Όταν η ιστορία κάνει επικίνδυνους κύκλους

Γράφει ο Στέφανος Καραπέτης

Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι με τα γεγονότα της Ουκρανίας, είμαστε όλοι προβληματισμένοι με το γεγονός της αποστολής αμυντικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, την ώρα που η Ευρώπη και οι ΗΠΑ και βεβαίως και το ΝΑΤΟ διστάζει.

Όταν η ιστορία κάνει επικίνδυνους κύκλους
Η υπό τον λοχαγό Χριστόπουλο διλοχία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στους αυτοκρατορικούς στρατώνες Οδησσού – 1919

Η Ιστορία είναι μια ανάποδη προφητεία λένε και μάλλον έχουν δίκιο, ελπίζω να μην επιβεβαιωθώ σε τίποτα από όσα θα σας διηγηθώ παρακάτω, αν και οι ενδείξεις δείχνουν πως σε μεγάλο βαθμό θα επιβεβαιωθώ. Η Ελλάδα μπήκε στη λίστα με τις εχθρικές χώρες της Ρωσίας. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Λαβρόφ που θεωρείται από τους πιο προσεκτικούς υπουργούς εξωτερικών, αποκάλεσε τα κατεχόμενα με το όνομα που τα αποκαλεί μόνο η Τουρκία, Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου. Αυτό όμως που θέλω να γράψω δεν είναι το τι συμβαίνει τώρα, αλλά το τι συνέβη έναν περίπου αιώνα πριν.

Τον Σεπτέμβριο που μας έρχεται θα κλείσουμε έναν αιώνα από την μικρασιάτικη καταστροφή. Η επίσημη ελληνική ιστορία, η ιστορία δηλαδή που μας μαθαίναν στο σχολείο, μας περιγράφει λίγο πολύ τα γεγονότα της Μικράς Ασίας ως κάτι που ευθυνόταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, που ήθελε να φτάσει μέχρι τα βάθη της σημερινής Τουρκίας και δεν έμεινε στα παράλια. Καθοριστικό γεγονός μάλιστα περιγράφεται και η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920. Δεν αμφισβητούμε τα γεγονότα, αλλά δυστυχώς αγαπητοί αναγνώστες είναι η μισή αλήθεια, όπως και η μισή αλήθεια είναι αυτή που μας δίνει η συντηρητική παράταξη ότι όταν μας άφησαν να σκοτωθούμε στην Μικρά Ασία, δεν ήρθαν οι Κομμουνιστές της ΕΣΣΔ να μας βοηθήσουν. Ξεχνάει όμως αυτή η προσέγγιση τι ακριβώς είχε προηγηθεί. Ας το θυμηθούμε μαζί λοιπόν και ας κάνουμε και τις απαραίτητες συγκρίσεις με το σήμερα, για να δείτε τι επικίνδυνους κύκλους μπορεί να κάνει η ριμάδα η Ιστορία.

Το 1917, 5 χρόνια πριν την μικρασιάτικη καταστροφή, γίνεται η Οκτωβριανή επανάσταση, τα γεγονότα είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα αναφέρω και ούτε να σχολιάσω πάνω σε αυτήν. Οι Μπολσεβίκοι μετά την επικράτησή τους προσπαθούν να κλείσουν άμεσα όλα τα υφιστάμενα πολεμικά μέτωπα, συνομολογώντας την ανακωχή του Νοεμβρίου του 1917). Η κατάσταση που διαμορφώνεται υπήρξε ιδιαίτερα επιβαρυντική στην Ανταντική Συμμαχία, παρέχοντας την ευκαιρία στη Γερμανία να αποδεσμεύσει τόσο από το Ανατολικό Μέτωπο, όσο και από εκείνο της Βαλκανικής, σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις της, τις οποίες και μετέφερε στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτό συνέβη διότι μεταξύ των όρων της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) την οποία επέβαλε η Γερμανία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στη “μπολσεβίκικη Ρωσία” του Λένιν, ήταν η ανεξαρτησία της Φινλανδίας και χωρών της Βαλτικής καθώς και η ίδρυση της Ουκρανίας, η ανεξαρτησία της Γεωργίας και η παραχώρηση μέρους της Αρμενίας (περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Μπατούμ) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Της συνθήκης αυτής ακολούθησε μια νεότερη μεταξύ Γερμανίας και της λαϊκής κυβέρνησης του Χαρκόβου της Ουκρανίας με επισιτιστικές συμφωνίες. Με τη συνθήκη αυτή η Γερμανία πέτυχε να διασπάσει κυριολεκτικά τον αποκλεισμό των Συμμάχων της Αντάντ και να εκμεταλλεύεται πλήρως τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της άλλοτε τσαρικής Ρωσίας, δηλαδή τους σιτοβολώνες της Ουκρανίας τα πετρέλαια της Κασπίας και άλλα αγαθά, μέχρι τη γραμμή Νάρβα—Κουρσκ—κοιλάδα Ντονέτς—Αζοφική, που απετέλεσε και το δυτικό τείχος κατά του Μπολσεβικισμού. Παράλληλα στο Κίεβο αναδείχθηκε μια άλλη λαϊκή κυβέρνηση, των καλουμένων Πετλιουριανών, που στρέφονταν κατά των Γερμανών αλλά και των Μπολσεβίκων. Ακολούθησε το χάος όπου αναγκάστηκε η Γερμανία να διατηρήσει στην περιοχή της Ουκρανίας πέντε μεραρχίες για την τήρηση της τάξης, καταλαμβάνοντας το Κίεβο, την Οδησσό, το Νικολάγιεφ, τη Χερσώνα, τη Σεβαστούπολη και το Ροστόφ, μετατρέποντας ουσιαστικά όλη την Ουκρανία σε γερμανικό προτεκτοράτο.

Μετά από αυτά οι δυνάμεις της Αντάντ που βρίσκονταν στη Βαλκανική περιήλθαν σε δυσμενή επιχειρησιακά θέση, περιοριζόμενες σε τοπικές επιχειρήσεις. Με την πάροδο όμως του χρόνου ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος είχε ανάψει σε όλες τις περιοχές από την Ουκρανία μέχρι τη Βαλτική βόρεια, και τη Σιβηρία ανατολικά. Ειδικότερα όμως οι Πολωνοί, Ουκρανοί και Ρώσοι δεν μάχονταν μόνο τους Μπολσεβίκους αλλά και μεταξύ τους. Είχαν δημιουργηθεί δηλαδή εστίες εμφυλίου.

