλίου η σφαγή διαρκούσε ακόμη. Ούτε οι γυναίκες και τα παιδιά ετύγχαναν οίκτου. Ο καπετάν πασάς έσωσε μερικές εκατοντάδες στο φρούριο. Οι απώλειες των Τούρκων αναφέρονται στις 4.000. Ειδήσεις που έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη τις επόμενες μέρες αναφέρουν τη δημόσια πώληση γυναικών και παιδιών από τη Χίο στα παζάρια της Πόλης. Μάλιστα κάποιοι φανατικοί μουσουλμάνοι πλήρωναν 30 γρόσια για να αγοράσουν ένα θύμα και το έσφαζαν αμέσως, για να εξασφαλίσουν μια θέση στον παράδεισο, όπως υπόσχεται το κοράνι για κάθε «πιστό» που θα έχει φονεύσει έναν «άπιστο».
Αυτές οι σκηνές προκάλεσαν τον οίκτο των Ευρωπαίων διπλωματών που βρίσκονταν εκεί, αλλά δεν υπήρξε κάποιο διάβημα. Ειδήσεις φτάνουν βέβαια και από τη γαλλόφωνη Spectateur Oriental η οποία, παρ’ ότι ανθελληνική, αναφέρει ότι «η εκδίκηση και η παραφορά των Τούρκων υπερέβη τα όρια». Αυτή η εφημερίδα αποδίδει την ευθύνη στους επαναστάτες. Δημοσιεύονται και προσωπικές μαρτυρίες Χιωτών που σώθηκαν. Κάποιος αναφέρει ότι καθημερινά έρχονται από την Ασία στο νησί πλήθος Τούρκων για να λεηλατήσουν.
Για τον αριθμό των θυμάτων αναφέρονται διάφορες πληροφορίες. Λεπτομερέστερες πληροφορίες προέρχονται από το Λονδίνο. Κατ’ αυτές, πριν από τη σφαγή οι κάτοικοι της Χίου ήταν 110.000 εκ των οποίων επιβίωσαν μόλις 20.000. Από τις 90.000 απώλειες οι 45.000 πωλήθηκαν ως δούλοι, αφού την 25η Μαΐου είχαν καταγραφεί στα κατάστιχα του τελωνείου ότι είχαν πληρωθεί τα τέλη εξόδου για 41.000 άτομα. Οι υπόλοιποι 25.000 εξοντώθηκαν. Από τους 20.000 που επέζησαν, οι 5.000 απουσίαζαν από το νησί κατά την εξέγερση και 16.000 κατέφυγαν στα Ψαρά, τη Σμύρνη και αλλού. Η Spectateur Oriental εκτιμά τον αρχικό πληθυσμό του νησιού σε 120.000 κατοίκους.
Πληροφορίες αναφέρουν και εκτελέσεις Χιωτών που βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, των οποίων οι περιουσίες δημεύτηκαν και τα μέλη των οικογενειών πουλήθηκαν ως δούλοι. Στη Journal du Commerce δημοσιεύεται κατάλογος ονομάτων 207 Χίων εμπόρων που εκτελέστηκαν. Τον κατάλογο κατέγραψε έμπορος της Φλωρεντίας μετά από αίτηση γαλλικών, ιταλικών και γερμανικών εμπορικών οίκων που είχαν συναλλαγές με τους Χιώτες εμπόρους.
Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας εκλαμβάνεται στον ευρωπαϊκό τύπο σαν εκδίκηση και ένδειξη ηρωισμού. Η All. Zeitung γράφει ότι «η ιστορία θα καταστήσει γνωστόν εις τας επομένας γενεάς το θάρρος των Ελλήνων ναυτικών».
Η είδηση της σφαγής της Χίου συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η στάση της οποίας μεταστράφηκε απέναντι στην ελληνική επανάσταση και πλέον υπήρξε θετική. Μετά το γεγονός αυτό το φιλελληνικό κίνημα φούντωσε και σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων φιλελλήνων έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να ενισχύσουν τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Σημαντική επιρροή άσκησε το γεγονός ειδικά σε Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Εμπνευσμένος από τη σφαγή της Χίου ο Ευγένιος Ντελακρουά ζωγράφισε τον ομώνυμο πίνακα που εκτέθηκε στο Παρίσι και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της γαλλικής κοινής γνώμης για τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων.

Το 2009, ένα αντίγραφο του πίνακα εκτέθηκε στο τοπικό Βυζαντινό μουσείο της Χίου. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα αντίγραφα του έργου, με έτος δημιουργίας το 1919 (Ε. Ιωαννίδης) και εκτελέστηκε με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου που εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη Γενικού Διευθυντή Νήσων Αιγαίου.
Ακόμα ένα εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα σε μικρότερη κλίμακα (Λ. Κογεβίνας) και ένα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Πράγας.
Η εκδίκηση του Κανάρη
Ο ελληνικός στόλος ήταν πολύ μικρότερος σε αριθμό από τον οθωμανικό και με μικρότερης χωρητικότητας πλοία και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σε απευθείας μάχη. Γι’ αυτό το λόγο πάρθηκε η απόφαση από τους Έλληνες να εκδικηθούν την καταστροφή της Χίου με πυρπολικά. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης από τα Ψαρά και ο Ανδρέας Πιπίνος από την Ύδρα κατόρθωσαν με τα πυρπολικά τους να μπουν μέσα στο λιμάνι της Χίου, τη νύχτα της 6ης Ιουνίου (1822), όταν οι Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμ και συμποσίαζαν στα πλοία τους. Ο ναύαρχος Καρα Αλής είχε καλέσει στη ναυαρχίδα τους αξιωματικούς του στόλου για ολονύχτιο γλέντι.
Ο Κανάρης κατόρθωσε να γαντζώσει το πυρπολικό του στη ναυαρχίδα και να του βάλει φωτιά. Ο Πιπίνος το κόλλησε στην υποναυαρχίδα, αλλά δεν το γάντζωσε καλά, αυτό ξεκόλλησε και παρασυρόμενο από τον αέρα κάηκε χωρίς να κάνει ζημιά. Όμως το πυρπολικό του Κανάρη μετέδωσε τη φωτιά στη ναυαρχίδα και γρήγορα πήρε φωτιά η μπαρουταποθήκη της, τινάζοντας τη ναυαρχίδα στον αέρα. 2.000 Τούρκοι βρήκαν το θάνατο, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο αρχηγός του στόλου, ο Καρά Αλής, ο οποίος χτυπήθηκε από ένα αναμμένο κομμάτι καταρτιού τη στιγμή που έμπαινε σε μία βάρκα και ξεψύχησε μόλις έφτασε στην ακτή. Το κατόρθωμα αυτό ενθουσίασε την Ελλάδα και όλο τον κόσμο και ενέπνευσε πολλούς σημαντικούς ξένους λογοτέχνες.
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας αποτυπώθηκε και σε έργο του Νικηφόρου Λύτρα

Πληροφορίες από την ΕΡΤ