Σήμερα επ’ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 ετών από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ανασκόπηση της ζωή του πολιτικού που άλλαξε σίγουρα το πρόσωπο της χώρας μας στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα.

Ο όρος του εθνάρχη
Του έχει αποδοθεί και από φίλους και από αντιπάλους ο όρος «Εθνάρχης»,κάτι που σίγουρα θα το επεξεργαστεί η επιστήμη της ιστορίας. Στον όρο αυτό δεν μπορούμε να αποφανθούμε θετικά, παρόλο που σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητος στην ιστορία αυτού του τόπου. Το Θεωρούμε υπερβολικό, διότι ο Καρμανλής δεν γέννησε μια χώρα ή ένα έθνος, απλά πέρασε τις δικές του πολιτικές, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν θετικές, και αφαίρεσε πολλά από τα συντηρητικά πρότυπα της παραταξής του από την ιδεολογική της προσέγγιση. Ήταν οπωσδήποτε ένας νεωτεριστής και αν και δέχτηκε σκληρή κριτική από τους αντιπάλους του, όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά, μπορούμε να του αποδώσουμε πολλές ιστορικές αποφάσεις που καταρχήν γεννήσαν το πολίτευμα που έχουμε σήμερα στη χώρα μας, την δημοκρατία.
Η Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είχε περάσει έναν σκληρό εμφύλιο με ένα μεταπολεμικό κράτος που είχε υιοθετήσει σκληρές πολιτικές έναντι των Κομμουνιστών αντιπάλων του. Στον Καραμανλή αποδίδεται μια προσπάθεια να σταματήσει τις διώξεις και να βάλει τα θεμέλια ώστε να μπει η Ελλάδα στην ΕΕ και να γίνει μια δημοκρατική χώρα. Η αλήθεια είναι πως μετά από σκληρό αγώνα το κατόρθωσε και όπως συνήθιζε να λέει, μπορεί μεν η Ελλάδα να ανήκει εις την δυση αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουμε κακές σχέσεις με την ανατολή. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο βίος του
Ο Καραμανλής γεννήθηκε στην τότε τουρκοκρατούμενη Πρώτη Σερρών το 1907. Ο Πατέρας του ο Γεώργιος είχε πάρει μέρο στην ένοπλη μάχη του 1904-1908, δηλαδή στον λεγόμενο μακεδονικά αγώνα, που ήταν μια μάχη των Ελλήνων της περιοχής της Μακεδονίας εναντίον κυρίως των Βουλγάρων κομιτατζήδων και δευτερευόντως των Ρουμάνων και Σέρβων που λειτούργησε ως απάντηση σε μια σταδιακά αυξανόμενη και οργανωμένη βία από τη Βουλγαρική πλευρά, που ξεκίνησε ήδη από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και είχε ως σκοπό τη Βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών και την αλλοίωση της εθνικής τους φυσιογνωμίας προς όφελος των Βουλγαρικών διεκδικήσεων.
Ο Πατέρας του Καραμανλή μετά το τέλος του Μακεδονικού αγώνα ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού. Ο Κωνσταντίνος ήταν το μεγαλύτερο παδί της οικογένειας ενώ στη συνέχεια γεννήθηκαν και τα υπόλοιπα αδέρφια του, δηλαδή η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (1916), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929). Ο Αλέκος είναι ο πατέρας του νεώτερου Καραμανλή Κώστα που ήταν και αυτό πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργός τα έτη 2004-2009.
Ο Καραμανλής φοίτησε στο δημοτικό της Πρώτης Σερρών και στη συνέχεια στο ημιγυμνάσιο της Νέας Ζίχνης. Το 1923 μετακινήθηκε στην Αθήνα και αποφοιτώντας από το 8ο γυμνάσιο της Αθήνας μπήκε στη νομική σχολή Αθηνών το 1925, όπου το 1929 αποφοίτησε, κάνοντας την 4ημηνη στρατιωτική του θητεία και ξεκινώντας να εργάζεται ως δικηγόρος στις Σέρρες τα έτη 1930-1935.
Η αρχή του πολιτικού του βίου
Με έντονη ροπή στην πολιτική, έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη σε ηλικία 28 ετών πληρεξούσιος Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση του 1935, από την οποία απείχε το Κόμμα Φιλελευθέρων. Η εδραίωσή του στην τοπική πολιτική επιβεβαιώθηκε όταν επανεξελέγη μάλιστα βουλευτής στις εκλογές για τη Γ΄ αναθεωρητική Βουλή του Ιανουαρίου του 1936, οπότε συμμετείχαν και οι βενιζελικοί και ίσχυσε το σύστημα της απλής αναλογικής.
Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 σταμάτησε τη πολιτική του σταδιοδρομία και επανήλθε στις Σέρρες όπου άσκησε την δικηγορία μέχρι το 1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα χωρίς να αναμιχτεί ενεργά στην πολιτική, αλλά τη περίοδο 1942-1943 συμμετείχε σε μία άτυπη ομάδα πολιτικού προβληματισμού με την ονομασία «Σοσιαλιστική Ένωση», την οποία αποτελούσαν αξιόλογοι μετέπειτα πολιτικοί και τραπεζίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Ξενοφών Ζολώτας.
Η αξιολόγησή του για την αποτελεσματικότητα της ομάδας ήταν αρνητική. Θεωρούσε ότι ο προβληματισμός της δεν ήταν πολιτικά αλλά μάλλον ακαδημαϊκά προσανατολισμένος. Το καλοκαίρι του 1944 ο Καραμανλής προσπάθησε να εμπλακεί πιο ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, διαφεύγοντας με πλωτό μέσο στη Μέση Ανατολή, όπου είχε σχηματιστεί η εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά το Συνέδριο του Λιβάνου.
Η μετάβασή του εντούτοις καθυστέρησε πολύ, ώστε όταν τελικά ο Καραμανλής βρέθηκε στο Κάιρο τον Οκτώβριο, η Αθήνα είχε μόλις απελευθερωθεί από τους Γερμανούς και ο ίδιος υποχρεωτικά έπρεπε να επιστρέψει στο τέλος του ίδιου μήνα. Από κείνο το σημείο και μετά αρχίζει η έντονη πλέον παρουσία του στην πολιτική. Στις εκλογές του 1946 επανεξελέγη βουλευτής Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στη Δ΄ αναθεωρητική Βουλή. Το καλοκαίρι εκείνο ήταν κρίσιμο μάλιστα για τη ζωή του, καθώς μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ έγινε δυνατή, μετά από χειρουργική επέμβαση, η απαλλαγή του από το πρόβλημα της επιδεινούμενης ωτοσκλήρυνσης, που τον βασάνιζε έως τότε, ενώ όσο ήταν στις ΗΠΑ συμμετείχε σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας.
Στις κυβερνήσεις Τσαλδάρη και Μάξιμου συμμετείχε ως υπουργός Εργασίας για ένα τρίμηνο (Νοέμβριος 1946 – Φεβρουάριος 1947), Μεταφορών (Μάιος – Νοέμβριος 1948) και Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων υπό τους Σοφούλη και, στη συνέχεια, Διομήδη (Νοέμβριος 1948 – Ιανουάριος 1950).
Η θητεία του στο υπουργείο εργασίας (1946-1947)
Ως Υπουργός Εργασίας ήρθε αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φρόντισε για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών. Παράλληλα, προώθησε την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνόησε την καθιέρωση ενιαίου φορέα ασφάλισης (έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες για να φτάσουμε σε ενιαίο φορέα).
Η θητεία του στο υπουργείο μεταφορών
Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκατέστησε εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Επίσης, ήρθε σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες ηλεκτροδότησης (πάνω από τετρακόσιες), οι οποίες προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες, ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Η σύγκρουση του Καραμανλή με την Πάουερ, τον ώθησε στο ξήλωμα των ραγών που εξυπηρετούσε το δίκτυο του παλαιού τραμ Αθήνας και του Τραμ Θεσσαλονίκης, που μέχρι το 1960, έσβησαν από το συγκοινωνιακό χάρτη. Είναι ενδεικτικό του πόσο αποφασιστικός πολιτικός ήταν ο τρόπος που ξήλωσε το Τραμ της Αθήνας.
Υπουργική θητεία 1952-1954: Το ξεκίνημα μιας νέας εποχή για ένα υπουργείο άνευ σημασίας
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου στις 19 Νοεμβρίου 1952 και από το 1954 ανέλαβε και τις αρμοδιότητες του Συγκοινωνιών. Την τοποθέτηση του στη θέση αυτή εισηγήθηκε, όπως γράφει ο ίδιος ο Καραμανλής, ο Μαρκεζίνης διότι απέβλεπε να διαδεχθεί τον Παπάγο και ως εκ τούτου στον ανερχόμενο Σερραίο πολιτικό ήθελε να δοθεί ένα “δευτερεύον” υπουργείο, που την εποχή εκείνη στερείτο ουσιαστικά περιεχομένου. Η έγκριση των προγραμμάτων του υπουργείου Δημοσίων Έργων και η χρηματοδότηση έπρεπε να γίνει από τα οικονομικά υπουργεία.
Όπως θα γράψει αργότερα ο Καραμανλής, η κατασκευή και συντήρηση των οδών και των λιμένων, είχεν ανατεθεί σε μία ειδική ανεξάρτητη υπηρεσία, που την ονομάζαν Υπηρεσία Επειγόντων Έργων. Έτσι ο ρόλος του υπουργού ήταν διακοσμητικός, όμως αυτό τον ρόλο ο υπουργός Καραμανλής με μια δικιά του μέθοδο τον κάνει ουσιαστικό και με αυτόν τον τρόπο σε ένα υπουργείο που στερείτο αρμοδιοτήτων απέκτησε την απαραίτητη φήμη που χρειαζόταν για την συνέχεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Όπως θα γράψει ο ίδιος αργότερα, ανέλαβε με απροθυμία το υπουργείο αλλά εφ όσον το ανέλαβε έπρεπε να το δραστηριοποιήσει χάριν του τόπου και του προσωπικού του γοήτρου. Ο Καραμανλής με μια έξυπνη μέθοδο προκηρύσσει δημοπρασίες για τα έργα που θεωρούσε απαραίτητα, φέρνοντας προ τετελεσμένων το υπουργείο Συντονισμού και το Σπύρο Μαρκεζίνη.