Την ημέρα της σύναψης ανακωχής των Μπολσεβίκων με τους Γερμανούς, τρεις Ρώσοι στρατηγοί, οι Μιχαήλ Αλεξέγιεφ, Λαβρ Κορνίλοβ και Αντόν Ντενίκιν ακολουθούμενοι από πιστούς Κοζάκους, ύψωσαν σημαία αντεπαναστάσεως στην περιοχή του Ντον, ΒΑ της Κριμαίας, με σκοπό τη διατήρηση της ενιαίας Ρωσίας και τη συνέχιση του διασυμμαχικού πολέμου κατά των Γερμανών.

Οι Αγγλογάλλοι με την εξέλιξη αυτή, μετά τη μεταξύ τους Συμφωνία ζωνών δράσης (1917), και επιθυμώντας τη διάλυση των Μπολσεβίκων προκειμένου η Ρωσία να επανέλθει στη συμμαχία και να ανασυσταθεί το Ανατολικό Μέτωπο για να αποκλειστεί η Γερμανία, άρχισαν να εφοδιάζουν με όπλα και πυρομαχικά τις μεγαλύτερες αντιμπολσεβικικές δυνάμεις, που τον Οκτώβριο του 1918 ήταν η στρατιά του Αντόν Ντενίκιν, που δρούσε στη νότια Ρωσία, και η στρατιά του Αλεξάντρ Κολτσάκ, που δρούσε στη Σιβηρία. Τελικά η Γαλλία αποφάσισε να στείλει εκστρατευτικό σώμα με συμμετοχή και ελληνικού τμήματος προς βοήθεια των δυνάμεων του Ντενίκιν.

Στις 27 Οκτωβρίου του 1918 ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ ενημέρωσε τον Γάλλο στρατηγό του Μακεδονικού Μετώπου Φρανσέ ντ’ Εσπεραί ότι πρόθεση της Αντάντ είναι να επέμβει στην Κριμαία με κύριο σκοπό κατά δήλωσή του: «… να συνεχίσωμεν εκεί την πάλην κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά και όπως πραγματοποιήσωμεν τον οικονομικόν αποκλεισμόν του Μπολσεβικισμού και προκαλέσωμεν την πτώσιν του».

Επ’ αυτού ο στρατηγός Ντ’ Εσπεραί, πιο σώφρων, εξέφρασε αντίθετη άποψη, στηριζόμενος αφενός στον περιορισμένο αριθμό στρατού που διέθετε για μια τέτοια επιχείρηση, και αφετέρου τόσο στην τετραετή μέχρι τότε καταπόνηση του στρατού του, όσο και στην ακαταλληλότητα της εποχής, επισείοντας έτσι τον κίνδυνο οδυνηρών συνεπειών. Δυστυχώς όμως δεν εισακούστηκε. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν παράλληλα ότι κανείς μέχρι τότε δεν είχε τη στοιχειώδη διορατικότητα για το τέλος του πολέμου που πλησίαζε από μέρα σε μέρα.

Έτσι, και παρότι τρεις ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου, υπογραφόταν η (τουρκική) Ανακωχή του Μούδρου, στις δε 3 Νοεμβρίου η (αυστροουγγρική) Ανακωχή της Βίλλας Τζιούστι, και στις 11 Νοεμβρίου η (γερμανική) Ανακωχή της Κομπιέν (1918), όπου ουσιαστικά με την τρίτη έληξε και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα μήνα μετά, στις 18 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, αποβιβάστηκε στην Οδησσό η 156η γαλλική μεραρχία, υπό τον στρατηγό Μποριούς και υπό την προστασία μιας μοίρας θωρηκτών του γαλλικού στόλου που τελούσε υπό τον ναύαρχο Λεζαί. Οκτώ μέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, τμήμα αυτής της μεραρχίας μεταφέρθηκε στη Σεβαστούπολη.

Στην ενέργεια αυτή προέβη η Γαλλία επωφελούμενη του ανοίγματος των Δαρδανελλίων και της συμμαχικής κατάληψης της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησε μετά την ανακωχή του Μούδρου, με βασικούς στόχους, αφενός μεν, την προάσπιση των οικονομικών απαιτήσεων Γάλλων πιστωτών έναντι παλαιότερων δανείων προς τη Ρωσία που η μπολσεβικική κυβέρνηση ηρνείτο ν΄ αναγνωρίσει – σημειωτέο ότι τέτοια δάνεια (πολεμικά), είχαν διαθέσει στην τσαρική Ρωσία τόσο η Αγγλία όσο και οι ΗΠΑ που ακολουθούσαν την ίδια τύχη – αφετέρου δε την ανατολικότερη μετακίνηση των συνόρων Πολωνίας και Ρουμανίας, συμμάχων της Γαλλίας, ευθυγραμμιζόμενα από Βαλτικής μέχρι Ευξείνου κατά την προ του Μεγάλου Πολέμου κατάσταση. Κατόπιν αυτών, αν και είχε εξαλειφθεί ο λόγος του αποκλεισμού της Γερμανίας, ακολούθησε η αγγλογαλλική συμφωνία ζωνών δράσης (1918) καταλήγοντας στη διασυμμαχική επέμβαση στη Ρωσία με τη συμμετοχή των ΗΠΑ και των επιμέρους συμμάχων χωρών.

Η διασυμμαχική αυτή επέμβαση στη Ρωσία άρχισε να σχεδιάζεται από τα μέσα του 1918, η δε υλοποίησή της δημιούργησε τα μέτωπα Καυκάσου και Κασπίας, της Ουκρανίας, της Εσθονίας, της Βαλτικής και Βορείου Ρωσίας καθώς και εκείνο της Σιβηρίας.

