Την 4η Αυγούστου του 1936 ήρθε στην εξουσία ο Ιωάννης Μεταξάς, μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του ελληνικού πολιτικού σκηνικού του εικοστού αιώνα μιας και δεν μπορεί κάποιος να μην του αναγνωρίσει το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Υπήρχαν ομοιότητες και διαφορές με τα άλλα εθνικιστικά καθεστώτα της εποχής, στην Ιταλία και τη Γερμανία, ας τα δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Ο Μεταξάς ναι ήταν δικτάτορας αλλά πριν γίνει ήταν ενίοτε βενιζελικός και κάποιες φορές με τους συντηρητικούς. Οι δύο άντρες αλληλομισιούνταν αλλά και ο Βενιζέλος στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν υποστηρικτής των φασιστικών ιδεών. Στον βίο του Μεταξά ήταν έκδηλη η αγάπη του προς τον βασιλικό θεσμό και αυτόν προστάτευσε εν της πράγμασι με το καθεστώς του
Η ζωή του
Ο μετέπειτα δικτάτορας γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου του 1871 και η καταγωγή του ήταν από μια στρατιωτική και πολιτική οικογένεια, που διαδραμάτισε τον ρόλο της στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας. Ο πατέρας του Μεταξά υπηρετούσε ως έπαρχος και ήταν γιος του Παναγή Μεταξά, ανώτατου κρατικού υπαλλήλου, και της Ελένης Τριγώνη από το Αγρίνιο.

Καταγόταν από τον παρηκμασμένο οικονομικά κλάδο των Αντζουλακάτων της αριστοκρατικής οικογένειας των Μεταξάδων και ήταν εγγονός του Μαρίνου Μεταξά, νομικού και γερουσιαστή, πρώτος ξάδερφος του Μενέλαου Μεταξά, αξιωματικού του στρατού καθώς και ανιψιός του Αγαμέμνωνα Μεταξά και του Νικολάου Μεταξά, αξιωματικού του στρατού και πολιτικού. Είχε βέβαια και άλλα δύο αδέρφια, την Μαριάνθη και τον Κωνσταντίνο, ο οποίος σπούδασε νομικά αλλά, σχετικά νέος, οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο.
Ο Μεταξάς μεγάλωσε με σχετική οικονομική άνεση μέχρι και το 1879, οπότε και ο πατέρας του απώλεσε την πολιτική θέση που κατείχε με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν στην Κεφαλονιά. Στην Κεφαλονιά όμως περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του ενώ το δημοτικό το παρακολούθησε στο τοπικό σχολείο της Ιθάκης.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε το 1890 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού. Τον Σεπτέμβριο του 1892 εισήλθε στη Σχολή Μηχανικών Στρατού και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο Ναύπλιο, όπου και ξεκίνησε να γράφει τις πρώτες σελίδες του ημερολογίου του. Το 1897 μετατέθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών σε επιτελική θέση δίπλα στον τότε Υπουργό Στρατιωτικών και θείο του, Νικόλαο Μεταξά. Ύστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και να συνδεθεί φιλικά μαζί του.
Το 1898, λόγω της φιλίας του με τον βασιλιά, πέτυχε τη χορήγηση υποτροφίας από αυτόν για στρατιωτικές σπουδές στη Γερμανία. 4 χρόνια αργότερα (1902) αποφοίτησε από την Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου με σημαντικές διακρίσεις, δεχόμενος εμφανείς επιρροές από τον πρωσικό μιλιταρισμό. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα τοποθετήθηκε στο τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό Επιτελείο Στρατού συμβάλλοντας σημαντικά στην οργάνωση του στρατού.
Εκεί συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη για τη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Γεωργίου Θεοτόκη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1906, προήχθη σε Λοχαγό Α’ Τάξεως. Ως μέλος του επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β’. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς του δίδασκε στρατιωτική ιστορία και τακτική.
Με την έκρηξη όμως του στρατιωτικού κινήματος στο Γουδί, οι επαναστάτες μετέθεσαν στον Μεταξά τη Λάρισα, παρόλο που ήταν γνωστός για τις επαφές του με τη βασιλική οικογένεια. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ανακλήθηκε πίσω στην Αθήνα με εντολή του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου, με τον οποίο συναντήθηκαν στο ξενοδοχείο στο οποίο διέμενε ο τελευταίος. Στη συνάντηση του προσέφερε την θέση του πρώτου υπασπιστή του, την οποία και αποδέχθηκε.
Το 1912, λίγο πριν την έκρηξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, ο Βενιζέλος έστειλε τον Μεταξά στη Σόφια για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Μετά την υπογραφή της συνθήκης αναχώρησε για το Βελιγράδι και τέλος στις 17 Οκτωβρίου έφτασε στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν ο τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου και ασκούσε πολύ σημαντική επιρροή στα στρατιωτικά γεγονότα της εποχής.
Συμμετείχε σε όλες τις μάχες του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, ενώ μαζί με τον Δουσμάνη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Το σχετικό πρωτόκολλο υπεγράφη στις 26 Οκτωβρίου 1912 δια του οποίου παραδόθηκε ο Τούρκος στρατηγός Ταξίν Χασάν Πασάς με όλο το σώμα στρατού που διοικούσε.
Τον Δεκέμβριο του 1912 ο Μεταξάς μετέβη στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προκειμένου να διαπραγματευτεί τους όρους της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία. Στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ο Μεταξάς ανακλήθηκε από την κυβέρνηση και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο, όπου ο στρατός αντιμετώπιζε προβλήματα. Θεωρείται επίσης ο εμπνευστής και ο δημιουργός του σχεδίου κατάληψης του Μπιζανίου, που περιελάμβανε τον μεγαλύτερο μέχρι τότε βομβαρδισμό της ιστορίας. Επίσης ήταν και αντιπρόσωπος των Ελλήνων στην παράδοση των Ιωαννίνων.
Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε Διοικητής του Επιτελείου. Από αυτή τη θέση πήρε μέρος στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και μετά το πέρας αυτών των πολέμων προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως Διευθυντής των Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και ως Διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Λίγο αργότερα μάλιστα τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλιά με το Χρυσό Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά τη διάρκεια της κρίσης με την Τουρκία το 1914 για το ζήτημα των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ο Μεταξάς συνέταξε και σχέδιο αιφνίδιας απόβασης και κατάληψης των Στενών των Δαρδανελλίων σε περίπτωση πολέμου.

Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού ο Μεταξάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις υποστηρίζοντας φανερά την διατήρηση της ουδετερότητας. Τον Φεβρουάριο του 1915, ύστερα από την απομάκρυνση του Δούσμανη, ανέλαβε την αρχηγία του Γενικού Επιτελείου. Στις 17 Φεβρουαρίου, αμέσως μετά την συνάντηση Βενιζέλου και Βασιλιά, ο Μεταξάς ανακοίνωσε την παραίτησή του υποβάλλοντας παράλληλα αίτηση αποστρατείας αλλά και ένα υπόμνημα, στο οποίο εξηγούσε γιατί θεωρούσε ότι η επιχείρηση στο στενό των Δαρδανελλίων θα αποτύγχανε. Πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ο Μεταξάς μαζί με τον Γεώργιο Στρέιτ, τον Δούσμανη και την Βασίλισσα Σοφία συγκρότησαν μια φίλα προσκείμενη προς την Γερμανία ομάδα, που επηρέαζε σημαντικά τις αποφάσεις του ίδιου του Βασιλιά.