Ταυτόχρονα με διάφορους συνδυασμούς δημιουργεί έκτακτους πόρους στο υπουργείο, για την εκτέλεση “ειδικών προγραμμάτων” όπως ήταν τα έργα Αθηνών- Θεσσαλονίκης, το λιμάνι του Πειραιά, η ύδρευση και αποχέτευση. Ο Καραμανλής ως υπουργός Δημοσίων Έργων γίνεται ο πιο δραστήριος της κυβέρνησης και σύντομα εγκωμιάζεται από τον τύπο και γίνεται όλο και πιο δημοφιλής στους πολίτες.
Βέβαια για τη στάση του στο υπουργείο αυτό αποκτά πέρα από φίλους και φανατικούς εχθρούς, αφού ξηλώνοντας το τραμ κατηγορήθηκε ότι εξυπηρέτησε συμφέροντα του ανερχόμενου αυτοκινητιστικού λόμπυ και των λεωφορειούχων.
Ειδικότερα μάλιστα στη Θεσσαλονίκη προκρίθηκε σκανδαλωδώς η μονοπωλιακή διαχείρηση των συγκοινωνιών από τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, χωρίς να δρομολογηθούν τα τρόλεϊ στη θέση των τραμ, όπως έγινε στην Αθήνα.
Ο Καραμανλής όμως προώθησε νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενίσχυσε το πολιτικό προφίλ του λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Η νομοθεσία όμως περί αναθεώρησης εγκαταλείφθηκε από τα μεγάλα κόμματα και κόστισε στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς τους Τσαλδάρη και Σοφούλη.
Εκείνη την εποχή ο Καραμανλής έκανε μια μεγάλη νεωτεριστική στροφή σε μια Ελλάδα που δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε εμείς οι νεώτεροι πως υπήρχε. Ήταν η Ελλάδα που δεν είχε κανέναν μεγάλο οδικό άξονα καταρχήν και με δικές του ενέργειες κατάφερε να αποκτήσει, ήταν η εθνική οδός Αθηνών -Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για ένα σπουδαίο έργο για την εποχή αλλά τόσο μικρό και αυτονόητο για το σήμερα. Εκείνη την εποχή τα παιδιά ακούγαν στα σχολεία τον δάσκαλό τους να τους λέει πως στα Τέμπη θα κατασκευαστεί ένας δρόμος πλάτους οκτώ ολόκληρων μέτρων. Κάτι βέβαια που θα γίνει πολύ αργότερα.
Ο Καραμανλής όμως βρέθηκε αντιμέτωπος και με το ζήτημα της υδροδότησης της Αθήνας καθώς και το ζήτημα της ενοποίησης των τεχνικών υπηρεσιών του κράτους υπό τη διεύθυνση του υπουργείου Δημοσίων Έργων. Για να μπορέσει να λύσει αυτά τα προβλήματα αναγκάστηκε να έρθει σε ρήξη πέρα της κυβερνήσεως και με την Αμερική.
Σε εκείνο το σημείο έγινε αντιληπτή η κοσμοθεωρεία του, δηλαδή ότι η Ελλάς ναι με ανήκε στην δύση αλλά δεν θα έπρεπε να είναι και πιστό στρατιωτάκι των πλάνων της δύσης. Δεν ήταν και λίγες άλλωστε οι στιγμές που ήρθε σε σύγκρουση με δυτικές χώρες.
Ποια είναι τα έργα του επί υπουργείας του το 1952-1954?
- Αναδιοργανώνει τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, που υπέφεραν από την πολυαρχία και την κακοδιοίκηση
- Κατασκευάζει την περίφημη παραλιακή λεωφόρο Αθηνών Σουνίου. Ανακαινίζει την Πατησίων, ξηλώνοντας το τραμ. Επισκευάζει την Κηφισίας, τη Βασιλίσσης Σοφίας, την Αμαλίας και την Πανεπιστημίου. Δημοπρατεί επίσης την ανακαίνιση της Σταδίου και της Συγγρού.
- Στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ άλλων, ξεκινά την ανακατασκευή της οδού από το Λευκό Πύργο μέχρι το Ντεπώ και ουσιαστικά δημιουργεί τη νέα παραλία
- Υπογράφει την απόφαση για την έναρξη των έργων διαμόρφωσης της περιοχής Ακρόπολης- Φιλιπάππου: Ένα έργο στο οποίο ο Καραμανλής έδινε ιδιαίτερη σημασία και που άλλαξε την τουριστική καρδιά της Αθήνας
Το ξήλωμα του τραμ το 1953
Στις 13 Νοεμβρίου του 1953 σε σύσκεψη στο Δημοσίων Έργων στην οποία συμμετέχουν υπό τον Καραμανλή οι υπουργοί Εσωτερικών και Συγκοινωνιών, ο δήμαρχος Αθηναίων και ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών, λαμβάνεται η απόφαση διακοπής της κυκλοφορίας του τραμ στις γραμμές Αμπελοκήπων και Πατησίων. Είχε προηγηθεί η απόφαση για έναρξη της λειτουργίας του τρόλλεϋ από τις 15 Νοεμβρίου.
Η (βρετανική) Εταιρεία Μεταφορών κωλυσιεργεί και έτσι τρεις ημέρες αργότερα, ο ίδιος ο Καραμανλής κατεβαίνει μεσάνυχτα στο κέντρο της πόλης μαζί με τα συνεργεία που θα αφαιρούσαν τις γραμμές στην Πατησίων και τη Βασιλίσσης Σοφίας- έχει μάλιστα φροντίσει να πάρει μαζί του Μακεδόνες εργάτες για να τους έχει εμπιστοσύνη. Οι δικηγόροι της εταιρείας επιχειρούν να εμποδίσουν το ξήλωμα. Ο Καραμανλής όμως με τους Μακεδόνες εργάτες, τους φέρνει προ τετελεσμένων. Ο ίδιος έγραφε αργότερα πως ήξερε ότι θα είχε την κοινή γνώμη μαζί του, διότι ο αθηναϊκός λαός αντιπαθούσε “ζωηρώς” την εταιρεία.
Ο Σερραίος κατηγορούσε τη βρετανική Εταιρεία Μεταφορών ότι ανέβαλε με νομικά τεχνάσματα την απομάκρυνση από την κυκλοφορία των παμπάλαιων οχημάτων του τραμ, που κατά τον υπουργό Δημοσίων Έργων εμπόδιζαν την κίνηση. Οι αντίπαλοι του Καραμανλή τον κατηγορούν ότι στην πραγματικότητα ήθελε να προωθήσει τη χρήση των ΙΧ αυτοκινήτων προς όφελος της ευρωπαϊκής και ιδίως της δυτικογερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Και πως αυτό ήταν γραμμή εκείνη την εποχή των συμμάχων, ώστε να στηριχθεί η Δυτική Γερμανία, η οποία ανήκει στο ΝΑΤΟ.
Ο Καραμανλής κατηγορείται επίσης διότι η Αθήνα διέθετε ένα από τα πλέον εκταταμένα δίκτυα τραμ στο κέντρο της πόλης. Μετά το ξήλωμα του θα έμενε χωρίς μέσα σταθερής τροχιάς για περίπου 50 χρόνια μέχρι την έλευση του μετρό, το οποίο ως έργο είχε επίσης από τότε οραματιστεί ο Καραμανλής, αλλά έμεινε στα χαρτιά μέχρι την Ολυμπιάδα.
Η βρετανική Εταιρεία διαμαρτύρεται εγγράφως, αλλά τα υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων επικαλούνται ότι η σύμβαση προβλέπει διακοπή της συγκοινωνίας για λόγους δημοσίας τάξης ή εκτέλεσης δημόσιου έργου μετά από προειδοποίηση. Κατηγορούν μάλιστα την εταιρεία ότι επί πέντε μήνες δεν φρόντισε για την εγκατάσταση των εναερίων γραμμών για τα τρόλλεϋ, καθώς και ότι τελευταία στιγμή επιχείρησε να συνδέσει την απομάκρυνση των τραμ με τη χορήγηση σε αυτήν δανείου ενός εκατομμυρίου δολαρίων για την παραγγελία δεύτερης σειράς τρόλλεϋ.
Μητρική εταιρεία της Εταιρείας Μεταφορών ήταν η βρετανική Πάουερ, στην οποία ανήκε και η Εταιρεία Ηλεκτρισμού με την οποία ο Καραμανλής είχε έρθει σε σύγκρουση ως υπουργός Μεταφορών το 1948, με αποτέλεσμα τότε εν τέλει τη μετακίνηση του στο υπουργείο Προνοίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διατελέσει υπουργός Μεταφορών το Μάιο με Νοέμβριο του 1948. Την ηλεκτροδότηση της Αττικής έχει αναλάβει με σύμβαση από τον Οκτώβριο του 1925 η θυγατρική της βρετανικής εταιρείας Πάουερ, Ηλεκτρική Εταιρεία. Η ζήτηση όμως είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα συχνές διακοπές ρεύματος, οι οποίες δεν ταλαιπωρούσαν μόνο τα νοικοκυριά, αλλά δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα και στη βιομηχανική παραγωγή.
Οι Βρετανοί αδιαφορούσαν για τις υποχρεώσεις τους εκ της συμβάσεως. Οι όροι της σύμβασης επίσης ήταν αποικιοκρατικοί. Δεν προβλεπόταν για παράδειγμα δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης από το ελληνικό δημόσιο σε καμία περίπτωση. Το μόνο μέσο πειθούς που είχε στη διάθεση του το κράτος, έναντι σειράς πλεονεκτημάτων, ήταν το δικαίωμα της επιβολής προστίμου 100 λιρών και τούτου εισπρακτέου μετά από διαιτησία.
Η δυσφορία των πολιτών γιγαντωνόταν ημέρα με την ημέρα. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος κατηγορούσε την τότε κυβέρνηση και το υπουργείο Μεταφορών για την κατάσταση. Αρχικά ο Καραμανλής ζητούσε επισκευές και δημοσίευση των διακοπών ρεύματος, όμως ήταν φανερό πως χρειάζονταν πιο δραστικές λύσεις.