Αμέσως μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, στις 17 Μαρτίου του 1917 συστάθηκε το λεγόμενο κεντρικό συμβούλιο της Ουκρανίας το οποίο και προχώρησε στην αυτονομία της χώρας υπό το όνομα Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Κίεβο, την οποία αναγνώρισε και η τότε σοβιετική κυβέρνηση (Απρίλιος 1917). Στη κίνηση όμως αυτή αντέδρασε, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η φράξια των Μποσελβίκων δημιουργώντας παράλληλα, μετά την ανεπιτυχή επανάσταση του Κιέβου, την Σοβιετική Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Χάρκοβο, τη λεγόμενη και ανατολική Ουκρανία. Συνέπεια αυτού ήταν να ξεσπάσει ο Ουκρανο-Σοβιετικός πόλεμος κατά τον οποίο η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας (Δυτική) μετατράπηκε σε Χετμανάτο και ζήτησε τη βοήθεια της Γερμανίας, μετά μάλιστα τη συνομολόγηση της συνθήκης της Βρέστης, καθιστάμενη τελικά γερμανικό προτεκτοράτο υπό τον Γερμανό στρατάρχη Χέρμαν φον Άιχορν, διοικητή της ομάδας των γερμανικών στρατιών Κιέβου. Μετά όμως τη δολοφονία του τελευταίου (Ιούλιος 1918) και τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας ο εγκάθετος Χετμάνος Π. Σκοροπάντσκι αναγκάσθηκε να αναζητήσει τη βοήθεια των υπό τον Άντον Ντενίκιν Λευκορώσων. Μετά δε και την καθαίρεση του Π. Σκοροπάντσκι (14 Δεκεμβρίου 1918), η ανασυγκροτημένη πλέον Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, με επικεφαλής της κίνησης τους Πατλιούρα και Βενιτσένκο. ζήτησε τη βοήθεια της Αντάντ.

Στο εκστρατευτικό σώμα που απεστάλη στην Ουκρανία συμμετείχε και η Ελλάδα και μάλιστα χωρίς καν να της ζητηθεί. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος (πρόγονος του σημερινού πρωθυπουργού) αποφάσισε μόνος του, χωρίς την συγκατάθεση της συντηρητικής αντιπολίτευσης να συμμετάσχει στην εκστρατεία με τρεις μεραρχίες. Η εκστρατεία αυτή υπήρξε ατυχής, γεγονός που διαφαινόταν εξ αρχής, εκ της περιορισμένης δύναμης σε μια ευρύτατη έκταση επιχειρήσεων, αλλά και πολύ καταστροφική για τον ελληνογενή πληθυσμό όλης της εκεί και γύρω περιοχής, από τα αντίποινα που ακολούθησαν στη συνέχεια σε βάρος του, από τους Μπολσεβίκους, με δολοφονίες, καταστροφές, διωγμούς, εκτοπίσεις κλπ.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός υπήρξε ο κίνδυνος που διέτρεξε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και τα ελληνικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν σε αυτή από την φαυλότητα των Γάλλων, εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε η «συμμαχική» εκστρατεία να εξελιχθεί σε σύρραξη – ναυμαχία, γεγονός που αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή με την παρουσία αγγλικών θωρηκτών που προσκλήθηκαν επί τούτου.

Ανεξάρτητα όμως από την έκβαση της εκστρατείας στη Νότια Ρωσία, η συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος σε αυτήν αποτέλεσε και το κυρίαρχο επιχείρημα του Ελευθερίου Βενιζέλου υπέρ της δικαίωσης των ελληνικών αιτημάτων στη συνδιάσκεψη Ειρήνης που ακολούθησε και στη Συνθήκη των Σεβρών. Με το πέρας της εκστρατείας αυτής το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία για ενίσχυση του μετώπου της μικρασιατικής εκστρατείας που μόλις είχε ξεκινήσει.

Τις συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην εκστρατεία της Κριμαίας συγκροτούσαν:

α) Δύο γαλλικές μεραρχίες: η 156η, και η 30η που στάλθηκε στην Οδησσό από Ρουμανία.

β) Μία πολωνική μεραρχία (η 4η πολωνική Μεραρχία), που βρισκόταν ήδη στην Οδησσό.

γ) Το Ελληνικό Α΄ Σώμα Στρατού (που συγκροτούνταν από δύο μεραρχίες: (ΙΙη και ΧΙΙΙη), που αποφάσισε να στείλει τελικά η ελληνική κυβέρνηση, αντί τρεις που αρχικά είχε σχεδιαστεί, και βρισκόταν τότε στην ανατολική Μακεδονία, και

δ) Τμήματα του αντιμπολσεβικού στρατού του Ντενίκιν, που βρίσκονταν ήδη στις περιοχές της Οδησσού και της Κριμαίας.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάστηκε στην Οδησσό ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Ανσέλμ, ο οποίος και ορίστηκε γενικός αρχηγός όλων των συμμετασχουσών δυνάμεων.

Αξιοσημείωτο από στρατιωτική άποψη ήταν ότι όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις οι παραπάνω δύο γαλλικές μεραρχίες ήταν ήδη «αποσκελετωμένες», καθώς από 15 ημέρες πριν, με δεδομένη την ελληνική συμμετοχή, είχε αρχίσει η αποστράτευση των Γάλλων στρατιωτών και η παράδοση του οπλισμού τους. Έτσι η δύναμή τους είχε περιοριστεί συνολικά σε 12 τάγματα με 30 τυφέκια κατά λόχο. Συνεπώς η σημαντικότερη και ουσιαστικά η κύρια χερσαία δύναμη που διέθετε ο στρατηγός Ντ’ Ανσέλμ ήταν οι δύο ελληνικές μεραρχίες του Α΄ Σώματος Στρατού, που διατηρούσαν την εμπόλεμη διάταξη και δύναμή τους.

Πως απεστάλη το Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιβλέπει το εκστρατευτικό σώμα που απεστάλη στην Ουκρανία

Ο Ε. Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας, έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα, προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους, αρχικά, ολόκληρη δύναμη Σώματος Στρατού, αποτελούμενη από τρεις μεραρχίες, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευσαν οι Γάλλοι. Χαρακτηριστικό το τηλεγράφημα που έστειλε από το Λονδίνο που βρισκόταν, στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Α. Ρωμάνο: «Παρακαλώ δηλώσατε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεσή τους και δύναται να χρησιμοποιηθεί δια κοινό αγώνα πανταχού, όπου η αποστολή του κρίνεται αναγκαία».

Προ αυτής της προσφοράς του Έλληνα πρωθυπουργού όπου η γαλλική κυβέρνηση του Κλεμανσό αποδέχθηκε με ευγνωμοσύνη, φέρονται να παρασχέθηκαν κάποιες «υποσχέσεις» περί υποστήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς όμως καμία δέσμευση.

Ουσιαστικά το τηλεγράφημα αυτό αποτελούσε απάντηση σε σχετικό αίτημα των παραπάνω προσώπων (Κλεμανσώ και Πισόν) στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι όπου και διαβιβάστηκε δια του τελευταίου στον Ε. Βενιζέλο.