Τα μέλη αυτής της ομάδας φαίνεται να διατηρούσαν συνεχή επικοινωνία με το Βερολίνο, στο οποίο διοχέτευαν απόρρητα έγγραφα, καθώς και με αξιωματούχους της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Στις 6 Οκτωβρίου ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο στράτευμα ως Υπαρχηγός του Επιτελείου. Στις 27 Ιουνίου 1916, ύστερα από απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύθηκε διάταγμα γενικής αποστράτευσης.
Με προσωπική ανάμειξη του ίδιου του Μεταξά αλλά και των μελών του επιτελείου δημιουργήθηκαν οι σύνδεσμοι Επιστράτων, οι οποίοι στελεχώθηκαν με απόστρατους και αποτέλεσαν την πρώτη μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα αριθμώντας 200.000 μέλη. Οι σύνδεσμοι επιστράτων λειτούργησαν υποστηρικτικά προς τον βασιλικό θεσμό καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων του Εθνικού Διχασμού.
Στις 12 Αυγούστου του 1916 ο Βασιλιάς προχώρησε στην απομάκρυνση του Μεταξά από το Επιτελείο, ικανοποιώντας σχετικό αίτημα των Μεγάλων Δυνάμεων. Παράλληλα συνεχίζονταν όμως οι διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες κατέληξαν σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα, ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβιβάστηκε με 3.000 στρατιώτες στο Φάληρο για να προελάσει προς την Αθήνα, όπου συνάντησε σφοδρή αντίσταση από τους επιστράτους με αποτέλεσμα να υποχωρήσει.
Την αποχώρηση των συμμάχων ακολούθησαν οι διώξεις των βενιζελικών, οπαδοί του οποίου συνελλήφθησαν σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας. Τα περιστατικά αυτά έχουν καταγραφεί ως «Νοεμβριανά». Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των προστάτιδων δυνάμεων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο με τους ανεπιθύμητους Βασιλικούς, οι οποίοι έπρεπε άμεσα να εξοριστούν. Ο κατάλογος περιείχε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, καθώς και τον Συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά.
Στις 20 Ιουνίου του 1917 επιβιβάστηκε στο ελληνικό ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Στο ίδιο πλοίο επέβαιναν οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν κ.α. Στις 29 Ιουνίου, ύστερα από ταξίδι εννιά ημερών έφτασε στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς είχε πάρει μαζί του την οικογένεια του, η οποία αποτελείτο από τη σύζυγό του και τις δύο του κόρες και κατέλυσαν το Grand Hotel μαζί με άλλους σημαντικούς εξόριστους. Στην Κορσική ο Μεταξάς μάθαινε γαλλικά, ενώ μάθαινε στις κόρες του ελληνικά με ένα αλφαβητάριο που είχε συντάξει ο ίδιος.
Τα νέα περί ανακωχής των Κεντρικών Δυνάμεων ανησύχησαν τους εξόριστους. Λίγο αργότερα έφτασε η είδηση ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν ζητήσει τους Βασιλικούς πίσω για να τους δικάσουν. Αυτή η είδηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Μεταξά και τον ανάγκασε να σκεφτεί για πρώτη φορά την περίπτωση της απόδρασης. Στους μήνες που ακολούθησαν, ο Μεταξάς ήρθε σε επαφή με μασόνους και πολιτικούς προκειμένου να καταφέρει να βρει τρόπο διαφυγής.
Μάλιστα ο ίδιος ο Μεταξάς μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη και τον Γεώργιο Πεσμαζόγλου αποφάσισαν να κλέψουν το αυτοκίνητο του νομάρχη γιατί ήταν το μοναδικό το οποίο μπορούσε να κυκλοφορεί το βράδυ. Στο σχέδιο αρνήθηκε να συμμετάσχει ο Ιωάννης Σαγιάς. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1918 οι τρεις εξόριστοι έφυγαν κρυφά από το ξενοδοχείο, αφού διένυσαν μεγάλη απόσταση και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία. Μετά την αποβίβασή τους και ύστερα από πολύωρη πεζοπορία κατέλυσαν ένα ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Τελικά, στις οκτώ το βράδυ, οι τοπικές αστυνομικές αρχές κατέφθασαν στο ξενοδοχείο και συνέλαβαν τους φυγάδες. Η ιταλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε την έκδοσή τους στη Γαλλία.
Την ίδια ώρα που ο Βενιζέλος βρισκόταν στη Ρώμη για να συναντήσει τον πρωθυπουργό σχετικά με τις εδαφικές απαιτήσεις της Ελλάδας, συζητήθηκε και το θέμα των φυγάδων. Παρ’ όλες τις πιέσεις του Βενιζέλου ο Ιταλός πρωθυπουργός αρνήθηκε να εκδώσει τους φυγάδες στην Ελλάδα. Πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν να τους χρησιμοποιήσει ως μέσο εκβιασμού σχετικά με το θέμα των Δωδεκανήσων.Στις 21 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαρδηνίας Κάλιαρι. Εκεί παρέμειναν υπό αστυνομική παρακολούθηση. Ο Μεταξάς όντας μασόνος ζήτησε τη βοήθεια της ιταλικής μασονικής στοάς σχετικά με την ασφαλή επιστροφή τους στην πατρίδα και έλαβε ικανοποιητικές εγγυήσεις.
Ύστερα από πιέσεις τον μασόνων στον υπουργό των εξωτερικών Τιττόνι (Tittoni), η ιταλική κυβέρνηση επέτρεψε στους φυγάδες να εγκατασταθούν σε μια από τις πόλεις Περούτζια, Σιένα ή Λούκκα. Τελικά ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φύγει από τη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα. Εκεί παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Εν τω μεταξύ στις 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη του πρώην γενικού επιτελείου. Ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί στις 14 Φεβρουαρίου του 1920 με απόφαση του ειδικού στρατοδικείου σε θάνατο. Τον Μάιο του 1920 οι τρεις εξόριστοι έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι των συμμάχων.
Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν στη Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ιταλία είχε τακτική αλληλογραφία με τη βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα με τη βασίλισσα Σοφία και τον πρίγκηπα Ανδρέα. Ύστερα από την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία, ο Μεταξάς αποφάσισε να κάνει ένα σύντομο ταξίδι για να επισκεφθεί μερικούς φίλους. Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον υπουργό στρατιωτικών Γούναρη, με τον πρωθυπουργό Ράλλη, με τον πρώην πρωθυπουργό Σκουλούδη, τον φίλο του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, ενώ επισκέφθηκε και τον τάφο του δολοφονημένου πολιτικού Ίωνα Δραγούμη.