Στις 3 Αυγούστου μετά από σύσκεψη στο Μεταφορών με την Εταιρεία Ηλεκτρισμού, ο Καραμανλής έκανε τέτοιες δηλώσεις στον τύπο, που πραγματικά έδειχνε αποφασισμένος να πιέσει τους Βρετανούς. Δήλωνε ότι η εταιρεία “ αδυνατεί να εκπληρώσει τας εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις της ως προς την παροχή ρεύματος”. Υπενθύμιζε επίσης ότι από τις 23 Ιουλίου είχε ζητήσει εγγράφως από την εταιρεία να συμμορφωθεί και πως περιμένει την απάντηση. Αναφέρει επίσης ότι στη σύσκεψη ζήτησε ως πρώτο μέτρο την άμεση παραγγελία “μίας μονάδος 30.000 χιλιοβάτ, η οποία θα μας επέτρεπε να αντιμετωπίσωμεν μετ’ ασφαλείας την σημερινήν κατάστασιν μέχρι της πλήρους επιλύσεως του προβλήματος, ήτις θα επιτευχθή δια της εγκαταστάσεως μίας εισέτι στροβιλογεννητρίας 30.000 χιλιοβάτ εν συνδυασμώ με τας υδροηλεκτρικάς εγκαταστάσεις.”
Και προειδοποιούσε για αυτό που ερχόταν. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά “Είμαι αποφασισμένος όπως, εν περιπτώσει μη ικανοποιητικής απαντήσεως, φέρω το ζήτημα εις το Υπουργικόν Συμβούλιον και εισηγηθώ τας ενδεικνυόμενας επί του προκειμένου λύσεις.” Η απειλή δεν άργησε να υλοποιθεί.
Στις 30 Αυγούστου του 1948 εισηγείται στο υπουργικό συμβούλιο την ψήφιση νόμου “επί τη βάσει του οποίου το Κράτος θα δικαιούται να επιδιώξη την αναπροσαρμογήν όλων εν γένει των συμβάσεων, αίτινες συνήφθησαν μεταξύ αυτού και τρίτων, προ του πολέμου και δια των οποίων παραχωρείται η προνομιακή εκμετάλλευσις δημοσίων υπηρεσιών ή έργων κοινής ωφελείας”.
Ο διευθυντής της εταιρείας, Κεμπ, ανακοίνωσε την 1η Σεπτεμβρίου, τη λειτουργία εντος των προσεχών ημερών τέταρτου στροβίλου στο εργοστάσιο Κερατσινίου με απόδοση 15.000 κιλοβάτ την ώρα. Αυτό όμως δεν αρκούσε και ο Καρμανλής αντιμετώπιζε σφόδρα κριτική από τον τύπο της εποχής με χαρακτηριστική φράση ότι “εκοιμήθη επί του Ολύμπου των δαφνών του”.
Καθώς οι Βρετανοί δεν έδειχναν διάθεση μεταμέλειας, ο Καραμανλής καταθέτει στις 16 Οκτωβρίου 1948 στη Βουλή νομοσχέδιο “περί αναπροσαρμογής των μεταξύ Κράτους και τρίτων συμβάσεων παραχωρήσεως προνομίου εκμεταλλεύσεως δημοσίων υπηρεσιών ή έργων κοινής ωφέλειας”. Με το νομοσχέδιο αυτό φωτογραφίζει την Βρετανική Ηλεκτρική Εταιρεία. Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1948 η κρίση θα έφτανε στο αποκορύφωμά της.
Όπως θα έγραφε αργότερα ο ίδιος ο Καραμανλής, ένα μήνα αφότου είχε καλέσει το διευθυντή της εταιρείας για να ζητήσει ενίσχυση των εγκαταστάσεων της, το Συμβούλιο του Λονδίνου απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να διαθέσει τα αναγκαία κεφάλαια και ζήτησε να καλυφθούν από την αμερικανική βοήθεια.
Ο Καραμανλής, στο άκουσμα της απόφασης αυτής, εισηγήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο να συνδυαστεί η χρηματοδότηση προς την εταιρεία με την αναθεώρηση της συμβάσεως. Εξηγώντας μάλιστα αυτή του την εισήγηση, έλεγε ότι τα κεφάλαια που θα διατίθεντο στην Εταιρεία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από άλλους τομείς της οικονομίας. Ο Καραμανλής θεωρούσε ότι η σύμβαση ήταν ούτως ή άλλως επαχθής και είχε καταστεί δύσκολη η εφαρμογή της με τις μεταπολεμικές συνθήκες.
Η Εταιρεία αντέδρασε έντονα και ζήτησε την επέμβαση της αγγλικής κυβέρνησης. Την ίδια ημέρα μάλιστα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών έκανε διάβημα προς τον ευρισκόμενο εις το Λονδίνο Κ.Τσαλδάρη και ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα προς τον πρωθυπουργό Θ.Σοφούλη. Και οι δυο παρακάλεσαν τον Καραμανλή να αφήσει το θέμα.
Εκείνος όμως θεωρούσε ότι ήταν τόσο δίκαιη η θέση της κυβέρνησης ώστε ήταν βέβαιος πως η βρετανική κυβέρνηση θα εδέχετο την πρόταση του εάν του δινόταν η ευκαιρία να την εξηγήσει. Ο Σοφούλης κανόνισε να συναντηθεί ο Καραμανλής με τον Βρετανό πρέσβη Νόρτον.
Ο Σερραίος προσπάθησε να πείσει τον πρέσβη Νόρτον ότι η αναθεώρηση της σύμβασης στην πραγματικότητα συνέφερε την Εταιρεία, η οποία βρισκόταν σε συνεχείς διενέξεις με την κυβέρνηση λόγω των αναχρονιστικών διατάξεων της σύμβασης. Ο πρέσβης όμως δήλωσε στον Καραμανλή ότι για τη βρετανική κυβέρνηση ήταν θέμα αρχής να μην αλλάξει η σύμβαση. Ο Καραμανλής επέμεινε. Όμως ο πρέσβης, όπως έγραφε ο Καραμανλής, “προσέθεσε κατά τρόπον προκλητικόν ότι δεν έπρεπε να λησμονήται το γεγονός ότι η αγγλική κυβέρνησις συμπαρίσταται στην Ελλάδα κατά τις δυσκόλους εκείνας στιγμάς”.
Ο Καραμανλής αγανάκτησε. Σηκώθηκε απότομα όρθιος και έβαλε τέλος στη συζήτηση, λέγοντας στον πρέσβη ότι κάνει λάθος εάν πιστεύει ότι η χώρα του μπορεί να μεταχειρίζεται σαν αποικία την Ελλάδα. Έξαλλος ο πρέσβης τηλεγράφησε στο Λονδίνο και κατηγόρησε τον Καραμανλή ότι του φέρθηκε σκαιά. Ο Τσαλδάρης ανάστατος τηλεφώνησε στον Καραμανλή από το Λονδίνο.
Ο Σοφούλης όταν ενημερώθηκε από τον Καραμανλή για τη συζήτηση με τον πρέσβη του είπε: “καλά του έκανες, αλλά ανεξαρτήτως αυτού πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να διευθετήσουμε το θέμα, γιατί υφιστάμεθα μεγάλη πίεση”. Ο Καραμανλής ξεκαθάρισε πως για λόγους ουσίας και φιλοτιμίας δεν θα αλλάξει τη θέση του και είπε στον πρωθυπουργό πως επειδή κατανοεί τη δύσκολη θέση της κυβέρνησης θα υποβάλλει την παραίτηση του. Ο Σοφούλης του απάντησε: “Ας περιμένουμε λίγες μέρες και τα ξαναλέμε”.
Μία εβδομάδα μετά έγινε ευρύς ανασχηματισμός. Ζητήθηκε από τον Καραμανλή να αναλάβει το υπουργείο Προνοίας με το επιχείρημα ότι η παρουσία του εκεί εθεωρείτο απαραίτητη “λόγω του οξύτατου προβλήματος των συμμοριόπληκτων”. Εκείνος δέχθηκε, αλλά ζήτησε να μην εγκαταλειφθεί η πολιτική της αναθεώρησης της σύμβασης. Φυσικά αυτό δε συνέβη.
Έτσι ο Καραμανλής έκλεισε ανοιχτούς λογαριασμούς με τη βρετανική εταιρεία όταν ξήλωσε το τραμ και δεν ξέχασε ένα πολύτιμο μάθημα: Πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργεί αποδοτικά εάν ορισμένοι κρίσιμοι τομείς δε βρίσκονται υπό κεντρικό κρατικό έλεγχο. Εκείνη την εποχή η ανεξέλεγκτη Πάουερ εμπόδιζε τη βιομηχανική δραστηριότητα και άρα την καπιταλιστική ανάπτυξη. Το παράδειγμα των γραμμών τυο Τραμ θα πρέπει να λειτουργήσει ως παράδειγμα σε όσους απεχθάνονται τον κρατικό παραμβατισμό, τους νεοφιλελεύθερους της εποχής μας. Ο Καραμανλής δε δίστασε να τα βάλει με το κεφάλαιο και ανεξαρτήτως εαν το έκανε σωστά, εν μια νυχτί ξήλωσε το Τραμ της Αθήνας και μαζί με αυτό την ασυδοσία μιας εταιρείας που ήθελε να επιβάλλει τους δικούς τις κανόνες σε μια χειμαζόμενη χώρα.

Η λύση Καραμανλή στο ζήτημα της υδροδότησης της Αθήνας
Στις 23 Ιουνίου του 1954 το κυβερνητικό συντονιστικό συμβούλιο κάνει δεκτή την εισήγηση Καραμανλή και επιλέγει οριστικά τη λύση της Υλίκης για την ύδρευση του λεκανοπεδίου. Το έργο περατώθηκε σε τρία χρόνια (και ενώ ο Καραμανλής ήταν πλέον πρωθυπουργός) ακριβώς πάνω στην ώρα: όταν έφτασαν τα πρώτα νερά της Υλίκης η λίμνη του Μαραθώνα είχε σχεδόν αποξηρανθεί.
“Άξιον ιδιαιτέρας μνείας είναι το έργον της υδρεύσεως των Αθηνών, διότι είναι χαρακτηριστικό του αυδηριτισμού των Ελλήνων” έγραφε χρόνια αργότερα ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενθυμούμενος μία επιστημονική (και όχι μόνον) κόντρα που λίγο έλειψε να στεγνώσει την Αθήνα.