Στη συνέχεια, μετά και από σχετική τηλεγραφική εντολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς υπουργείο Στρατιωτικών ξεκίνησε με άκρα μυστικότητα η προπαρασκευή του υπό τον στρατηγό Κ. Νίδερ Α’ Σώματος Στρατού (Α΄ ΣΣ) για την αποστολή στην Κριμαία χωρίς να εκδηλωθεί, από ελληνικής πλευράς, καμία ανησυχία περί της έκβασής της. Τελικά από τις τρεις μεραρχίες του Α΄ ΣΣ που αρχικά προορίζονταν για την εκστρατεία στάλθηκαν μόνο οι δύο, η ΙΙη Μεραρχία (υπό τον υποστράτηγο Ν. Βλαχόπουλο), που έδρευε στην Καβάλα και η ΧΙΙΙη Μεραρχία (υπό τον υποστράτηγο Ιάκ. Νεγρεπόντη), που έδρευε στη Δράμα. Η Ιη Μεραρχία δεν έλαβε μέρος, παραμένοντας συγκεντρωμένη στην Καβάλα και αναμένοντας διαταγές.

Η ΙΙ Μεραρχία περιελάμβανε: α) τρία συντάγματα πεζικού, το 1ο, 7ο και 34ο σύνταγμα, με τρία τάγματα έκαστο αποτελούμενα με τη σειρά τους από τρεις λόχους και μία πυροβολαρχία έκαστο. β) Από δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού τις ΙΙα και ΙΙβ ΜΟΠ, αποτελούμενες από δύο πυροβολαρχίες έκαστη, και γ) δύο λόχους μηχανικού, τους 5ο και 6ο ΛΜ.

Η ΧΙΙΙ Μεραρχία περιελάμβανε επίσης τρία συντάγματα, το 2ο, 3ο και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, με τρία τάγματα έκαστο αποτελούμενα με τη σειρά τους από τρεις λόχους και μία πυροβολαρχία έκαστο. β) Από δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού τις ΧΙΙΙα και ΧΙΙΙβ ΜΟΠ, αποτελούμενες από δύο πυροβολαρχίες έκαστη και γ) διάφορες μονάδες υγειονομικού, απόσπασμα τηλεγραφητών, και μερικές μοίρες οχημάτων.

Ο στρατηγός Κ. Νίδερ με τους δύο μεράρχους και των επιτελείων τους απετέλεσαν το στρατηγείο του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που εγκαταστάθηκε στην Οδησσό παρά το Γαλλικό Στρατηγείο. Στις 21 Μαΐου ο στρατηγός Κ. Νίδερ αντικαταστάθηκε από τον υποστράτηγο Ιάκωβο Νεγρεπόντη.

Τη ναυτική υποστήριξη του παραπάνω ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ανέλαβε η επί τούτου συγκροτηθείσα Ναυτική μοίρα Μαύρης Θάλασσας ή Ευξείνου στην οποία συμμετείχαν τα ελληνικά πολεμικά πλοία Θ/Κ Κιλκίς, ως ναυαρχίδα, το Θ/Κ Λήμνος, το Α/Τ Πάνθηρ και Α/Τ Αετός καθώς και τρία ορμούντα στη Σεβαστούπολη αγγλικά αντιτορπιλικά. Η διοίκηση της μοίρας αυτής είχε ανατεθεί στον ποντιακής καταγωγής και ομιλούντα τη ρωσική γλώσσα πλοίαρχο Γ. Κακουλίδη.

Η αποστολή του παραπάνω ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπήρξε ιδιαίτερα προβληματική. Όπως παρατηρήθηκε αυτή έγινε αφενός μεν βεβιασμένα, αφετέρου δε με πολύ παράδοξο τρόπο. Καταρχήν δεν υπήρξε οργάνωση της μεταφοράς, αλλά ούτε και προγραμματισμός της αποστολής του. Έτσι η αποστολή του γίνονταν κατά τμήματα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και άλλα της Μακεδονίας, κυρίως με γαλλικά μεταγωγικά χωρίς το βαρύ οπλισμό, πυροβόλα κ.ά., τα οποία στέλνονταν στη συνέχεια με μεταγωγικά και φορτηγά πλοία. Δεν υπήρχε επίσης κεντρική ελληνική διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος, αλλά με την άφιξη των τμημάτων του στην Κριμαία αυτά περιέρχονταν υπό τις διαταγές των επί τόπου Γάλλων διοικητών και διασκορπίζονταν σε μικρότερες μονάδες, τάγματα και λόχους, χωρίς μεταξύ τους συνοχή. Αλλά και οι Γάλλοι δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων, εκτός από το «βλέποντας και κάνοντας».

Στις 16 Ιανουαρίου του 1919 απέπλευσαν από την Σκάλα Σταυρού Χαλκιδικής τα ατμόπλοια “Τίγρης” και “Νορμανδία” στα οποία πρώτο είχε επιβιβαστεί το 34ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον μακεδονομάχο συνταγματάρχη Τσολακόπουλο ή Ρέμπελο Χρήστο.

Το χάραμα της 18ης Ιανουαρίου τα εν λόγω πλοία αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Τα προσορμισμένα προ του ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ ελληνικά πολεμικά Θ/Κ Αβέρωφ και “Α/Τ Κεραυνός” απέδωσαν τιμές με κανονιοβολισμούς, μεγάλο σημαιοστολισμό και ανάκρουση του εθνικού ύμνου, ενώ με ρίγη συγκίνησης πλήθος ομογενών άρχισε να συνωθείται στην παραλία ξεσπώντας σε ζητωκραυγές. Γρήγορα όμως ακολούθησε η απογοήτευσή του μαθαίνοντας τον τελικό προορισμό της μεταφερόμενης δύναμης. Ωστόσο κάποιοι αξιωματικοί εξήλθαν στην Πόλη και επισκέφθηκαν την Αγιά Σοφιά, το Πατριαρχείο, όπου τους υποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά ο τότε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου, μητροπολίτης Προύσας Δωρόθεος, καθώς και άλλα ιστορικά μνημεία.

Σημειώνεται ότι την αυτή ημέρα ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Τεφίκ Πασάς προέβη σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, ενώ ο τότε Σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄, μετά την ανακωχή του Μούδρου διέμενε μόνιμα στο ανάκτορο Γιλντίζ, μακριά από τα συμμαχικά δρώμενα του Βοσπόρου.

Τις βραδινές ώρες τα δύο μεταγωγικά πλοία απέπλευσαν για την Οδησσό στο λιμάνι της οποίας κατέπλευσαν τις πρωινές ώρες της 20ης Ιανουαρίου όπου και ακολούθησε η αποβίβαση. Σχεδόν παρόμοιες εκδηλώσεις επαναλήφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και κατά τις επόμενες μεταφορές.