Ύστερα από αυτές τις συναντήσεις αναχώρησε από την Αθήνα για την Κεφαλλονιά με σκοπό να επισκεφθεί τα πάτρια εδάφη. Στο λιμάνι της Σάμης έτυχε μεγάλης υποδοχής από τους κατοίκους του νησιού αλλά και τους επίστρατους. Στις 30 Νοεμβρίου του 1920 επισκέφθηκε το Αργοστόλι, όπου η πόλη είχε ετοιμάσει ενθουσιώδη υποδοχή. Τις επόμενες μέρες πραγματοποίησε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη. Πριν αναχωρήσει από την Κεφαλλονιά ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού. Τις επόμενες μέρες η οικογένεια Μεταξά έφυγε από την πόλη των Μεδίκων και εγκαταστάθηκε στο Φάληρο.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς ανακλήθηκε στο στράτευμα και προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση παρευρισκόταν ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Στην αρχή, αφού συζήτησαν τα περί Μικρασιατικής εκστρατείας, του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου. Μετά την άρνηση του Μεταξά, ο Πρωτοπαπαδάκης δε δίστασε να του προσφέρει την ίδια την θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Παρόλα αυτά ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη σε ήττα.
Το 1914 είχε καταθέσει υπόμνημα στο Γενικό Επιτελείο, όπου προεξοφλούσε την ήττα του ελληνικού στρατού σε περίπτωση επέμβασης στη Μικρά Ασία. Ακολούθησε και δεύτερη συνάντηση στις 29 Μαρτίου χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, η μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε στην ολική καταστροφή του ελληνισμού στην Μικρά Ασία. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Βασιλιάς τον κάλεσε στα ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Μεταξά να συντάξει την επιστολή παραίτησής του προς τον ελληνικό λαό. Η κατάσταση ήταν και για τον ίδιο ανησυχητική, γιατί δεχόταν συνεχώς απειλές για τη ζωή του.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1922 ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο παρουσιάστηκε ως τρίτη λύση μεταξύ Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών. Το κόμμα του δε βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί και να συμμετάσχει στο φιλομοναρχικό Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη των Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Έτσι τα μεσάνυχτα της 21ης Οκτωβρίου του 1923 ξέσπασε η επανάσταση εναντίον της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης. Το κίνημα των στρατιωτικών το καθοδηγούσε παρασκηνιακά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος φοβόταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτο καθεστώς.
Στην αρχή φάνηκε ότι υπερείχαν, αφού είχαν καταληφθεί όλες οι πόλεις εκτός από την Αθήνα, αλλά ύστερα από τις συντονισμένες προσπάθειες των Κονδύλη και Πάγκαλου κατάφεραν να τους περιορίσουν στην Κόρινθο. Τελικά η επανάσταση έληξε άδοξα στις 28 Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς κατάφερε να δραπετεύσει αμέσως μετά από την καταστολή του κινήματος με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία. Το 1924 ο Μτεαξάς θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα αποδεχθεί την νέα πολιτική σκηνή.
Η κατάσταση που συνάντησε ήταν πραγματικά δραματική, αφού το κόμμα του είχε διαλυθεί και λεηλατηθεί από τους Βενιζελικούς. «Κατεστράφη το κόμμα μου» γράφει χαρακτηριστικά ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του. Στο δημοψήφισμα του 1924 για την αβασίλευτη δημοκρατία, ο Μεταξάς και ο Τσαλδάρης θα εκπροσωπήσουν τον Βασιλικό κόσμο. Προκειμένου να ανασυγκροτήσει το πολιτικό του κόμμα, ξεκινάει περιοδείες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Με τη δικτατορία του Πάγκαλου όμως φυλακίζεται και εκτοπίζεται.
Επιστρέφει όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926, όπου συγκεντρώνει 151.044 ψήφους και καταλαμβάνει 51 έδρες από τις 286. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου διορίζεται υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Ως υπουργός ο Μεταξάς ήταν αρμόδιος για το ζήτημα της σύμβασης που είχε υπογραφεί επί της δικτατορίας του Πάγκαλου με την εταιρεία ηλεκτρισμού «Πάουερ» με όρους δυσμενείς για το ελληνικό δημόσιο. Η κυβέρνηση της Βρετανίας διαμήνυσε στην ελληνική κυβέρνηση ότι αν δεν επικυρωνόταν η σύμβαση δε θα είχε πρόσβαση σε δανειοδότηση από την αγγλική χρηματαγορά.
Ως αρμόδιος υπουργός ο Μεταξάς κατάφερε να πείσει τους απρόθυμους βουλευτές να υπερψηφίσουν τη σύμβαση, υποστηρίζοντας ότι η αυτοδυναμία της Ελλάδας «από απόψεως νομοθετικής» περιοριζόταν «υπό της παντοδυναμίας» των κρατών με τα οποία διατηρούσε σχέσεις. Το Φεβρουάριο όμως του 1928 πολλά μέλη του κόμματος αποχώρησαν με αποτέλεσμα να χάσει την εκλογική του δύναμη. Έτσι στις γερουσιαστικές εκλογές του 1929 οι Ελευθερόφρονες απέσπασαν μόνο 22.518 ψήφους και ανέδειξαν δύο γερουσιαστές.
Το ίδιο περίπου συνέβη και στις βουλευτικές εκλογές του 1932, στις οποίες το κόμμα των Ελευθεροφρόνων συγκέντρωσε 18.591 ψήφους και κατέλαβε τρεις έδρες. Παρόλα αυτά ο Μεταξάς συμμετείχε στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, αναλαμβάνοντας τη θέση του υπουργού Εσωτερικών. Στις 11 Οκτωβρίου του 1934 ο Βενιζέλος, από τα Χανιά όπου κατοικούσε, αποφάσισε να εγκαινιάσει μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» σχετικά με τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.
Ύστερα από μερικές μέρες ο Μεταξάς απάντησε στις μυθοπλασίες, κατά τον ίδιο, του Βενιζέλου εγκαινιάζοντας δικιά του σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Καθημερινή». Η αρθρογραφία των δύο αντρών τελείωσε στις 23 Ιανουαρίου του 1935, με το τελευταίο άρθρο του Μεταξά. Συνολικά ο Βενιζέλος δημοσίευσε 37 άρθρα, ενώ ο Μεταξάς 70. Μέσα από την αρθρογραφία φαίνεται η απέχθεια που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς οι ισχυρισμοί του Μεταξά κρίνονται περισσότερο αξιόπιστοι.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μεταξάς αναφέρει ένα έγγραφο της Γερμανικής κυβέρνησης, με το οποίο η γερμανική κυβέρνηση έδινε εγγυήσεις στον Βασιλιά σε περίπτωση παραμονής της χώρας στην ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος το αρνήθηκε αλλά οι σύγχρονες μελέτες στα γερμανικά αρχεία απέδειξαν ότι πράγματι το έγγραφο υπήρξε.
Το 1935 το κόμμα του Μεταξά ανέδειξε επτά βουλευτές, με 152.285 ψήφους, ενώ το 1936 κατέλαβε πάλι επτά έδρες, με 50.137 ψήφους. Η απελπισία του ήταν έκδηλη. Στο ημερολόγιο του έγραψε: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας. Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις έξω. Σήμερον επίσης, παρ’ όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι. Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά. Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του. Καλλίτερα». Όλα έδειχναν ότι η πολιτική σταδιοδρομία του Μεταξά έφτανε στο τέλος της.
Μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση εξαιτίας διαφωνιών κυρίως για το ζήτημα της επανόδου στο στράτευμα των απότακτων δημοκρατικών αξιωματικών του κινήματος του 1935. Με σειρά πρωτοβουλιών του, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ κατάφερε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, στις 5 Μαρτίου ο Γεώργιος διόρισε εν αγνοία του πρωθυπουργού υπουργό στρατιωτικών το Μεταξά, θέση στην οποία θα παρέμενε μέχρι το θάνατό του το 1941.
Η πολιτική σημασία της πράξης ήταν μεγάλη, καθώς ο Μεταξάς, εκτός από αφοσιωμένος φιλοβασιλικός, ήταν ένας από τους λιγοστούς πολιτικούς που είχαν υποστηρίξει την επιβολή ενός αυταρχικού, μη κοινοβουλευτικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Ο Δεμερτζής πέθανε αιφνιδίως στις 13 Απριλίου και την ίδια ημέρα ο βασιλιάς, δίχως να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς, διόρισε το Μεταξά πρωθυπουργό.
Η κυβέρνηση Μεταξά πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στις 27 Απριλίου με 241 ψήφους υπερ, 16 κατά και 4 αποχές. Τρεις ημέρες αργότερα η βουλή διέκοψε πρόωρα τις εργασίες της έως τις 30 Σεπτεμβρίου, εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση Μεταξά να διοικήσει την χώρα με νομοθετικά διατάγματα.
Η πρωτοφανής αυτή παραίτηση του κοινοβουλίου από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας συνέπεσε με την πολιτική στήριξη που προσέφερε ο παραδοσιακός πολιτικός κόσμος στην αυταρχική και κατασταλτική δράση της κυβέρνησης ενώπιον της πρωτοφανούς έξαρσης των εκδηλώσεων του εργατικού κινήματος την περίοδο αυτή, με αποκορύφωμα την αιματηρή καταστολή της απεργίας της 9ης Μαΐου στη Θεσσαλονίκη.
Ο Μεταξάς έσπευσε να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, επισείοντας τον κίνδυνο κομμουνιστικής εξέγερσης και στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με στενούς συνεργάτες του. Στα μέσα του Ιουλίου επήλθε συμφωνία για το αποτακτικό ζήτημα και το σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ του αντιβενιζελικού Θεοτόκη και του ηγέτη των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος το ανακοίνωσε στο Γεώργιο. Η συμφωνία θα εφαρμοζόταν με την επανάληψη των εργασιών της Βουλής. Όμως, στις 4 Αυγούστου 1936, παραμονή της εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του να αναστείλει επ’ αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και, χωρίς να προκηρύξει εκλογές, να διαλύσει τη Βουλή με τη συγκατάθεση του βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε δύο παράνομα διατάγματα με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε η δικτατορία.
Η πρόταση Μεταξά συγκυβέρνησης με τους Κομμουνιστές (Μηχανή του χρόνου)
Τις ημέρες της κατάρρευσης του μετώπου στη Μικρά Ασία η κυβέρνηση των Αθηνών κατέρρεε και μάλιστα, υπήρξαν αποφάσεις που μαρτυρούν ότι σπουδή της ήταν η προστασία του βασιλιά και του θρόνου και όχι τόσο η σωτηρία του πληθυσμού των προσφύγων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο νόμος περί διαβατηρίων που απαγόρευε την αθρόα μεταφορά προσφύγων στην Ελλάδα εφόσον δεν είχαν διαβατήριο, ενώ κάλπαζε ο στρατός του Κεμάλ και στις 21 Αυγούστου 1922, η διαταγή περί γενικής αποστρατεύσεως του υπουργού Στρατιωτικών Νικόλαου Θεοτόκη.
Μόλις οκτώ ημέρες νωρίτερα είχε εκδηλωθεί η γενική επίθεση των Τούρκων και ο ελληνικός στρατός λάμβανε διαταγή αποστρατεύσεως υπό τον φόβο να φθάσουν συντεταγμένα τα στρατιωτικά τμήματα από τη Μικρασία και να ανατρέψουν την κατάσταση στην Αθήνα. Σε αυτό το περιβάλλον, άρχισαν οι ζυμώσεις για συγκρότηση υπηρεσιακής κυβέρνησης. Οι φιλομοναρχικοί στράφηκαν τότε στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος αν και φιλοβασιλικός, είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στη νέα εκστρατεία που αποφάσισε ο βασιλιάς, γιατί θεωρούσε τη στρατιωτική επιχείρηση καταδικασμένη.
Ο φιλοβασιλικός Τύπος τον είχε κατακεραυνώσει, αλλά την ώρα της κρίσης προέβαλλε ως το μοναδικό καταφύγιο της παράταξης. Στις 27 Αυγούστου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Γούναρη και Στράτου και προσωρινά έγιναν προσπάθειες συγκρότησης κυβερνητικού σχήματος από τους Ν. Καλογερόπουλο και Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κάλεσε τον Μεταξά στα ανάκτορα και του πρότεινε να αναλάβει τον σχηματισμό κυβέρνησης.Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Σαράντης Καργάκος, στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Εκστρατεία (19191 – 1922). Από το έπος στην τραγωδία», ο Μεταξάς δέχθηκε υπό την προϋπόθεση να συμμετάσχουν και οι κομμουνιστές, καθώς μόνο έτσι θα μπορούσε να συγκρατηθεί το επαναστατικό κύμα που κόχλαζε στη Λέσβο και τη Χίο υπό τον Πλαστήρα και τον Στυλιανό Γονατά. Οι Μανιάτες ποινικοί γλίτωσαν τους κομμουνιστές από την εκτέλεση στις φυλακές.
Την περίοδο εκείνη, πέντε χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και την ανάδειξη μεγάλων προσωπικοτήτων του κομμουνισμού στην Ευρώπη, όπως Λήμπνεχτ, Κόυν και Γκράμσι, υπήρχε ανάλογη ανησυχία μήπως αναδειχθούν ηγετικές φυσιογνωμίες και στην Ελλάδα. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν στις φυλακές Συγγρού από τις 27 Αυγούστου, όταν ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε, ίσως πρώτος,την είδηση της καταστροφής της Σμύρνης και κατακεραύνωνε τους υπαιτίους. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική και στις 10 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν από τη συνάντηση Μεταξά-Κωνσταντίνου, ο στρατιωτικός διοικητής Αθηνών, Κωνσταντινόπουλος, είχε ζητήσει την εξόντωση των κομμουνιστών.
Αυτό δε συνέβη, χάρη στην επιμονή του ανθυπολοχαγού Κώστα Βαλλίδη που ζήτησε γραπτή διαταγή και όχι δια τηλεφώνου, αλλά κυρίως στην ανταρσία των κρατούμενων από τη Μάνη που διατηρούσαν άριστη σχέση με τον κομμουνιστή Γ. Γεωργιάδη, ο οποίος ήταν από την Καρδαμύλη. Πέρα όμως από την εντοπιότητα και ενδεχομένως κάποια φιλοδωρήματα, η προστασία που προσέφεραν οι Μανιάτες στους κομμουνιστές είχε κι άλλη αιτία. Ο Γεωργιάδης ήταν ο μόνος από την ελληνική αντιπροσωπία που μετείχε στο Α΄ Συνέδριο της Ά Διεθνούς (Κομμιντέρν) που δεν δέχθηκε τη ρήτρα για την αυτόνομη Μακεδονία. Πολλοί από τους Μανιάτες ποινικούς κρατούμενους ήταν Μακεδονομάχοι ή συγγενείς πεσόντων και έτσι απέτρεψαν την εκτέλεση των οκτώ κομμουνιστών: Γεωργιάδη, Κορδάτου, Σιδέρι, Πετσόπουλου, Ευαγγέλου, Παπανικολάου, Αγγελή και Στράγγα.