Από τότε που διεφάνη ότι ο Μαραθώνας παρόλα τα συμπληρωματικά έργα δε θα επαρκούσε, οι τεχνικοί είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία με επικεφαλής την Εταιρεία Υδάτων υποστήριζε την ύδρευση της Αθήνας από τον Παρνασσό, η άλλη από την Υλίκη, φτάνοντας μέχρι και στα δικαστήρια. Αλλά και όταν επικράτησε η λύση της Υλίκης, άρχισε νέος καυγάς για τη χάραξη του υδραγωγείου, δηλαδή εάν θα έπρεπε να επιλεγεί η παρευβοϊκή ή η βοιωτική διαδρομή. Η συζήτηση είχε κρατήσει οκτώ ολόκληρα χρόνια και εν τω μεταξύ τα αποθέματα νερού της πρωτεύουσας τελείωναν.
Όταν ο Καραμανλής ανέλαβε το υπουργείο άκουσε και τις δύο πλευρές και διαπίστωσε ότι εκτός από τις επιστημονικές διαφορές υπήρχε το πείσμα και το συμφέρον. Ανέθεσε στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου να εξετάσει το θέμα και μελετώντας το χάρτη αναρωτήθηκε εάν εξετάσθηκε η δυνατότητα συντομότερης χάραξης. Έδωσε στη συνέχεια εντολή να μελετηθεί αυτή η λύση γρήγορα και κρυφά. Σε ένα δίμηνο ήταν έτοιμη η προμελέτη που απέδειξε ότι όχι μόνο ήταν δυνατή η ενδιάμεση χάραξη, αλλά θα ήταν και πολύ φθηνότερη διότι θα είχε το μισό μήκος της παρευβοϊκής διαδρομής.
Ο Καραμανλής πήρε το ρίσκο να δημοπρατήσει το έργο χωρίς να περιμένει την τελική μελέτη, πριν ξεσπάσει νέος καυγάς. Η αποφασιστικότητα και η αυταρχικότητα του, έδωσε τη λύση μετά από οκτώ χρόνια διαμάχης για μια σταγόνα νερό. Το έργο ολοκληρώθηε κυριολεκτικά μια ημέρα πριν στεγνώσει η πρωτεύουσα.
Η πρώτη ανάθεση πρωθυπουργίας στον Καραμανλή
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέκτησε πανελλήνια εμβέλεια ως υπουργός Δημοσίων Έργων (Νοέμβριος 1952-Οκτώβριος 1955) και Συγκοινωνιών (Δεκέμβριος 1954-Οκτώβριος 1955), στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού υπό τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952), προωθώντας με ενεργητικότητα ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων έργων, με ασυνήθιστη ταχύτητα και τραχύτητα για την ελληνική κρατική μηχανή και τα ελληνικά πολιτικά ήθη.
Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, ο βασιλιάς Παύλος Α΄, την επομένη του θανάτου του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου μετά από πολύμηνη ασθένεια, ανέθεσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης από το κόμμα της πλειοψηφίας, στον Καραμανλή. Ο διορισμός του προκάλεσε γενική έκπληξη στην κοινή γνώμη, η οποία ανέμενε ότι η διαδοχή θα κριθεί μεταξύ των δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, δηλαδή του Στέφανου Στεφανόπουλου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο Καραμανλής, αν και διακεκριμένος υπουργός, δεν διέθετε κατά πολλούς ακόμα ηγετική εικόνα και δεν θεωρούνταν υποψήφιος για τη διαδοχή, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ορισμένες ενδείξεις στον Τύπο των Αθηνών, ιδίως το τελευταίο εικοσαήμερο προ του θανάτου του Παπάγου.
Υπήρχαν όμως τρεις βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον βασιλιά στην επιλογή του Καραμανλή. Οι δύο αντιπρόεδροι ήταν μεταξύ τους ανταγωνιστικοί και η επιλογή του ενός ή του άλλου θα μπορούσε να δοκιμάσει τη συνοχή του Συναγερμού. Στο επικρατούν αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, το στέμμα εκτιμούσε ότι η συνοχή του Συναγερμού αποτελούσε το μόνο αξιόπιστο πολιτικό ανάχωμα έναντι της αριστεράς, σε αντίθεση με το κέντρο που ήταν πολυδιασπασμένο, με τμήματά του να πραγματοποιούν ή να επιδιώκουν συνεργασίες με την αριστερά. Επίσης, οι δύο αντιπρόεδροι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς, αφού ο Στεφανόπουλος βαρυνόταν ως υπουργός Εξωτερικών με τον ανεπιτυχή χειρισμό του Κυπριακού, που είχε οξυνθεί μετά και το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955 και ο δε Κανελλόπουλος, όπως άλλωστε και ο Στεφανόπουλος, δεν διέθετε την εικόνα ισχυρού πολιτικού που θα ήταν σε θέση να ελέγξει την κατάσταση και να δώσει συγκεκριμένη κατεύθυνση στο κυβερνητικό έργο.
Ο βασιλιάς πίστευε ακόμα ότι όποια άλλη επιλογή θα ήταν κατ’ ανάγκη προσωρινή, ενώ ο Καραμανλής όντας νέος και με ήδη επιτυχημένο έργο,σε ηλικία 48 ετών θα μπορούσε να δώσει την εικόνα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, το οποίο αναλωνόταν συχνά σε ατέρμονες διαμάχες μεταξύ γνωρίμων με προφανείς επιπτώσεις στην κυβερνητική σταθερότητα.
Η επιδίωξη της κυβερνητικής σταθερότητας είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στον πολιτικό προβληματισμό της εποχής και διαπερνούσε τη σκέψη των πολιτικών παραγόντων, κοινοβουλευτικών και μη. Η οικονομική ανάπτυξη, τόσο καθεαυτή όσο και ως μέσο για την κοινωνική σταθεροποίηση και την ανακοπή της ανόδου της αριστεράς, αποκτούσε κεντρική σημασία, και προϋπόθεσή της ήταν η κυβερνητική σταθερότητα.
Τέλος, ο χειρισμός του Κυπριακού ήταν ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας, που βάραινε στην επιλογή του βασιλιά. Ο στρατάρχης Παπάγος είχε επιδιώξει να θέσει το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα στο διμερές πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων, ελπίζοντας σε φιλική διευθέτηση του ζητήματος. Η ωμή απόρριψη του αιτήματός του από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Σεπτέμβριο του 1953, ώθησε τον Παπάγο σε διεθνοποίηση του ζητήματος μέσω προσφυγής στον ΟΗΕ.
Η προσφυγή δεν τελεσφόρησε, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπισε την αρνητική στάση των ΗΠΑ, που έδιναν έμφαση στην ανάγκη διατήρησης της βρετανικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο και της ελληνοτουρκικής συνεργασίας ως προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο τουρκικός παράγοντας αποκτούσε βαρύνουσα σημασία για τη δυτική στρατηγική και η τουρκική αντίθεση οξύνθηκε, επηρεάζοντας αρνητικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ελληνική μειονότητα.
Η ελληνική κοινή γνώμη και τμήματα των πολιτικών δυνάμεων της μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης υιοθέτησαν σταδιακά κριτική στάση έναντι τόσο της αμερικανικής πολιτικής όσο και αυτού που θεωρούσαν ως αποτυχημένη πολιτική προώθησης της εθνικής διεκδίκησης από την κυβέρνηση του Συναγερμού. Αυτό που τίθετο υπό αμφισβήτηση δεν ήταν ένας μεμονωμένος χειρισμός εξωτερικής πολιτικής, αλλά το θεμέλιο της μετεμφυλιακής πολιτικής διευθέτησης.
Ο Καραμανλής, τον Σεπτέμβριο του 1955, επέκρινε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την πολιτική της κυβέρνησης Παπάγου ως μαξιμαλιστική. Βασική παραδοχή της θέσης του ήταν ότι η Αθήνα δεν μπορούσε να επιδιώξει άμεσα την αυτοδιάθεση, δηλαδή την ένωση, αλλά έπρεπε να αρκεστεί για ένα απροσδιόριστο διάστημα σε καθεστώς ευρείας αυτοκυβέρνησης της Κύπρου υπό βρετανική κυριαρχία.
Η αμερικανική συναίνεση ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία των επιδιώξεων της Αθήνας και η Ουάσινγκτον είχε ταχθεί εξαρχής εναντίον της ελληνικής πολιτικής διεθνοποίησης του θέματος. Συνεπώς η ελληνική πολιτική έπρεπε να κατατείνει στην επίτευξη του περιορισμένου, αλλά εφικτού στόχου της αυτοκυβέρνησης με την αμερικανική συμπαράσταση, ώστε να αποφευχθεί μια μείζων εμπλοκή στο εξωτερικό πεδίο με διαλυτικές συνέπειες και στο εσωτερικό.
«Καλούμεθα να επιλέξωμεν μεταξύ μιας αδιαλλάκτου πολιτικής με κίνδυνον να επαυξήσωμεν τας σημερινάς μας δυσχερείας και μιας ηπίου πολιτικής με αποτέλεσμα να υποστώμεν εθνικήν ταπείνωσιν και να απογοητεύσωμεν τον ελληνικόν λαόν. Από το αδιέξοδον αυτό δεν δυνάμεθα να εξέλθωμεν ει μη μόνον εάν προκαλέσωμεν μιαν άμεσον παρέμβασιν της Αμερικής, η οποία να ικανοποιή ουσιαστικώς και ηθικώς την Ελλάδα».
Οι αντιλήψεις του στέμματος συνέτειναν προς την εκδοχή των αντιλήψεων του Καραμανλή για την ανάγκη διευθέτησης του Κυπριακού εντός του συμμαχικού πλαισίου, όπως άλλωστε και οι αντιλήψεις του αμερικανικού παράγοντα, ισχυρού στο ελληνικό μετεμφυλιακό πλαίσιο.