Φθάνοντας η πρώτη αποστολή στην Οδησσό τέθηκε αμέσως υπό τις διαταγές της 156ης γαλλικής μεραρχίας, που όμως δεν είχε λάβει καμία μέριμνα για την υποδοχή και εναποθήκευση του ελληνικού στρατιωτικού υλικού που εκφορτώθηκε στην αποβάθρα. Τελικά αυτό μεταφέρθηκε και εναποθηκεύτηκε πρόχειρα σε αποθήκες με τη φροντίδα της ελληνικής ομογένειας της Οδησσού, με δικά της έξοδα και με εντόπια μεταφορικά μέσα. Παρά ταύτα ο Αρχηγός των εκεί γαλλικών στρατευμάτων με ημερήσια διαταγή χαιρέτησε την άφιξη του ελληνικού στρατού εξαίροντας την αποστολή του.

Στις 27 Ιανουαρίου, ημέρα Κυριακή, μετά την πανηγυρική δοξολογία στην ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδος, η ελληνική κοινότητα της Οδησσού δεξιώθηκε το επιτελείο του αφιχθέντος ελληνικού συντάγματος στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο που επί τούτου είχε στολιστεί με ελληνικές σημαίες και λάβαρα. Στην τελετή παρευρέθηκαν εκπρόσωποι όλων των ελληνικών σωματείων και συλλόγων, καθηγητές, δάσκαλοι και μαθητές των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, η ελληνική λέσχη “Ομόνοια”, οι πρόκριτοι και πλήθος κόσμου. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Ελ. Παυλίδης (μετέπειτα βουλευτής Αθηνών – Πειραιώς), προκαλώντας συγκίνηση και δάκρυα χαράς.

Αντιφωνώντας στη συνέχεια ο διοικητής του ελληνικού συντάγματος τόνισε μεταξύ άλλων:

[…] Αδυνατώ να εκφράσω ακριβώς δια λόγων τα αισθήματα άτινα κατακλύζουσι την ψυχήν μου και τας ψυχάς των συστρατιωτών μου.

Τα αισθήματα της ελληνικής κοινότητος Οδησσού δεν έχουσιν ανάγκην εξάρσεως, διότι είναι γνωστά και εις τας δεινάς και εις τας ευτυχείς περιστάσεις της Πατρίδος, και εις τον τελευταίον Έλληνα. Δεν έχουσιν ανάγκην επαίνων μου οι Μαρασλήδες, οι Ροδοκανάκαι, και τ΄ άλλα εξ Οδησσού τέκνα της Ελλάδος.

Σας ευγνωμονούμεν, αγαπητοί αδελφοί διότι μας παρηγορείτε μακράν της γλυκείας Πατρίδος ευρισκομένους που κάμνετε να νομίζωμεν ότι ευρισκόμεθα εις τα άγια χώματά της.

Η συμμαχική αλληλεγγύη, η ευγνωμοσύνη προς τον ρωσικόν λαόν, ανθ΄ όσων υπέρ της Πατρίδος ημών έκαμε και τα συμφέροντα της Πατρίδος, επέβαλον εις τον μεγάλον ημών κυβερνήτην να αποφασίση την αποστολήν ελληνικού στρατού εις Ρωσίαν. Την πρωτοβουλίαν και την διεύθυνσιν των εν Ρωσία επιχειρήσεων έχει η ένδοξος και Ιπποτική Γαλλία, η πρωτοστατούσα πάντοτε εις τοιαύτης φύσεως ευγενείς αγώνας.

Είμαι πολύ ευτυχής αναγγέλλων υμίν ότι οι ελληνικοί πόθοι προοδευτικώς εκπληρούνται και ότι ο ελληνικός στρατός ευρίσκεται αυτήν την στιγμήν ολίγας ώρας μακράν της Κωνσταντινουπόλεως, καταλαβών πάσαν την προς την θάλασσαν ζώνην της Θράκης. Μετ΄ ολίγον ουδείς Έλλην θα μείνη υπό τον βαρβαρώτερον και ατιμώτερον ζυγόν. Με την ακλόνητον ταύτην πεποίθησιν ο ελληνικός στρατός απεχωρίσθη του πατρίου εδάφους.

Η τιμή, το καθήκον και η ευγνωμοσύνη της πατρίδος προς το ρωσικόν λαόν θα ώσιν οι οδηγοί του ελληνικού στρατού εις πάσαν πράξιν επί του ιερού δι΄ ημάς τούτου εδάφους.

Ζήτω το Έθνος!, Ζήτω η Ελληνική Κοινότης Οδησσού!

Ένα μήνα αργότερα στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο εγκαταστάθηκε το Νοσοκομείο Διακομιδής του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος που έλαβε μέρος στην εκστρατεία.

Άξιον ιδιαίτερης μνείας είναι η τεράστια μπολσεβικική προπαγάνδα που έκανε τότε η ελληνική κομμουνιστική ομάδα της Οδησσού που τύπωσε και κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα εκτενή προκήρυξη προς τους αφιχθέντες Έλληνες στρατιώτες με την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ τους καλούσε στο τέλος να αυτομολήσουν περνώντας “στη πλευρά εκείνων που έχουν κυβέρνηση εργατών, γεωργών και στρατιωτών”. Παράλληλα γαλλόφωνοι κομμουνιστές πράκτορες διέτρεχαν τους συμμαχικούς στρατώνες διαδίδοντας σε στρατιώτες και ναύτες ότι τους έστειλαν εκεί να θυσιαστούν για τα συμφέροντα Γάλλων τραπεζιτών και βιομηχάνων, υπενθυμίζοντάς τους τη γαλλική επανάσταση. Η δε διάβρωση από την προπαγάνδα αυτή άρχισε να παρατηρείται από τις πρώτες συμμαχικές ήττες και γιγαντώθηκε όταν στασίασαν τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών, στη διάρκεια της ανακωχής που ακολούθησε, με συνέπεια το “Γαλλο-ελληνικό επεισόδιο” που θα δούμε παρακάτω.

Σε τι βαθμό η εν λόγω προκήρυξη επηρέασε το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών δεν έγινε ποτέ γνωστό. Στον συγκεντρωτικό πίνακα απωλειών της εκστρατείας αυτής αναφέρονται 241 εξαφανισθέντες που πιθανολογείται περισσότερο ότι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και η τύχη τους παρέμεινε άγνωστη.

Γενικό σχεδιάγραμμα των μετώπων των συμμάχων κατά των Μπολσεβίκων το 1919.