Ο Γιάννης Κορδάτος, που θεωρείται από τους κορυφαίους μαρξιστές ιστορικούς, ήταν το πρόσωπο που κλήθηκε να μεσολαβήσει ώστε να έρθουν σε επαφή οι δύο πλευρές. Ο διευθυντής της Αθηναϊκής, Όμηρος Ευελπίδης τον επισκέφθηκε στη φυλακή και του μετέφερε την πρόταση του Μεταξά, που προσέφερε στους Κομμουνιστές και δύο υπουργεία. Ο Κορδάτος αρνήθηκε επικαλούμενος ιδεολογικές αρχές, αλλά δεσμεύθηκε να κοινοποιήσει την πρόταση και στους υπόλοιπους ώστε να συναποφασίσουν. Επέμειναν όλοι στην άρνηση, με εξαίρεση τον συνδικαλιστή Ευάγγελο Ευαγγέλου, ο οποίος πρότεινε να ακούσουν πρώτα τους όρους του Μεταξά. Ο μετέπειτα δικτάτορας δεν δίστασε να επισκεφθεί ο ίδιος τις φυλακές και να προτείνει στους έγκλειστους κομμουνιστές την πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης. Στην «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας», ο Γ. Κορδάτος αφηγείται τον διάλογο που είχε με τον Μεταξά:
Μεταξάς: «Σκεφθήτε καλά τας ώρας που διέρχεται η Ελλάς και μη λησμονήτε ότι υπάρχουν ιστορικαί στιγμαί που αν δεν αντιληφθή κανείς την σημασία των διαπράττει λάθη ανεπανόρθωτα. Βλέπω ότι είσθε νέος. Σας περιτριγυρίζει η τύχη. Αρπάξτε την και μην την αφήσετε να φύγη».
Κορδάτος: «Στρατηγέ μου ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου εκάματε. Αναγνωρίζω ότι οι στιγμαί που διέρχεται η χώρα είναι κρίσιμοι. Αλλά ως άτομον και ως γραμματέας του Σοσιαλ εργατικού Κόμματος πιστεύω ότι ο ρόλος μας δεν είναι να σώσωμεν τον θρόνον και το αστικό καθεστώς. Ασφαλώς θα επακολουθήσουν διωγμοί κατά του κόμματός μας. Τα αριστερά κόμματα εις όλον τον κόσμον αντιμετωπίζουν διωγμούς. Εξάλλου δηλώσαμεν εις τον κ. Ευελπίδη ότι δεν δυνάμεθα να λάβωμεν μέρος εις την κυβέρνησίν σας, διότι μας το απαρεύουν αι αρχαί μας. Η απόφασίς μας είναι οριστική».
Μεταξάς: Λυπούμαι πολύ, διότι αποκρούσατε την προαναφερθείσαν συνεργασία. Εύχομαι να μη μετανοήσετε δι΄ αυτό. Σας παρακαλώ να μη κοινολογηθή η συνάντησίς μας αυτή. Έχω τον λόγο της τιμής σας ότι θα κρατηθεί μυστική;»
Κορδάτος: «Στρατηγέ μου να είσθε απολύτως ήσυχος» Μεταξάς: «Χαίρεται».Ο Μεταξάς αποχώρησε απογοητευμένος και κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Κανείς δεν γνωρίζει τι θα συνέβαινε αν η συγκεκριμένη συνεργασία είχε ευδοκιμήσει. Πάντως, το γεγονός είναι ότι την ίδια στιγμή που εξελισσόταν ο παραπάνω διάλογος, ο Νικόλαος Πλαστήρας και τα ελληνικά στρατεύματα επέστρεφαν από τη Μικρά Ασία, αποφασισμένοι να ζητήσουν ευθύνες για την καταστροφή.
Από τη γέννηση της δικτατορίας μέχρι το ΟΧΙ
Το κράτος της 4ης Αυγούστου στηρίχθηκε κυρίως στην διάδοση της ιδέας του “Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού”. Αρχή ήταν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι οι συνεχιστές του Αρχαίου και του Βυζαντινού πολιτισμού τονίζοντας την φυλετική ενότητα του έθνους και την διατήρηση των παραδόσεων αλλά το καθεστώς δεν υιοθέτησε τις φυλετικές και ρατσιστικές διακρίσεις του ναζισμού και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η δυνατότητα Εβραίων να συμμετάσχουν στην νεολαία του κόμματος, την ΕΟΝ.
Παρόλο που στις εκδηλώσεις της τελευταίας εμφανίζονται τα μέλη της να χαιρετούν τον Μεταξά φασιστικά, η δικτατορία δεν ταυτίζεται με την εξουσία της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας που είχαν υιοθετήσει τον χαιρετισμό καθώς ο λόγος του Μεταξά στρέφονταν γύρω από το “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια” που έγινε το βασικό σύνθημα της επόμενης και τελευταίας δικτατορίας που γνώρισε η Ελλάδα. Επίσης ο λόγος του ήταν αντι-ιμπεριαλιστικός σε αντίθεση με τα καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας που έκαναν λόγο για μία νέα παγκόσμια τάξη που έρχεται.
Το ιδανικό πολίτευμα κατά τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία, αλλά η στρατοκρατική Σπάρτη και η αρχαία Μακεδονία η οποία ενοποίησε πολιτικά την αρχαία Ελλάδα. Ο Μεταξάς προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας σε ένα διαιρεμένο έθνος, ενώ στρεφόταν εχθρικά απέναντι στον “παλαιοκομματισμό” και τις κοινοβουλευτικές τακτικές του παρελθόντος. Το καθεστώς Μεταξά δεν εφάρμοσε και δεν πίστευε σε μια ιμπεριαλιστική πολιτική και η ιδεολογία περί «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» δε βρήκε πλατιά απήχηση στην Ελλάδα όσο βρήκε η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στη Γερμανία.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δικτατορίας ήταν η αστυνομική τρομοκρατία, η οποία στράφηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα κυρίως κατά των κομμουνιστών, αλλά και κατά δημοκρατικών πολιτών. Επίσης και κατά κάποιων συντηρητικών πολιτικών, οι οποίοι, έχοντας επαφές με την Αυλή, επιδίωκαν την ανατροπή του Ιωάννη Μεταξά. Ο Γεώργιος Καφαντάρης σε ανακοίνωση διαμαρτυρίας γράφει «Αι αυθαίρετοι συλλήψεις είναι συνήθη φαινόμενα. Πάμπολλοι είναι οι υποβληθέντες εις μεσαιωνικά μαρτύρια».