Οι Αμερικανοί μάλιστα σημείωναν με ικανοποίηση τη σχετική θέση του Καραμανλή τον Σεπτέμβριο του 1955 και λάμβαναν υπόψη την πιθανότητα ανόδου του στην πρωθυπουργία. Ανεξάρτητα δε από το γεγονός του χρόνου που επέλεξε ο βασιλιάς για τον διορισμό του, είναι πολύ πιθανό οι ίδιοι οι Αμερικανοί να μην προεξοφλούσαν την προώθηση του Καραμανλή στην πρωθυπουργία ευθύς μετά τον θάνατο του Πανάγου.
Ο αμερικανικός παράγοντας όμως υποδέχτηκε με ικανοποίηση τον διορισμό του Καραμανλή, καθώς εκτιμήθηκε ότι αποτελούσε τη μόνη διαθέσιμη λύση για την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας, την οποία κατά τις αντιλήψεις της Ουάσινγκτον δεν πρόσφερε το πολυδιασπασμένο κέντρο. Επίσης ο αμερικανικός παράγοντας λάμβανε υπόψη του ότι ο Καραμανλής είχε επιδείξει διοικητική ικανότητα και πειθαρχημένη και αποτελεσματική εργασία, που ήταν αναγκαία στοιχεία για την επιτυχή προώθηση ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης που θα επιτύγχανε σε μακροπρόθεσμη βάση κοινωνική σταθερότητα και εξουδετέρωση της αριστεράς.
Βέβαια ο Καραμανλής δεν είχε στόχο την εξουδετέρωση της αριστεράς αλλά την αστικοποιησή της και την ένταξη στην κοινωνία και αυτό βέβαια καθώς και άλλα πολλά τον έφερε σε σύγκρουση λίγο αργότερα με την Αμερική.
Το 1955 λοιπόν ο Καραμανλής γίνεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός σχηματίζοντας κυβέρνηση και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, όπου σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Σε αυτές τις εκλογές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο του όνομα, δηλαδή την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος. Το όνομα ΕΡΕ θα έμενε στη δεξιά παράταξη μέχρι το 1967, που επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία. Με το τριφασικό σύστημα, παρόλο που η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρ. Ένωση 48,15%) κατάφερε να κερδίσει την κυβερνητική πλειοψηφία.
Η ΕΡΕ σε εκείνες τις εκλογές επωφελήθηκε από την ψήφο του στρατού, που ήταν μαζικά υπέρ της, καθώς εξασφάλισε 10 έδρες. Το αποτέλεσμα που ήταν ευνοϊκό βέβαια για τον Καραμανλή, καθώς εξασφάλιζε τη συνέχιση της διακυβέρνησης, δεν ήταν πολιτικά επαρκές, καθώς η κυβέρνησή του θα αντιμετώπιζε την επόμενη διετία συνεχείς επικρίσεις αλλά και εγγενή αστάθεια, που προέκυπτε από το γεγονός ότι είχε μειοψηφήσει και ταυτόχρονα είχε υποστηριχτεί από τον στρατό.
Ανεξάρτητα πάντως από τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος υπέρ του, ο Καραμανλής είχε επιτύχει την προσωπική του καθιέρωση ως ηγέτη της δεξιάς. Είχε συγκεντρώσει την προτίμηση των ψηφοφόρων που ήταν ανήσυχων από τη συνεργασία του κέντρου με την κομμουνιστική αριστερά μόλις επτά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, και είχε γίνει ο άξιος συνεχιστής τού Ελληνικού Συναγερμού χωρίς σημαντικές απώλειες. Η ΕΡΕ είχε πλειοψηφήσει στην ύπαιθρο και τα μικρά αστικά κέντρα και ήταν πολύ ισχυρή στη βόρεια Ελλάδα, στην οποία είχε διεισδύσει το 1951-1952 ο συναγερμός.
Εκλογές του 1958
Στις εκλογές του 1958 η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,4%. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονη ανησυχία στην κυβέρνηση της ΕΡΕ, η οποία αντέδρασε άμεσα συγκροτώντας μυστική επιτροπή στα πλαίσια του σχεδίου «Περικλής» στην οποία συμμετείχαν οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Γεωργαλάς και Λευτέρης Σταυρίδης. Σκοπός του «Περικλή» ήταν ο περιορισμός της επιρροής της ΕΔΑ και η εφαρμογή του θα είχε βαθειά χρονική διάρκεια.
Επιπλέον η ΕΡΕ χρηματοδότησε διάφορους αντικομμουνιστικούς, συντηρητικούς και εθνικιστικούς κύκλους, κυρίως δημοσιογραφικούς, σπαταλώντας μάλιστα μεγάλο μέγεθος οικονομικών πόρων. Τελικά το σχέδιο βρήκε ανοιχτή εφαρμογή στις εκλογές του 1961, που ονομάστηκαν εκλογές βίας και νοθείας. Εντούτοις, το σχέδιο καταγγέλθηκε από την ΕΔΑ και την Ένωση Κέντρου. Παρά ταύτα, η ΕΡΕ διατήρησε επαφές με διάφορους ακροδεξιούς κύκλους, κυρίως με παρακρατικές οργανώσεις (π.χ. Οργάνωση Καρφίτσα).
Ωστόσο, η κατάσταση θα ξέφευγε από τον έλεγχο της ΕΡΕ το 1963 όταν θα δολοφονούνταν από την οργάνωση Καρφίτσα ο Γρηγόρης Λαμπράκης, βουλευτής της ΕΔΑ και θα τραυματιζόταν ο Γιώργος Τσαρουχάς.
Τότε, ο Καραμανλής θα αναφωνούσε το περίφημο Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο θέλοντας έμμεσα να στιγματίσει το παλάτι και την Φρειδερίκη. Αυτό το γεγονός θα τον ανάγκαζε αργότερα να αλλάξει την στάση του έναντι της αριστεράς.
Υπόθεση Μέρτεν
Τον Νοέμβριο του 1958 λαμβάνει διαστάσεις η Υπόθεση Μέρτεν, που αφορούσε τον Μαξ Μέρτεν, αξιωματικό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ κατέθεσε και ψήφισε νομοσχέδιο, με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και κρατούνταν σε ελληνικές φυλακές.
Οι ενέργειες της Κυβέρνηση Καραμανλή πραγματοποιήθηκαν υπό την υπόδειξη των Γερμανών καθώς το φθινόπωρο του 1958 έγινε η σύναψη δανείου της Ελλάδος από την Γερμανία ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.
Η πορεία μεταξύ 1959-1961
Το 1959 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνυπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τις αρχές του 1959 το συντονισμό της αντικομμουνιστικής κρατικής προπαγανδιστικής δραστηριότητας ανέλαβε η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ) που υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, το οποίο κρίθηκε αρμοδιότερο για αυτό το έργο. Για να μπορέσει η ΓΔΤΠ να ανταποκριθεί στην αποστολή της, για την οποία προσλάμβανε συνεργάτες που ειδικεύονταν στην αντικομμουνιστική δράση, όπως ο Ελευθέριος Σταυρίδης και ο Γεώργιος Γεωργαλάς, τριπλασιάστηκαν από 27 σε 77 εκ. δραχμές τα μυστικά κονδύλια που της χορηγούνταν.
Για καλύτερη συγκέντρωση των σχετικών αρμοδιοτήτων, ο σχεδιασμός και συντονισμός της πολιτικής της κυβέρνησης στον τομέα αυτό ανατέθηκε την άνοιξη του 1960 στη Διεύθυνση Πληροφοριών, που ανασυστάθηκε ως Υπηρεσία Πληροφοριών και επικεφαλής της οποίας ορίστηκε ένας απόστρατος αξιωματικός, πρώην στέλεχος του ΙΔΕΑ. Η οργανωτική ανεπάρκεια της Υπηρεσίας Πληροφοριών και η επικάλυψη των αρμοδιοτήτων της με συναφείς υπηρεσίες οδήγησε στη σύσταση το καλοκαίρι του 1960 μίας πρωτοβάθμιας επιτροπής με εισηγητικό χαρακτήρα και μίας Δευτεροβάθμιας Συντονιστικής Επιτροπής, που ιδρύθηκε με διάταγμα που εξέδωσε ο Καραμανλής ως ΥΠΕΘΑ.
Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή συγκροτούνταν από ανώτατα στελέχη του στρατού, των σωμάτων ασφαλείας και των υπηρεσιών πληροφοριών, όλοι τους πρώην μέλη του ΙΔΕΑ, μέλη του οποίου που παρά την αναστολή δράσης του συνέχιζαν συνωμοτικά σχέδια. Έργο της Δευτεροβάθμιας ήταν ο συντονισμός των υπηρεσειών «πληροφοριών και διαφωτίσεως» και η εισήγηση στην κυβέρνηση μέτρων σχετικών με τον «αντικομμουνιστικό αγώνα».
Στις 14 και 15 Φεβρουαρίου του 1961 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε το Λονδίνο, όπου είχε σημαντικές συνομιλίες με τον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Μακμίλαν, καθώς η μεν Ελλάδα ετοιμαζόταν να υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ, το δε Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμαζόταν να υποβάλει αίτηση ένταξης σε αυτήν. Στις 22 Μαΐου συναντήθηκε στην Αθήνα με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έδωσε τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχιστεί η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Από τις 12 έως τις 16 Απριλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφτηκε τον Καναδά, συζητώντας στην Οττάβα οικονομικά κυρίως θέματα με τον Καναδό πρωθυπουργό Τζον Ντιφενμπέικερ.
Στη συνέχεια επισκέφθηκε τις ΗΠΑ. Η χρονική και πολιτική συγκυρία της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσε ίσως να ήταν χειρότερη: έφτασε στην Ουάσινγκτον, προερχόμενος από τον Καναδά, την ημέρα που έγινε η εισβολή στην Κούβα χιλιάδων αντιπάλων του Φιντέλ Κάστρο, με ορμητήριο το Μαϊάμι και αμερικανική υποστήριξη. Παρ’ όλη την ενασχόλησή του όμως με την κρίση αυτή, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι όχι μόνο συναντήθηκε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 17 Απριλίου, αλλά και βρήκε τον χρόνο να έχει μαζί του δύο συνολικά μακρές συνομιλίες.