Της παραπάνω μεταφοράς ακολούθησε το 7ο Σύνταγμα ΠΖ, ένα μέρος του οποίου επιβιβάστηκε στο πλοίο “Χερσών” που απέπλευσε από ίδιο όρμο στις 22 Φεβρουαρίου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του στο πλοίο “Χίος” που απέπλευσε στις 6 Μαρτίου για Οδησσό. Το δε 1ο Σύνταγμα ΠΖ επιβιβάστηκε από τη Θεσσαλονίκη στα πλοία “Τίγρης”, “Σηκουάνας” και “Ραιδεστός” που απέπλευσαν στις 5 Μαρτίου.

Παρότι στις 10 Μαρτίου είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά της ΙΙης Μεραρχίας εντούτοις δεν είχε ακόμα μεταφερθεί καμία μονάδα του πυροβολικού της. Κατά τον ίδιο προβληματικό τρόπο ακολούθησε και η μεταφορά της ΧΙΙΙης Μεραρχίας, από τους λιμένες Ελευθερών και της Θεσσαλονίκης, που ολοκληρώθηκε στις 22 Μαρτίου ενώ το 2ο Σύνταγμα αποβιβάστηκε στις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη. Η μεταφορά της ΧΙΙΙης Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε με τα πλοία “Αυτοκράτωρ Νικόλαος”, “Ευφράτης”, “Ιερουσαλήμ”, “Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος”, “Μηχανικός Ορκαντώφ” και “Αυτοκράτωρ Μέγας Πέτρος” επί του οποίου επιβιβάστηκε και ο στρατηγός Κ. Νίδερ με το επιτελείο του.

Τελικά η συνολική δύναμη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που συμμετείχε στην εκστρατεία αυτή ήταν 791 εμπειροπόλεμοι από τους βαλκανικούς πολέμους αξιωματικοί, 21.929 οπλίτες, 2.952 υποζύγια, 697 ιππήλατα οχήματα, 132 αυτοκίνητα και 16 πυροβόλα.

Την αποστολή του ελληνικού στρατού στην Κριμαία πληροφορήθηκε ο αθηναϊκός λαός, πολύ λακωνικά, δια του ελεγχόμενου τότε τύπου στις 12 Ιανουαρίου 1919 (παλαιό ημερολόγιο), δηλαδή πέντε ημέρες μετά την άφιξη του πρώτου τμήματος στην Οδησσό.

Τα μέτωπα

Αυτό που περιγράφεται στη συνέχεια αυτής της ιστορίας είναι η ολική ήττα του εκστρατευτικού σώματος, που συμμετείχε σε τρία μέτωπα, δηλαδή της Χερσώνας, του Νικολάιεφ και της Μπερεζόφκας.

Στη Χερσώνα είχαν μεταφερθεί ένα ελληνικό τάγμα πεζικού (από το 34ο Σύνταγμα), που συγκροτούνταν από 23 αξιωματικούς και 853 οπλίτες, και ένας γαλλικός λόχος με 2 πυροβόλα των 65 χιλ., συνολικής δύναμης 145 ανδρών, που τελούσαν όλοι υπό τις διαταγές του Γάλλου ταγματάρχη Ζανσόν. Η ανάπτυξη του μετώπου της Χερσώνας αποτελούσε βασικά γραμμή άμυνας στηριζόμενη σε μια προκεχωρημένη γραμμή γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό, τον οποίο κατείχε ένας λόχος του ελληνικού τάγματος, και στην κύρια γραμμή αντίστασης, που αποτελούσε το φρούριο της πόλης που κατείχε η υπόλοιπη παραπάνω δύναμη.

Την 1η Μαρτίου ο ελληνικός προκεχωρημένος λόχος έλαβε τελεσίγραφο του Ρώσου Αταμάνου Γρηγόριεφ διοικητή μεραρχίας Μπολσεβίκων που βρισκόταν στη Νιβγιαρόσκα, να καταθέσει τα όπλα και να αναχωρήσει από την περιοχή μέχρι την επομένη στις 17.00 ώρα, καταλήγοντας ότι «δεν εγνώριζε να υπάρχει διαφορά τις, οιασδήποτε φύσεως μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας». Η άμεση όπως απάντηση που δόθηκε ήταν: «είναι ανάξιον των απογόνων του Λεωνίδου να εγκαταλείπωσι τας εαυτών θέσεις». Έτσι την επομένη στις 2 Μαρτίου και ώρα 14.00 άρχισαν οι Μπολσεβίκοι να προσβάλουν την πόλη βομβαρδίζοντάς την ίδια την πόλη και την παραλία εξαπολύοντας επίθεση πεζοπόρων τμημάτων. Την επίθεση αυτή απέκρουσαν όλες οι δυνάμεις του μετώπου, ελληνικές και γαλλικές, διατηρώντας τη θέση τους, ενώ την αποστολή υποστήριζαν ανταποκρινόμενα πλήρως και τα δύο γαλλικά πυροβόλα με τη βοήθεια των πυρών και της παραπλέουσας γαλλικής κανονιοφόρου «Πλούτων». Τις επόμενες όμως τέσσερις ημέρες (3-6 Μαρτίου) οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν αμείωτα τον βομβαρδισμό με θωρακισμένα κανονιοφόρα τρένα.

Στις 7 Μαρτίου οι Μπολσεβίκοι με ισχυρές δυνάμεις πεζικού κατάφεραν μετά από πεισματικό αγώνα να καταλάβουν το ανατολικό τμήμα της πόλης, το τηλεγραφείο και το νεκροταφείο. Την επομένη άρχισε η πίεση και από τη δυτική πλευρά, με συνέπεια η θέση των αντιμαχομένων δυνάμεων να γίνεται δυσχερής. Στις 9 Μαρτίου εξαπολύθηκε ορμητική μπολσεβική επίθεση πεζικού με θωρακισμένα τρένα, με αποτέλεσμα την τελική κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού με άμεση συνέπεια τα μεν ελληνικά τμήματα, βαλλόμενα και από πολίτες, να καταφύγουν στο φρούριο, η δε γαλλική δύναμη στην παραλία. Η κατάσταση πλέον ήταν πολύ κρίσιμη. Το μεσημέρι κατέφθασαν συμμαχικές ενισχύσεις με δύο ελληνικά τάγματα από το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό τον συνταγματάρχη Γαργαλίδη. Η δύναμη αυτή κατόρθωσε τη νύχτα να απεγκλωβίσει το ελληνικό τάγμα από τον κλοιό των Ερυθρών, όμως από τις οδομαχίες που ακολούθησαν, τόσο από τους μπολσεβίκους που είχαν εισχωρήσει στην πόλη, όσο και από ομάδες κατοίκων που πυροβολούσαν από τα παράθυρα, εξανάγκασαν τις εκεί εκστρατευτικές δυνάμεις σε γενική υποχώρηση.