Τα κόμματα απαγορεύτηκαν, οι πολιτικοί εξορίστηκαν ή τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό, τα συνδικάτα διαλύθηκαν ενώ οι βασανισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο στα αστυνομικά τμήματα. Οι συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων ήταν τόσο άσχημες που μερικοί πέθαιναν από αρρώστιες. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο πρώην πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας είναι ότι η ΓΣΕΕ διαλύθηκε και αναπληρώθηκε από την Εθνική Συνομοσπονδία με πρόεδρο τον ίδιο τον υπουργό εργασίας. Επιπλέον με βασιλικά διατάγματα πέτυχε η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος να γίνεται από τον Βασιλιά.
Ο Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε και πέτυχε να επιβάλει έναν συστηματικό διωγμό του κομμουνιστικού στοιχείου. Την “επιχείρηση” αυτή ανέλαβε ο Υπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο οποίος με βασανιστήρια, διώξεις και με πιστοποιητικά φρονημάτων επιχείρησε να περιορίσει την επέκτασή του. Ο αιφνιδιασμός του ΚΚΕ και η μη οργανωμένη αντίδραση είχε ως αποτέλεσμα την εύκολη εξουδετέρωση του πρώτου από τη δικτατορία Μεταξά, όχι όμως και τη διάλυσή του.

Το καθεστώς από την πρώτη κιόλας μέρα έκλεισε τον Ριζοσπάστη και έκανε το πρώτο κύμα συλλήψεων. Τον Σεπτέμβριο του 1936 συνέλαβε και φυλάκισε τον Νίκο Ζαχαριάδη στην Κέρκυρα στην περιβόητη Ακτίνα Θ’. Μέχρι τα μέσα του 1938 συνέλαβε σχεδόν όλη την ηγεσία του ΚΚΕ. Στις φυλακές της Ακροναυπλίας που λειτούργησαν από την άνοιξη του 1937 φυλάκισε την μεγαλύτερη ομάδα κομμουνιστών, περίπου 600 άτομα. Επίσης εκτόπισε στα μικρά νησιά Αη Στράτη, Ανάφη, Φολέγανδρο, Κίμωλο, Γαύδο και αλλού πολλά στελέχη και μέλη του ΚΚΕ. Στα τέλη του 1939 ελάχιστα μέλη του ΚΚΕ είχαν παραμείνει ασύλληπτα. Το ΚΚΕ ουσιαστικά δεν υπήρχε.

Το 1939 ο Μανιαδάκης κατασκεύασε την Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ με ηγετικά στελέχη του κόμματος που είχαν προσχωρήσει στο καθεστώς, όπως ο Μιχάλης Τυρίμος και ο Μανώλης Μανωλέας. Μάλιστα η Προσωρινή Διοίκηση εξέδιδε και δικό της πλαστό Ριζοσπάστη και κατάφερε να συσπειρώσει στους κόλπους της αρκετά μέλη του ΚΚΕ. Παράλληλα, όμως, υπήρχε και η παλιά ηγεσία του ΚΚΕ, η λεγόμενη Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, η οποία εξέδιδε δικό της Ριζοσπάστη.
Στα τέλη του 1939 κατ’ εντολήν του φυλακισμένου Ζαχαριάδη, το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ Γιάννης Μιχαηλίδης υπέγραψε δήλωση μετανοίας και αποφυλακίστηκε από την Κέρκυρα για να ξεκαθαρίσει το κόμμα από τους χαφιέδες και να βοηθήσει στην ανασυγκρότησή του. Όμως, μπλέχτηκε στα δίχτυα της Ασφάλειας και εντάχθηκε στην Προσωρινή Διοίκηση με αποτέλεσμα και ο έγκλειστος Ζαχαριάδης να υποστηρίξει την Προσωρινή Διοίκηση σαν την πραγματική καθοδήγηση του ΚΚΕ. Οι αλληλοκατηγορίες των δύο καθοδηγήσεων αποπροσανατόλισαν τα μέλη του ΚΚΕ, δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου σύγχυση με το τοπίο να ξεκαθαρίζει στα τέλη του 1941, μεσούσης της Κατοχής.
Προσπαθώντας να προσεταιριστεί τις τάξεις των αγροτών και των εργατών, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου έλαβε πρωτοβουλίες όπως η ρύθμιση των αγροτικών χρεών το 1937, η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής διαιτησίας μεταξύ εργατοϋπαλλήλων και εργοδοσίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και κυρίως η εφαρμογή αποφάσεων της περιόδου της αβασίλευτης δημοκρατίας για τη λειτουργία του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων το 1937, η οποία ωστόσο είχε δυνητική αξία, εξαιτίας της έλλειψης πόρων για τη χρηματοδότησή του και του αργού ρυθμού ασφάλισης των εργαζομένων. Τα αγροτικά προϊόντα άρχισαν να πωλούνται ακριβότερα, ενώ από πλευράς επενδύσεων η περίοδος της 4ης Αυγούστου μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή, αφού την περίοδο 1936-1938 ιδρύθηκαν 567 εργοστάσια. Ο προϋπολογισμός επίσης έδινε βάση στην στρατιωτική οργάνωση γι’ αυτό ήταν και ιδιαίτερα αυξημένος.
Από την άλλη πλευρά, το εκπαιδευτικό σύστημα υπέστη σημαντική οπισθοδρόμηση, καθώς κύριος προσανατολισμός της Μεταξικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η τόνωση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) και ο εκτοπισμός των προοδευτικών εκπαιδευτικών. Ακόμη, η υποχρεωτική εκπαίδευση ουσιαστικά συρρικνώθηκε, καθώς η δευτεροβάθμια απέκτησε οκτάχρονη διάρκεια, ενώ η πρωτοβάθμια κατατμήθηκε. Το καθεστώς διέθεσε σημαντικά ποσά για την υποστήριξη της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Ο Ιωάννης Μεταξάς θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό όπλο την ΕΟΝ για τη διαμόρφωση των νέων σε υποστηρικτές του καθεστώτος και για τον λόγο αυτό την υποστήριξε ιδιαίτερα μέσα από συστηματικές ενέργειες και ισχυρή χρηματοδότηση. Μέσα από την ΕΟΝ γινόταν συστηματική προσπάθεια διαπαιδαγώγησης και προπαγάνδας υπέρ του καθεστώτος. Η κυβέρνηση έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ορθόδοξη πίστη, καθώς και στο θεσμό της οικογένειας, τον οποίο πίστευε ότι προωθούσε μέσα από τη συγκεκριμένη οργάνωση. Όμως το καθεστώς έφερε και μια καινοτομία, αφού καθιέρωσε για πρώτη φορά στον χώρο της παιδείας την δημοτική γλώσσα. Το 1939 ανατέθηκε στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη η έκδοση γραμματικής για την δημοτική γλώσσα, η γνωστή “Νεοελληνική Γραμματική” την οποία διδάχθηκαν στο σχολείο και αρκετές μεταγενέστερες γενιές και διδάσκεται ακόμη και σήμερα.