Θερμό ήταν το κλίμα όχι μόνο στις πολιτικές συζητήσεις αλλά και στη δεξίωση στην ελληνική πρεσβεία. Πριν από τη λήξη της επίσκεψης, στις 20 Απριλίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε στεφάνι στο εθνικό κοιμητήριο του Άρλινγκτον. Στο κοινό ανακοινωθέν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού «δια την απόφασιν των Ηνωμένων Πολιτειών να εξακολουθήσουν υποστηρίζουσαι τας προσπαθείας της Ελλάδος όσον αφορά την εκτέλεσιν των προγραμμάτων της οικονομικής αναπτύξεως».
Το σχέδιο «Περικλής» και οι εκλογές του 1961
Μετά την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου τον Ιούνιο του 1961 η κυβέρνηση Καραμανλή κατευθύνθηκε προς τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Τον Αύγουστο μετά από δύο συσκέψεις κυβερνητικών και στρατιωτικών, μία εκ των οποίων υπό την προεδρία του Καραμανλή, ανατέθηκε στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή η εισήγηση «το ταχύτερον» στην κυβέρνηση «των ενδεικνυόμενων μέτρων αντιδράσεως» με σκοπό τη συρρίκνωση του εκλογικού ποσοστού της ΕΔΑ και την ενίσχυση της ΕΡΕ.
Ο Καραμανλής ζήτησε την ένταση του ρυθμού λειτουργίας της Δευτεροβάθμιας, που συνεδρίασε τον Αύγουστο με στόχο να περιοριστεί το ποσοστό της ΕΔΑ κάτω από το 20%. Σε συνεδρίαση της Δευτεροβάθμιας στις 8 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκε ότι ο Καραμανλής είχε εγκρίνει «γενικώς το Σχέδιον» Περικλής του διοικητή της ΚΥΠ Νατσίνα. Ο Καραμανλής παραιτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου και ορίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Δόβα. Οι επόμενες εκλογές ορίστηκε να διεξαχθούν στις 29 Οκτωβρίου του 1961.
Η διεξαγωγή τους επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προηγούμενες και την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ. Η επίδοση της τελευταίας δημιούργησε κλίμα ιδιαίτερης ανησυχίας και στην κυβέρνηση και στο στέμμα και στο σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Η ενοποίση των δυνάμεων του κεντρώου χώρου ως στρατηγική επιλογή για τον περιορισμό της εκλογικής δύναμης της κομμουνιστικής αριστεράς πραγματοποιήθηκε μόλις την παραμονή της προκήρυξης των εκλογών υπό την ηγεσία του Γεώργιου Παπανδρέου και τη συμμετοχή του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Η υπηρεσιακή κυβέρνηση άφησε τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή με την ίδια σύνθεση να συνεχίσει απρόσκοπτη το έργο της να επηρεάσει τα αποτελέσματα των εκλογών. Η ΕΡΕ εξασφάλισε το 50,8% των ψήφων και 176 έδρες, έναντι 33,7% και 100 εδρών της συνεργασίας Ένωσης Κέντρου-Προοδευτικών και 14,6% και 28 εδρών του εκλογικού σχήματος ΠΑΜΕ που είχε συγκροτήσει η ΕΔΑ. Τα αποτελέσματα καταγγέλθηκαν από την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ ως προϊόν βίας και νοθείας και αποτέλεσαν την αφετηρία του ανένδοτου αγώνα που κήρυξε η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου.
Η δικαστική διερεύνηση δεν απέδειξε νοθεία των αποτελεσμάτων, αλλά κοινή πεποίθηση ήταν ότι στην προεκλογική περίοδο είχαν παρέμβει για να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα, σε έκταση ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας. Η παρέμβαση δεν αφορούσε μόνο την αριστερά, αλλά είχε επηρεάσει και την Ένωση Κέντρου, η οποία μετά από κάποια περίοδο επιφυλακτικής παρατήρησης των τεκταινομένων είχε καταγγείλει στον βασιλιά τις παρεμβάσεις και τελικά μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων τα αμφισβήτησε.
Σε σημειώματα της περιόδου 1966-1969 ο Καραμανλής αρνήθηκε ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του είχαν γνώση των σχεδίων για τη μείωση της εκλογικής δύναμης της ΕΔΑ στις εκλογές του 1961, που τα απέδωσε στα ανάκτορα και σε στελέχη του στρατού και ισχυρίστηκε ότι δεν αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της ΕΡΕ. Στις 31 Αυγούστου του 1962, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδέχθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Λίντον Τζόνσον, ο οποίος υποσχέθηκε δάνειο με ευνοϊκούς όρους και χορήγηση αεροσκαφών F-104.
Η τελευταία φάση της πρώτης πρωθυπουργίας του Καραμανλή συνυφαίνεται με την οξεία πολιτική κρίση, που έχει ως αφετηρία της τις αμφισβητούμενες εκλογές του Οκτωβρίου του 1961. Ο Καραμανλής υποστήριξε ότι ούτε ο ίδιος είχε σχεδιάσει και επιχειρήσει παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού στις εκλογές ούτε, εν πάση περιπτώσει, η αλλοίωση του αποτελέσματος ήταν τέτοια ώστε να θέτει υπό αμφισβήτηση την επικράτησή του.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1963 ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, άρχισε περιοδεία στη Δυτική Ευρώπη με στόχο, κυρίως, τη σύσφιξη των σχέσεων με την ΕΟΚ και την προώθηση οικονομικών επιδιώξεων. Πρώτος σταθμός της περιοδείας η Ολλανδία. Ακολούθησε το Λουξεμβούργο και τέλος η Γαλλία, όπου έγινε δεκτός από τον Σαρλ ντε Γκωλ.
Η Ελλάδα πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ (1962)
Στρατηγικός στόχος του ριζοσπαστικού ρεύματος του ελληνικού φιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του 1930, με βάση και τις παραδόσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η συμπόρευση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά και οικονομικοί. Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα, ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις – με τη συμμετοχή ιδίως των Ευάγγελου Αβέρωφ, Γιάγκου Πεσμαζόγλου και Ξενοφόντος Ζολώτα – υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η Συμφωνία προέβλεπε :
- κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών
- κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών
- σταδιακή υιοθέτηση του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ
- αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα
- εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική
οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.
Η Συμφωνία εκτελέσθηκε πράγματι, όχι χωρίς δυσχέρειες, μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε και ανεστάλη. Παρόλα αυτά θεωρείται πως αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, προς την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979, πάλι υπό την ευλογία του Καραμανλή.
Το έργο του Καραμανλή προ της δικτατορίας θεωρείται μεν αποφασιστικό για τη διαμόρφωση της Ελλάδος αλλά έχει αντιμετωπίσει έντονη κριτική λόγω του αντικομουνιστικού μένους, της μη επίλυσης του κυπριακού, της πολεοδόμησησ με την αντιπαροχή της Αθήνας και της μη αντιμετώπισης του παρακράτους. Για την Αθήνα ο Καραμανλής μεταδικτατορικά δεν άλλαξε στάση, για όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσαμε να πούμε ότι έκανε στροφή 180 μοιρών, κάτι βέβαια που επικρίθικε αυτή τη φορά από τους ακραίους.
Ο Καραμανλής μετά τη δικτατορία έβαλε τις θεμέλιες βάσεις για την ίδρυση της σύγχρονης Ελληνικής δημοκρατίας που βιώνουμε μέχρι σήμερα. Για αυτό ονομάστηκε εθνάρχης από τους φίλους του κόμματός του, της Νέας Δημοκρατία, ωστόσο όπως εξηγήσαμε στην αρχή ο όρος είναι υπερβολικός.
Ο Καραμανλής άλλωστε από τους επικριτές του και όχι άδικα θεωρείται ως ο καταστροφέας της Αθήνας με τον νόμο της αντιπαροχής, που όμως δεν ήταν δικός του, απλά ο ίδιος τον ενεργοποίησε και θεωρούμε πως μπορούσε να τον αλλάξει. Έπρεπε κατά τη γνώμη των επικριτών να διατηρήσει ζωντανό το ιστορικό κέντρο της Αθήνας με αναπαλαιώσεις και να δώσει αντιπαροχή με πολλούς περιορισμούς σε περιοχές έξω από το ιστορικό κέντρο.
Αυτή βέβαια η κριτική μπορεί να γίνεται σήμερα ευρέως αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι θα ερχόταν και πάλι σε σύγκρουση αν δεν ενεργοποιούσε την αντιπαροχή. Σε μια σύγκρουση που θα είχε έντονο ταξικό χαρακτήρα και μάλλον αυτή δεν θα μπορούσε την εποχή που θεσπίστηκε να αντιμετωπιστεί. Ο ίδιος πάντως στις επικρίσεις που δεχόταν στο θέμα αυτό απαντούσε σκωπτικά “Που θα τους έβαζα, στο κεφάλι μου;”. Η απάντηση ήταν ότι έπρεπε να αναπτύξει και την περιφέρεια ώστε να σταματήσει την αθρόα έλευση των Ελλήνων στην Αθήνα. Και αυτό όμως θα ήταν πεδίο σοβαρής σύγκρουσης.
Η αντιπαροχή και ο Καραμανλής
Η νομοθεσία της αντιπαροχής υπήρχε από το 1929. Ωστόσο η κατηγορία προς τον Καραμανλή είναι ότι επί πρωθυπουργίας του άρχισε η εκτεταμένη εφαρμογή του νόμου. Κριτική εξ αριστερών μάλιστα του προσάπτει ότι σκοπίμως έδωσε ώθηση στο ασφυκτικό κτίσιμο της Αθήνας μέσω της αντιπαροχής, ώστε να αλλάξει τις κοινωνικές σχέσεις και έτσι να εξαφανίσει τον κομμουνισμό, καθώς σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό οι άνθρωποι που θα έδιναν για αντιπαροχή το σπίτι τους και σε αντάλλαγμα θα έπαιρναν διαμερίσματα, θα μετατρέπονταν σε εισοδηματίες μικροαστούς και άρα ακόμη και εάν παρέμεναν αριστεροί, δε θα ήταν επικίνδυνοι.