Τις πρωινές ώρες της 10ης Μαρτίου τα ελληνικά και γαλλικά τμήματα υποχώρησαν εγκαταλείποντας την πόλη, και επιβιβαζόμενα σε πλοία μεταφέρθηκαν στην Οδησσό. Η επιβίβαση και ο ασφαλής απόπλους έγινε με την υποστήριξη των πυρών μοίρας του γαλλικού στόλου. Οι ελληνικές απώλειες στο μέτωπο αυτό ήταν 12 αξιωματικοί και 245 οπλίτες.

Το μέτωπο του Νικολάιεφ υποστήριζε το 7ο Σύνταγμα Πεζικού, του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, που τελούσε υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Λεγκέ. Ένα τάγμα του συντάγματος αυτού είχε προωθηθεί στο Βουτοτόπ (2 χλμ. ανατολικά του Νικολάιεφ). Η υποχώρηση και η εγκατάλειψη της Χερσώνας αλλά και οι συνεχώς ογκούμενες δυνάμεις των Μπολσεβίκων εξανάγκασαν την ανώτατη ηγεσία των επιχειρήσεων της εκστρατείας να διατάξει την εγκατάλειψη του μετώπου του Νικολάιεφ. Η εκκένωση συντελέστηκε στις 06.00 ώρα της 14ης Μαρτίου με τη μεταφορά των δυνάμεων στην Οδησσό, οι οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού τους. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εισήλθαν στη πόλη οι μπολσεβικικές δυνάμεις του Γρηγόριεφ.

Το μέτωπο της Μπερεζόφκας υπήρξε το σημαντικότερο από τις επιχειρήσεις της εκστρατείας της Κριμαίας μέχρι την αναγκαστική εκκένωση και της Οδησσού από τα συμμαχικά στρατεύματα. Το μέτωπο αυτό, στην πραγματικότητα μια ασθενής αμυντική γραμμή, άρχισε να αναπτύσσεται στις 20 Φεβρουαρίου, όταν στάλθηκε ένα τάγμα από το 34ο Σύνταγμα Πεζικού στο Βασιλίνοβο (120 χλμ βόρεια-βορειοανατολικά της Οδησσού) μαζί με κάποιες γαλλικές μονάδες Ζουάβων (Αλγερινο-Μαροκινο-Σενεγαλέζων).

Οι πολεμικές συγκρούσεις με τους μπολσεβίκους ξεκίνησαν στις 7 Μαρτίου 1919, όταν πεζοπόρα τμήματα των τελευταίων με πυροβολικό επιτέθηκαν στο αριστερό τμήμα της διάταξης. Οι Μπολσεβίκοι αποκρούστηκαν σχετικά εύκολα. Στις 11 Μαρτίου όλη η συμμαχική δύναμη, κατόπιν εντολής του στρατηγείου Οδησσού, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στη περιοχή Μπερεζόφκα, όπου το αναφερόμενο ελληνικό τάγμα ανέλαβε τις προφυλακές προς τη διεύθυνση του Βασιλίνοβου, ανατολικά της σιδηροδρομικής γραμμής, τα δε τμήματα των Ζουαβών δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής. Τα τμήματα αυτά άρχισαν σιγά σιγά να ενισχύονται.

Στις 16 Μαρτίου μια γαλλική αναγνωριστική μονάδα, κινούμενη προς την Κολοσόφκα, διαπίστωσε την ύπαρξη εκεί μεγάλης δύναμης μπολσεβικικών στρατευμάτων. Επειδή όμως η μονάδα έγινε αντιληπτή, επέστρεψε άτακτα, βαλλόμενη συνεχώς από εχθρικό πυροβολικό.

Στις 17 Μαρτίου η επίθεση των Μπολσεβίκων κατά της Μπερεζόφκας αποκρούστηκε επιτυχώς από τα ελληνικά τμήματα προφυλακών.

Την επομένη, 18 Μαρτίου 1919, και ενώ σχεδιαζόταν η υποχώρηση και νέα μεταφορά των δυνάμεων, ακολούθησε η μεγάλη και σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων με θωρακισμένα τρένα. Έτσι άρχισε να διεξάγεται η γνωστή ομώνυμη «μάχη της Μπερεζόφκας» που κράτησε όλη την ημέρα. Μετά την άτακτη υποχώρηση αρχικά των γαλλικών τμημάτων, που εγκατέλειψαν ακόμα και τους τραυματίες τους, άρχισε το βράδυ και η εσπευσμένη υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων (και δύο ιλών από Ρώσους εθελοντές) προς την περιοχή Σέρμπκα, υπό συνεχή καταιγισμό πυρών ακόμα και από τα σπίτια της πόλης. Οι ελληνικές απώλειες στο μέτωπο της Μπερεζόφκας ήταν 9 αξιωματικοί και 135 οπλίτες, ενώ εγκαταλείφθηκε και όλο το υλικό των εκεί ελληνικών μονάδων.

Η ήττα

Από τις 19 Μαρτίου τουλάχιστον τα ελληνικά τμήματα άρχισαν να διαμορφώνουν ένα νέο αμυντικό μέτωπο προκάλυψης της Οδησσού στο ύψος της Σέρπσκας. Το μέτωπο αυτό άρχισαν να ενισχύουν στη συνέχεια γαλλικά και αντιμπολσεβικικά ρωσικά στρατεύματα. Στις 26 Μαρτίου είχε επεκταθεί στα δεξιά μέχρι την Καπιτάνσκα, ενισχυμένο με μία ρωσική ταξιαρχία, ένα ρωσικό ουλαμό βαρέως πυροβολικού των 120 χιλ., και με την προσθήκη δύο ταγμάτων του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Στη δύναμη αυτή προστέθηκαν ένας ουλαμός γαλλικού πυροβολικού των 75 χιλ. και δύο ουλαμοί ιππικού (ένας γαλλικός και ένας ρουμανικός). Τη γενική διεύθυνση του μετώπου αυτού ανέλαβε ο Γάλλος στρατηγός Νερέλ, διοικητής της 30ης γαλλικής Μεραρχίας.