Κατά τη δικτατορία Μεταξά, σημαντική αντίσταση προέβαλαν οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων Παπαναστασίου, Παπανδρέου, Σοφούλης, Καφαντάρης κ.α. με επίσημα διαβήματα στον Γεώργιο Β΄. Στις 30 Ιουνίου του 1938 αποκαλύφθηκε στρατιωτική ομάδα υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά, ενώ λίγες μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου του 1938, μια επαναστατική κίνηση συνέβη στην Κρήτη από μια μερίδα κατοίκων και ορισμένους πολιτικούς αρχηγούς της Ελλάδας. Τελικά, δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα κατέρρευσε με αποτέλεσμα να συλληφθούν οι αρχηγοί του και να επιβληθεί κλίμα τρομοκρατίας στο νησί. Οι σημαντικότερες αντιδικτατορικές οργανώσεις που έδρασαν ήταν οι: Φιλική Εταιρεία, Ομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων, Λαϊκή Πρόνοια, Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Ένωση των Νέων της Ελλάδος καθώς και οι ομάδες του Κ.Κ.Ε.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι συμπάθειες του βασιλιά και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί δεσμοί, αφού εκτός των άλλων η γερμανική κυβέρνηση είχε αγοράσει το 40% των ελληνικών καπνών. Για τη διαφορετική νοοτροπία Αγγλίας και Ελλάδας γράφει ο Βρετανός στρατηγός σερ Χ.Μ. Ουίλσον «κάτω από τη δικτατορία του Μεταξά είχαν υιοθετηθεί ορισμένες ναζιστικές ιδέες. Η νεολαία χαιρετούσε χιτλερικά έως ότου οι Αυστραλοί την εδίδαξαν να χαιρετά με το σύνθημα της νίκης. Η θέσις μας στην Ελλάδα ήταν πραγματικά παράδοξη: Αγωνιζόμαστε εναντίον του ολοκληρωτισμού ενισχύοντας μια φασιστική κυβέρνηση εναντίον μιας άλλης». Από τη δεκαετία του 1930 η αντιβενιζελική παράταξη στην οποία ανήκε ο Μεταξάς είχε συντονιστεί με την πολιτική των κρατών της δυτικής Ευρώπης στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα της Βρετανίας, θεωρώντας πως ήταν σύμφωνη με την εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων. Τον Οκτώβριο του 1938 ο Μεταξάς πρότεινε στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε διπλωματικά, επιφυλασσόμενη να συνδεθεί με επίσημο τρόπο με ένα καθεστώς που θεωρούσε ότι είχε αβέβαιο μέλλον εξαιτίας της αντιδημοτικότητάς του και υπολογίζοντας ότι μια τέτοια συμμαχία θα αντιμετωπίζονταν ως πρόκληση από την Ιταλία και ίσως προξενούσε ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, την ώρα που η άμυνα της Ελλάδας ήταν ανεπαρκής. Από το 1939 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς, οι οποίοι αποδέχονταν την ουδέτερη στάση της Ελλάδας εξαιτίας της αδυναμίας τους να της παράσχουν ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη.
Αντίθετα, με τη γερμανική κυβέρνηση οι σχέσεις ήταν τυπικές, αφού η Ελλάδα είχε πολλά οφέλη από τις οικονομικές επενδύσεις των Γερμανών. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων. Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα. Παρόλα αυτά η πολιτική της ουδετερότητας απέτρεψε τον Μεταξά από τη λήψη περαιτέρω μέτρων.
Ο Μεταξάς αρχικά επέδειξε καρτερικότητα απέναντι στις ιταλικές προκλήσεις, προετοιμαζόμενος όμως ταυτοχρόνως για μια στρατιωτική αναμέτρηση στο πλευρό των Συμμάχων. Το μυστικό όπλο του Μεταξά ήταν η επιστράτευση με τα φύλλα πορείας. Ήταν μια πρωτοποριακή μέθοδος για την εποχή, όπου μπορούσε μέσα σε 2-3 εβδομάδες να συγκεντρώσει γρήγορα τον στρατό και να τον στείλει στο μέτωπο. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν έκανε νωρίτερα επιστρατεύσεις ήταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τους Ιταλούς, οι οποίοι πίστευαν ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα θα ήταν εύκολος. Έτσι την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο Ιταλός πρέσβης εισέπραξε το ΟΧΙ και ξεκίνησε το έπος του 1940.
Από το ΟΧΙ μέχρι τον θάνατό του
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στις 3 π.μ., ο Ιταλός πρέσβης επισκέφθηκε τον Μεταξά και του έδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να υπακούσει στο ιταλικό τελεσίγραφο για ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ’ άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.
Η Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1940 υπήρξε αποδέκτης προτάσεων εκ μέρους της Γερμανίας για παρέμβασή της προς ειρήνευση με την Ιταλία, τις οποίες ο Μεταξάς απέρριψε συνεπής με τη στρατηγική της ευθυγράμμισης με τη Μεγάλη Βρετανία. Με την άρνησή του να υποκύψει στους Ιταλούς απέκτησε, έστω και προσωρινά, τη γενική αποδοχή, γεγονός που υποβοήθησε σημαντικά στην πανεθνική προσπάθεια για απόκρουση και απώθηση των Ιταλών. Ο Γεώργιος Σεφέρης θα γράψει έναν χρόνο αργότερα: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου». Στις 31 Οκτωβρίου 1940 ο Ζαχαριάδης συνέταξε ένα γράμμα που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες και το οποίο καλούσε τον ελληνικό λαό να αντισταθεί ενωμένος τη φασιστική Ιταλία. Το γράμμα αυτό θεωρήθηκε από κάποια ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ ως πλαστό.

Ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του ανέλυσε εκτενώς την απόφασή του σε ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο (ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»), στις 30 Οκτωβρίου 1940. Αν αποδεχόταν το τελεσίγραφο, θα επαναλαμβανόταν ο Εθνικός Διχασμός του 1916, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στον πόλεμο αποδυναμωμένη και με τις δυνάμεις της διασπασμένες. Φυσικά η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Αγγλία και η Τουρκία θα εκμεταλλεύονταν το γεγονός και θα καταλάμβαναν αμφισβητούμενες περιοχές όπως τη Μακεδονία, το Αιγαίο, τη Θράκη κ.α. Ήταν λοιπόν κατά την άποψή του η ύστατη λύση για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Πατρίδας του. Επιπλέον πίστευε στην σίγουρη νίκη των αγγλοσαξονικών δυνάμεων και ότι η Ελλάδα θα αποκόμιζε τα Δωδεκάνησα.

Τον Ιανουάριο του 1941 οι Άγγλοι έκαναν πρόταση στον Μεταξά προκειμένου να φέρουν δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου. Ο Μεταξάς ζήτησε από τους Άγγλους 10 μεραρχίες μαζί με την ανάλογη αεροπορία. Οι Άγγλοι ανταπάντησαν ότι μπορούν να προσφέρουν 2 μεραρχίες με μικρή μόνο αεροπορική δύναμη. Τότε ο Μεταξάς απάντησε “Καλύτερα να μη μας στείλετε τίποτα. Το μόνο που θα καταφέρετε να κάνετε σε αυτή την περίπτωση είναι να προκαλέσετε επίθεση των Γερμανών.”
Ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε αιφνιδίως από βαριά φλεγμονή του φάρυγγος στις 29 Ιανουαρίου του 1941 και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου. Από πολλούς έχει υποστηριχθεί ότι ο θάνατός του ίσως και να οφείλεται σε επέμβαση των Άγγλων που δεν ήθελαν να επιτευχθεί συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τη Γερμανία. Αυτή η άποψη δεν επιβεβαιώνεται όμως από τα γραφόμενα του ημερολογίου του, όπου ο Μεταξάς γράφει ότι “καλύτερα να πεθάνουμε όλοι παρά να υποταχθούμε στον Χίτλερ” και απέρριπτε προτροπές του Έλληνα πρέσβη στη Γερμανία Ραγκαβή για μεσολάβηση του Χίτλερ. Σύμφωνα με τον Υπουργό Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, ο θάνατος του Μεταξά προήλθε από ιατρικά λάθη (“Εάν ο Μεταξάς είχε νοσηλευθεί και στην τρίτη θέση ενός δημοσίου νοσοκομείου, θα είχε σωθεί”).Η συνέχεια λίγο πολύ είναι γνωστή, σήμερα υπάρχουν πολύ θιασώτες της δικτατορίας, μέσα σε αυτούς είναι και ο Κωνσταντίνος Πλεύρης. Ο Αλέξανδρος Κορυζής, που διαδέχτηκε τον Μεταξά, αυτοκτόνησε μετά από 80 ημέρες, δηλ. την δωδέκατη μέρα της γερμανικής εισβολής.
Οι απόγονοι του δικτάτορα λειτουργούν σήμερα το ίδρυμα Μεταξά, όπου διαθέτει αρκετό υλικό από την περίοδο εκείνη, όπως περιοδικά της ΕΟΝ, φωτογραφίες και ιδιόχειρα σημειώματα του και το ημερολόγιο του δικτάτορα, όπου έχουν αντληθεί πολλές πληροφορίες για τον βίο του. Επίσης τα γραφεία του κόμματος του Μεταξά και η οικία του για μεγάλο διάστημα στην οδό πατησίων συνιστούν το μέγαρο μεταξά
Κάποιοι θεωρούν τον θάνατό του δολοφονία (Μηχανή του χρόνου)
Από τις πρώτες στιγμές, που μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Ιωάννη Μεταξά, μέχρι και σήμερα, η φημολογία ότι ο δικτάτορας υπήρξε θύμα ξένων πρακτόρων, δεν σταμάτησε ποτέ. «Αν είχαμε βάλει τον Μεταξά σε ένα νοσοκομείο στην τρίτη θέση, θα είχε ζήσει», έλεγε αργότερα ο στενός του συνεργάτης και πανίσχυρος υπουργός ασφαλείας Μανιαδάκης. Κατά την ασθένειά του, τον είδαν και Βρετανοί γιατροί, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι του έκαναν και ενέσεις.

Ο ισχυρισμός όσων θεωρούν υπεύθυνους του Άγγλους, είναι ότι οι Γερμανοί είχαν προτείνει ανακωχή και ειρήνη. Αυτό δεν συνέφερε καθόλου τους Βρετανούς, που ήθελαν τις γερμανικές δυνάμεις να σπαταλάνε χρόνο και άνδρες στην Ελλάδα. Η λήξη του πολέμου στρατηγικά δεν τους ευνοούσε. Ο Μεταξάς όμως, έβλεπε θετικά την ειρήνη. Άλλωστε ήταν αμυνόμενος. Κατά συνέπεια, θεώρησαν ότι οι Βρετανοί θα μπορούσαν να τον βγάλουν από τη μέση. Δεν εμφανίστηκε όμως ποτέ καμία απόδειξη ότι ο θάνατός του 70χρονου δικτάτορα δεν ήταν φυσιολογικός. Η σορός του εκτέθηκε στη Μητρόπολη της Αθήνας με τιμητική φρουρά τα μέλη της Ε.Ο.Ν. Πλήθος κόσμου πήγε να τον αποχαιρετίσει για τελευταία φορά, παρά τις πολιτικές διαφωνίες, καθώς θεωρείτο ως ο πολιτικός που είχε εκφράσει το λαϊκό αίσθημα απέναντι στον εισβολέα. Συγχρόνως, ο μέχρι πρότινος αντιπαθής δικτάτορας, βρισκόταν στο ψηλότερο σκαλοπάτι της δόξας, μετά τις νίκες των Ελλήνων στο αλβανικό μέτωπο. Η ταφή έγινε την 31η Ιανουαρίου, από το Α” Νεκροταφείο και την ίδια ώρα πραγματοποιήθηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις σε όλους τους ναούς της χώρας.
Ιδιαίτερη τιμή απέδωσε και η Αγγλία, καθώς η βρετανική κυβέρνηση έδωσε εντολή να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες στα δημόσια κτίρια. «Ήταν μόλις η δεύτερη φορά που γινόταν παρόμοια τιμή για ξένο ηγέτη», μετέδιδε το πρακτορείο Ρόιτερς. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, τουλάχιστον επισήμως, είχαν αρθεί οι αγγλικές επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια του Μεταξά απέναντι στη βρετανική πολιτική. Άλλωστε, την κρίσιμη ώρα, διάλεξε να ταχθεί εναντίον του άξονα. Επίσημοι βρετανικοί κύκλοι δήλωναν ότι: «Ημείς οι Άγγλοι μετά σεβασμού υποκλινόμεθα προ της μνήμης του μεγάλου ανδρός ο οποίος εξέλιπε».

Απαραίτητα συμπεράσματα
Αν μιλήσει κανείς ως αριστερός θα πει ότι ο Μεταξάς ήταν φασίστας, αν μιλήσει ως πατριώτης θα πει πως ναι ήταν πατριώτης και ότι έκανε αυτό που μπορούσε για τα εθνικά θέματα, αλλά κανένας δημοκράτης δεν μπορεί να τον έχει ως παράδειγμα προς μίμηση. Όμως η προσπάθειά του να λειτουργήσει το ΙΚΑ, ο πρώτος ασφαλιστικός φορέας της χώρας σε υλοποίηση απόφασης δημοκρατικής πρότερης κυβέρνησης δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Επίσης απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει και η προσπάθεια δημιουργίας της γλώσσας που μιλάμε σήμερα, της δημοτικής και ειδικά η ανάθεση της δημιουργίας της γραμματικής της δημοτικής γλώσσας που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στον Μανώλη Τριανταφυλλίδη.
Η Ιστορία δεν πρέπει να είναι επίπεδη και σίγουρα πρέπει να σκεφτόμαστε ουδέν κακό χωρίς καλό. Βεβαίως και σεβόμαστε και τιμούμε τα θύματα του καθεστώτος του αλλά κάποιες αλήθειες πρέπει να ειπωθούν. Ο Μεταξάς εξέφρασε τον λαό στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και είπε το ΟΧΙ που οδήγησε στο Έπος, ο Μεταξάς είχε πολλά κοινά στοιχεία με τα υπόλοιπα φασιστικά καθεστώτα αλλά δεν συνεργάστηκε μαζί τους, έκανε συμμαχία με τους Άγγλους και μπήκε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τους δημοκρατικούς λαούς της Γαλλίας και της Αγγλίας. Άξονα που αργότερα προσεχώρησε και η ΕΣΣΔ που έιχε και τα περισσότετρα θύματα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.