Αυτή η κριτική μας βρίσκει σύμφωνους αλλά κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να αφεθεί το ζήτημα της αριστεράς και να κοιτάξουμε το εθνικό μας συμφέρον. Η αριστερά σωστά αστικοποιήθηκε, γιατί ήταν βέβαια και ο μόνος τρόπος τελικά να γίνει δεκτή από το σύστημα. Όμως η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει πολλά εαν δινόταν τα εχέγγυα στην επαρχία για την ανάπτυξή της. Η κριτική βέβαια αφορά ιδιως τόσο στα κέρδη των εργολάβων όσο και την έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού, που έκανε την Αθήνα αφόρητη πόλη.
Οι υποστηρικτές του Καραμανλή ωστόσο διαφωνούν με αυτή την κριτική, διότι πιστεύουν ότι η αντιπαροχή βοήθησε την Αθήνα σε μία δύσκολη εποχή, κατά την οποία συνέρρεαν στην πρωτεύουσα χιλιάδες από τη ρημαγμένη από τον εμφύλιο επαρχία. Ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κωνσταντίνος Δοξιάδης, έχει γράψει ότι η αντιπαροχή ουσιαστικά γιγαντώθηκε από την περίοδο 64-65 και έπειτα. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιον ειδικά επί Χούντας ότι η οικοδόμηση της Αθήνας έγινε ασφυκτική. Η αλήθεια είναι κάπου ενδιάμεσα.
Η “παλιά Αθήνα” είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει μορφή από την έλευση των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και ενδεχομένως δεν είναι τυχαίο ότι η αντιπαροχή νομοθετήθηκε το 1929. Μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, όταν η Αθήνα βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους Βρετανούς στο όνομα του αντικομμουνισμού, σημαντικός αριθμός σπιτιών στην πρωτεύουσα είχαν μείνει πια ερείπια. Ο εμφύλιος και ο τρόπος ανάπτυξης της βιομηχανίας, ωθούσαν όλο και περισσότερους κατοίκους της επαρχίας στην πρωτεύουσα.
Τα μετεμφυλιακά χρόνια η εσωτερική μετανάστευση συνεχίστηκε, όπως βέβαια και η μετανάστευση στο εξωτερικό. Η βοήθεια από το εξωτερικό (σχέδιο Μάρσαλ και άλλα) δεν επαρκούσε για ένα δημόσιο στεγαστικό πρόγραμμα καθώς στρεφόταν καταρχήν στις κατεστραμμένες υποδομές ενώ ούτε στόχευε και ούτε μοιραζόταν σωστά. Με την αντιπαροχή λύθηκε, με τον τρόπο που λύθηκε, το οικιστικό ζήτημα.
Στην επαρχία, άλλωστε το όνειρο των ανθρώπων ήταν να ζουν σε ένα σπίτι με ηλεκτρικό, τουαλέτα και τρεχούμενο νερό. Η αναπαλαίωση κόστιζε περισσότερο από το γκρέμισμα και το τσιμέντο και έτσι η αντιπαροχή ήταν η λύση αλλά όπως δυστυχώς επιβεβαιώθηκε η έλλειψη σχεδιασμού οδήγησε στην καταστροφή της Πρωτεύουσας. Ας συνεχίσουμε όμως την αφήγηση του βίου του
Ο Καραμανλής στο Παρίσι (1963-1974)
Μετά τη δολοφονία Λαμπράκη και την σκέψη του Καραμανλή για το ποιός κυβερνά τελικά αυτόν τον τόπο ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την φυγή του Καραμανλή από την εξουσία και από την Ελλάδα. Αυτό κόστισε στον Ελληνικό λαό, που του έφερε τη δικτατορία από την πίσω πόρτα με τον ίδιο άθελά του κατα τη γνώμη μας, να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Από τις εκλογές του 1958 και έπειτα ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και η οργάνωση ΙΔΕΑ ελέγχαν τον αντικομμουνιστικό αγώνα με τις ευλογίες του Καραμανλή. Ήταν το λεγόμενο σχέδιο Περικλής που συντάχθηκε υπό την καθοδήγηση του Καραμανλή ως σχέδιο σε περίπτωση Κομμουνιστικού κινδύνου, το οποίο σε μια περίοδο αστάθειας ο Παπαδόπουλος το εκμεταλλεύθηκε για να φέρει τα τανκς στην εξουσία.
Μετά την ήττα της ΕΡΕ το 1963 ο Καραμανλής παραιτήθηκε και μετέβη στο εξωτερικό με ψευδώνυμο, από το αεροδρόμιο του Ελληνικού και παρά την αντίθεση του Βασιλέως Παύλου. Αρχηγός τότε της ΕΡΕ ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που ήττήθηκε στις εκλογές της 17ης Φεβρουαρίου 1964 από την ΕΚ του Γ. Παπανδρέου.
Η ΕΡΕ πρωταγωνίστησε στις πολιτικές εξελίξεις και την διετία 1965-1967, μετά την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου (15 Ιουλίου 1965) και στις 3 Απριλίου 1967 ο αρχηγός της σχημάτισε κυβέρνηση με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου. Όμως τους πρόλαβε το πραξικόπημα των επίορκων αξιωματικών στις 21 Απριλίου 1967 και η ΕΡΕ όπως και όλα τα υφιστάμενα τότε πολιτικά κόμματα και πολιτικές οργανώσεις διαλύθηκε.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 μετέβαλε τα δεδομένα της ελληνικής πολιτικής, αλλά και σταδιακά ενίσχυσε τις πολιτικές προοπτικές του ίδιου του Καραμανλή. Ο Μακεδόνας πολιτικός κατέληξε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι η ομάδα των συνταγματαρχών απέβλεπε σε μονιμοποίηση του στρατιωτικού καθεστώτος, και ήδη από το Νοέμβριο του 1967 θα εκδηλωνόταν δημόσια εναντίον της δικτατορίας.
Ταυτόχρονα όμως επεξεργαζόταν τη στρατηγική της ομαλής εξόδου από το στρατιωτικό καθεστώς. Ο βασιλιάς μάλιστα ως σύμβολο της συνταγματικής νομιμότητας είχε θέση στις δηλώσεις του Καραμανλή εκείνης της περιόδου. Άλλα βασικά στοιχεία της πλατφόρμας του ήταν η ανάγκη νέας θεσμικής διευθέτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος, ώστε να αποφευχθεί αυτό που θεωρούσε εκφυλισμό του κοινοβουλευτικού συστήματος της προδικτατορικής περιόδου.
Η ανάγκη ομαλής διεξόδου από τη δικτατορία ως προϋπόθεση για την επιβίωση του αστικού καθεστώτος και η αποτροπή των ανεξέλεγκτων κινήσεων που θα δοκίμαζαν την κοινωνική συνοχή και ηρεμία, πρυτάνευε στον πολιτικό του λόγο. Όμως η ανησυχία, ιδίως από το 1973 και μετά, όταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποδέχτηκε τρία νέα μέλη, για την πιθανότητα αποκοπής της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, στην οποία απέδιδε στρατηγική σημασία έπειξε σημαντικό ρόλο στην στρατηγική του, που ήταν η συνεννόηση του πολιτικού κόσμου, ώστε να πειστεί και η Ουάσινγκτον, αναγκαίος παράγοντας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ότι υπήρχε εναλλακτική φιλοδυτική λύση στο στρατιωτικό καθεστώς.
Η επιστροφή από την Γαλλία
Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας υπό το βάρος του πραξικοπήματος στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο. Οι ιδιαίτερες συνθήκες με τις οποίες επήλθε η μεταπολίτευση, η ταχύτητα μεταβίβασης της εξουσίας από τους στρατιωτικούς και η συμφωνία τελικά του αστικού πολιτικού κόσμου προς το πρόσωπο του Καραμανλή, χωρίς να έχει επέλθει κοινωνική αποσταθεροποίηση και μαζική κινητοποίηση, επέτρεπαν στον Μακεδόνα πολιτικό να εφαρμόσει τη μετριοπαθή στρατηγική του, χωρίς την άμεση πίεση ριζοσπαστικών εναλλακτικών, τις οποίες θα επιδίωκε να προλάβει πριν από πιθανή εκδήλωσή τους και όχι να τις εξουδετερώσει μετά από αυτήν.
Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της χούντας των Συνταγματαρχών στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα με το αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας, το οποίο διέθεσε ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος. Το 1974 έγινε πρωθυπουργός με μεγάλη δημόσια υποστήριξη, κυρίως επειδή θεωρήθηκε ως η πιο βολική λύση για τις τότε (συντηρητικές) στρατιωτικές και οικονομικές ελίτ. Σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση εθνικής ενότητας προκειμένου να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην χώρα μας.
Στο συνταγματικό και πολιτειακό πλαίσιο ο Καραμανλής κινήθηκε ταχύτατα και επιδίωξε τη συμβολική και πραγματική αποκοπή από το θεσμικό πλαίσιο της δικτατορίας. Την 1η Αυγούστου μάλιστα επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις για τη βασιλεία, για την οποία επιφυλάχτηκε να κρίνει σε δημοψήφισμα.
Ο ίδιος ο Καραμανλής, όπως προκύπτει από την πορεία των εξελίξεων, δεν ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος έναντι του θρόνου, αν και τα στοιχεία που αφορούν τη στάση του δεν συγκροτούν σύνολο, αλλά αποσπασματικές επικρίσεις της στάσης του στέμματος το 1963, κατά τη διαφωνία του για την επίσκεψη στο Λονδίνο, ή το 1967, για τη μεθόδευση της αντιδικτατορικής κίνησης του βασιλιά, που έτεινε να αγνοεί τις υποδείξεις του Καραμανλή.
Ο Μακεδόνας πολιτικός απέφυγε πάντως να αντιταχθεί στη βασιλεία, καθώς ηγούνταν μιας παράταξης από παράδοση προσκείμενης στο στέμμα, απέφυγε επίσης οποιαδήποτε αναφορά στο πολιτειακό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 και στο δημοψήφισμα που ακολούθησε τήρησε ουδετερότητα, η οποία ερμηνεύτηκε από προσκείμενους στη βασιλεία ως αρνητική στάση έναντι του θρόνου.
Το χαμηλό ποσοστό υπέρ της βασιλείας (30,82%) και η χαμηλή επίδοσή της σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα απέδειξε ότι ο θεσμός είχε ασθενή βάση και ήταν αποκομμένος από τις δυναμικές τάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και δικαίωσε με α αυτό τον τρόπο τη στάση του Καραμανλή, του οποίου η παρέμβαση είναι αμφίβολο κατά πόσο θα είχε κρίνει το αποτέλεσμα υπέρ του στέμματος έστω και οριακά.
Ταυτόχρονα ο Καραμανλής ήταν σε θέση να συγκρατήσει στο νέο κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία, τον κύριο όγκο όσων ψήφισαν υπέρ της βασιλείας, αν και η δυσαρέσκεια ενός τμήματος των τελευταίων δεν ήταν άμοιρη πολιτικών συνεπειών στη συνέχεια. Ακόμα σημαντικότερη ιστορικά όμως ήταν η απόφαση του Καραμανλή να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας τον Σεπτέμβριο του 1974.
Η απόφασή του σήμαινε ότι το πολιτικό σύστημα θα λειτουργούσε χωρίς τους αποκλεισμούς του παρελθόντος και ότι οι πολιτικές τάσεις της χώρας θα διαγράφονταν αποκλειστικά στο πολιτικό πεδίο, καθώς η νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε. συνοδευόταν από την κατάργηση των διοικητικών διακρίσεων και αυταρχικών πρακτικών της προδικτατορικής περιόδου, όπως τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και οι εκτοπίσεις.
Η κίνηση του Καραμανλή πρόδιδε και την αυξημένη αυτοπεποίθηση του ιδίου, την οποία δεν συμμεριζόταν πάντοτε το κόμμα του οποίου ηγούνταν. Θεωρούσε ότι η πολιτική επιτυχία της συντηρητικής παράταξης και η εκλογική της επικράτηση δεν συναρτούνταν με τη χρήση του κρατικού μηχανισμού σε βάρος των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, καθώς όυτε και την ακραία χρήση αμφισβητούμενων συνταγματικών θεσμών, όπως το στέμμα. Θεωρούσε ότι η ιδεολογική της βάση, η παράδοσή της και η κυβερνητική της πολιτική μπορούσαν να αποτελέσουν την αποκλειστική βάση της πολιτικής της παρουσίας.
Στο θεσμικό λοιπόν επίπεδο, η συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που εξασφάλισε επέτρεψε στον Καραμανλή να κινηθεί με ταχύτητα για την κατάρτιση και την ψήφιση του νέου συντάγματος, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1975, και στο οποίο το δικαίωμα υποβολής προτάσεων δυσπιστίας περιοριζόταν, καθώς ο Μακεδόνας πολιτικός το θεωρούσε μέσο πόλωσης του πολιτικού κλίματος και παρεμπόδισης του κυβερνητικού του έργου.
Ο Καραμανλής δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία και ήταν αρχικά επιεικής με τα μέλη του πραξικοπήματος του 1967 που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στις Αρχές Ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις. Εντούτοις, τα περισσότερα υπολείμματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών, τα λεγόμενα «σταγονίδια», εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Ήταν ο πρωθυπουργός που συνέτεινε σε σημαντικά σημεία της διαδικασίας εκδημοκρατισμού και ειδικότερα σε αυτό της δίκης των δικτατόρων (στους οποίους αποδόθηκε η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε με πρωτοβουλία του ίδιου σε ισόβια φυλάκιση, απόφαση που προσπάθησε να εκτονώσει με τη φράση «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια»).
Στο ζήτημα της οργάνωσης των ελεύθερων κοινοβουλευτικών εκλογών, στο δημοψήφισμα του 1974 για την κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και τη σύνταξη και ψήφιση του συντάγματος του 1975 και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) έπαιξε σημαντικότατο ρόλο η αποφασιστικότητά του.
Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980.
Στον οικονομικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αν και όχι με τον ρυθμό των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ έγιναν και οι πρώτες μεγάλες κρατικοποιήσεις.
Στον τομέα των εξωτερικών, ο Καραμανλής προχώρησε σε άνοιγμα πρός τις χώρες του Ανατολικού μπλόκ και υπέγραψε σημαντικές συμφωνίες επισκεπτόμενος μια σειρά κρατών. Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί στην κρίση που σημειώθηκε στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974-1980).
Το 1980 παραιτήθηκε μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο πραγματικός όμως λόγος της παραίτησής του ήταν η διαφαινόμενη ήττα στις εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
Η δεύτερη πρωθυπουργία Καραμανλή, που συνυφαίνεται με την πρώτη και θεμελιώδη φάση της μεταπολίτευσης, συνιστά τομή τόσο ως προς την πολιτική σταδιοδρομία του ίδιου όσο και ως προς την ελληνική πολιτική. Τόσο το διεθνές όσο και το εσωτερικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο αλλά και ο ίδιος ο Καραμανλής είχαν διαφοροποιηθεί εμφανώς.
Ωστόσο, η δεύτερη πρωθυπουργία του αντιμετωπίστηκε από ορισμένους αντιπάλους του ως το ίδιο αμφιλεγόμενη με την πρώτη. Έτσι έγινε στόχος σφοδρής κριτικής από όλα τα κόμματα για την πολιτική του στην Κύπρο που θεωρήθηκε εξοργιστικά υποχωρητική και σε αυτό δε βοήθησαν και οι δικές του δηλώσεις ότι «η Κύπρος είναι μακριά».
Επίσης, κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε με σκανδαλώδη τρόπο τα κρατικά ΜΜΕ (ΕΡΤ) για την αυτοπροβολή του. Άλλες αστοχίες της περιόδου 1974-1980 ήταν το σκάνδαλο της διαρροής θεμάτων των πανελληνίων εξετάσεων τον Ιούνιο του 1979, με τον Καραμανλή να μην αποδέχεται την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Επίσης κατηγορήθηκε για τις καταστρεπτικές πυρκαγιές στην Πάρνηθα το 1977, με 5.000 στρέμματα δάσους να καίγονται, την κατάργηση του τροχιόδρομου Περάματος, που ήταν το τελευταίο τροχιοδρομικό σύστημα στην Ελλάδα μέχρι την επαναλειτουργία του τραμ το 2004, επί κυβερνήσεως του ανηψιού του.
Η αδυναμία (κατ’ άλλους, αδιαφορία) του Καραμανλή και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, απόστρατου Στρατηγού Αναστάσιου Μπάλκου, να διώξουν χουντικούς αξιωματικούς από την Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή ήταν επίσης ένα μειονέκτημα εκείνη την περίοδο. Ο Καραμανλής όμως θα γινόταν ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός που θα επισκέπτονταν την Κομμουνιστική Μόσχα το 1979.
Η επίσκεψη στη Μόσχα το 1979
Στη Μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1979 έγινε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφτηκε τη Μόσχα για επαφές με την τότε ηγεσία της ΕΣΣΔ υπό τον Λεονίντ Μπρέσνιεφ. Στην προδικτατορική περίοδο ήταν πάλι επί των ημερών της πρωθυπουργίας του τότε αρχηγού της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης το 1956 όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσκεψη σοβιετικού υπουργού στη χώρα μας, του υπουργού εξωτερικών Σεπίλοφ.

Οι εκεί επαφές του με τον Μπρέσνιεφ και τα άλλα μέλη της Σοβιετικής ηγεσίας δεν θύμιζαν σε τίποτα το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Μάλιστα οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών Καραμανλής και Κοσύγκιν υπέγραψαν και κοινή δήλωση!
Άλλωστε είχαν μεσολαβήσει πάρα πολλά κατά την 7χρονη χούντα που κατέδειξαν με τραγικό τρόπο για τα εθνικά συμφέροντα τη χρεοκοπία της στρατηγικής που ακολούθησε ο αστικός πολιτικός κόσμος μετά τον εμφύλιο. Η ίδια η επιβολή της δικτατορίας και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι η κορωνίδα αυτής της χρεοκοπίας.
Ο Καραμανλής υποχρεώθηκε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Άλλωστε στο κατ’ εξοχήν εθνικό μας θέμα το Κυπριακό, η ΕΣΣΔ ήταν ο πιο πιστός σύμμαχος του Κυπριακού λαού για ανεξαρτησία ενώ την ίδια στιγμή αυτός ο αγώνας υπονομεύονταν από τους δυτικούς συμμάχους της Ελλάδας και ιδίως από το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς και Βρετανούς που στήριζαν την Τουρκία.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καραμανλής μεταπολιτευτικά προχώρησε και στην προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ήταν ακριβώς η περίοδος εκείνη όπου το ΠΑΣΟΚ υιοθετούσε τα συνθήματα του ΚΚΕ κατά της ΕΟΚ και κατά του ΝΑΤΟ και τα οποία έβρισκαν τουλάχιστον μεγάλη απήχηση μέσα στην κοινωνία, σε βαθμό που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλειοψηφικά. Βεβαίως ο Καραμανλής δεν δίστασε ακόμα και τότε να απαντήσει στον Παπανδρέου μέσα στη βουλή ότι «η Ελλάς ανήκειν εις την Δύσιν».
Το 1991 ο Καραμανλής ως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας πια, θα εκπλήξει πάρα πολλούς στην παράταξή του, τη ΝΔ, αποτιμώντας αρνητικά ως εξέλιξη την διάλυση της ΕΣΣΔ και την ήττα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου παγκοσμίως, καθώς θα τονίσει ότι ο «καουμπόυς», δηλαδή οι ΗΠΑ θα μείνουν χωρίς αντίπαλο δέος και θα κάνουν ότι θέλουν στον κόσμο!. Κάτι που εντέλει έγινε…
Πρόεδρος της δημοκρατίας και η σύγκρουση με το ΠΑΣΟΚ
Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τον Χρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής τότε επέκρινε τη στάση αυτή του Παπανδρέου, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση.
Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα είπε την περίφημη φράση: «η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο». Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Το τέλος
Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει 8 έτη υπουργός, 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη μέρος της ενεργού πολιτικής.
Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου. Στις 23 Απριλίου του 1998 και σε ηλικία 91 ετών έφυγε από τη ζωή μετά από σύντομη περίοδο ασθένειας. Η κηδεία του έγινε με πλήθος κόσμου ενώ το πολιτικό του αρχεί φυλάσσεται στο ίδρυμα Καραμανλή που το είχε ιδρύσει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το 1983.
Στιγμές από την κηδεία