Γαλλικά και ελληνικά πολεμικά πλοία στην Οδησσό – 1919

Οι Μπολσεβίκοι, που δεν έπαψαν να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις των εκστρατευτικών δυνάμεων, εκμεταλλευόμενοι τα σιδηροδρομικά δίκτυα συνέχισαν τον βομβαρδισμό με σιδηροδρομικά κανόνια να προσβάλουν τις θέσεις του νέου μετώπου, εξαναγκάζοντας το αριστερό κέρας να υποχωρήσει και να συμπτυχθεί στο Μπολ Μπουγιαλίκ. Προχωρώντας τότε ο διοικητής του 3ου Συντάγματος αντισυνταγματάρχης Κονδύλης σε αντεπίθεση ανακατέλαβε όλες τις θέσεις που είχαν εγκαταλειφθεί κοντά το σιδηροδρομικό σταθμό Σέρπσκας. Οι Μπολσεβίκοι όμως έφεραν νέες δυνάμεις επιχειρώντας υπερκερωτικούς ελιγμούς.

Στις 1 Απριλίου του 1919 η διάταξη των εκστρατευτικών δυνάμεων στη περιοχή είχε ως εξής:

  • 2 ελληνικά τάγματα του 5/42 συντάγματος Ευζώνων (συνταγματάρχης Πλαστήρας) βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού Μπουγιαλίκ.
  • 1 ελληνικό τάγμα (το 1ο), του 3ου Συντάγματος σε υψώματα ανατολικά του Μπουγιαλίκ.
  • 1 ελληνικό τάγμα (το 2ο), του 3ου Συντάγματος, εφεδρεία, στο σταθμό του Μπουγιαλίκ.
  • 1 ελληνικό τάγμα (το 3ο), του 3ου Συντάγματος, εφεδρεία στο σταθμό Ριέντζας.
  • Μία ελληνική μοίρα ορειβατικού πυροβολικού, με ένα ουλαμό γαλλικού πυροβολικού, πίσω από τη γραμμή των δύο ταγμάτων των Ευζώνων.
  • 1 ελληνικό τάγμα του 34ου Συντάγματος, στην Κρεμυδόφκα, στη διάθεση του στρατηγού Νερέλ, καλύπτοντας τη διοίκησή του.
  • 1 ελληνικό τάγμα (το 3ο), του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, στη περιοχή Παβλίκα, ως πλαγιοφυλακή και εφεδρεία.
  • Μία ρωσική ταξιαρχία με υπόλοιπες γαλλικές δυνάμεις στη γραμμή Καπιτάνκα και Αλεξανδρόφσκα, ανατολικά του Μπουγιανλίκ.

Στις 2 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση στην αμυντική γραμμή Καπιτάνσκα–Αλεξανδρόφσκα, υποχρεώνοντας την εκεί ρωσική ταξιαρχία σε υποχώρηση στο Αμίσκοβ. Αλλά και εκεί οι αμυνόμενοι, μετά από σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και να συνεχίσουν την υποχώρηση. Παράλληλα οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να προσβάλλουν με θωρακισμένα οχήματα και τη θέση των ελληνικών τμημάτων. Η επιθετική ορμή τους αρχικά ανακόπηκε. Μπροστά στην πίεση όμως αυτή και με διαφαινόμενο τον κίνδυνο τα τμήματα αυτά να κυκλωθούν μετά την υποχώρηση των Ρώσων, ο στρατηγός Νερέλ διέταξε γενική υποχώρηση και σύμπτυξη στη γραμμή Κουπάνκ -Μαλ Μπουγιαλίκ. Κατά τη σύμπτυξη αυτή το ελληνικό τάγμα που βρισκόταν στη Παβλίνκα απομονώθηκε και, δίνοντας μάχη ζωής και θανάτου, κατόρθωσε τη νύχτα να διαφύγει. Έτσι οι νέες θέσεις άμυνας των Ρώσων ήταν το Κρεμύντοβο και η Γρηγοριέφκα κοντά στα παράλια.

Στις 5 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν νέα γενική επίθεση, την οποία επέκρουσε με επιτυχία το υπό τον Κονδύλη 3ο Σύνταγμα Πεζικού, ενώ αντίθετα οι Ρώσοι συνέχισαν και πάλι να υποχωρούν άτακτα προς Οδησσό, εγκαταλείποντας τη συνοχή με τις άλλες δυνάμεις. Συνέπεια όλων αυτών ήταν η υποχώρηση να συμπαρασύρει και άλλα τμήματα, εξαναγκάζοντας έτσι τον στρατηγό Νερέλ να διατάξει γενική υποχώρηση και νέα σύμπτυξη στο παρά την Οδησσό τελευταίο προγεφύρωμα, το οποίο και είχε οργανώσει αμυντικά το ελληνικό 7ο Σύνταγμα Πεζικού μετά τη μεταφορά του από το μέτωπο του Νικολάιεφ.

Τελικά η υποχώρηση ήταν τόσο ορμητική που ούτε και στο τελευταίο προγεφύρωμα κρατήθηκε άμυνα, με συνέπεια να διαταχθεί η εκκένωση της Οδησσού. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η εχθρική στάση των κατοίκων απέναντι στις εκστρατευτικές δυνάμεις, τις οποίες θεωρούσαν δυνάμεις κατοχής, και εναντίον των οποίων έβαλλαν από τα νώτα.

Προ της δημιουργούμενης νέας κατάστασης ο στρατηγός Νερέλ διέταξε τότε όλες οι δυνάμεις να διαπεραιωθούν στη δεξιά όχθη του Δνείστερου μεταξύ Μπεντέρι και Άκερμαν, προκειμένου να κρατηθεί πλέον εκεί η άμυνα της Βεσσαραβίας μαζί με ρουμανικές και πολωνικές δυνάμεις. Τελικά οι Μπολσεβίκοι σταμάτησαν την προέλασή τους στον Δνείστερο.

Κατά το χρόνο που επερχόταν το τέλος των επιχειρήσεων στην Ουκρανία το 2ο Σύνταγμα της ΧΙΙΙς ελληνικής Μεραρχίας που είχε αποβιβαστεί από τις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη υποστήριζε τις υπό τον Ρώσο στρατηγό ρωσικές δυνάμεις (4η και 5η Μεραρχία) κατά των Μπολσεβίκων στην άμυνα της Κριμαίας παρά τον Ισθμό του Περεκόπ. Επίσης μία δύναμη 2.000 Γάλλων ασχολούνταν με την τήρηση της τάξης σε διάφορες πόλεις της Κριμαίας.

Τελικά και η γραμμή άμυνας του ισθμού Περεκόπ υποχώρησε, αφενός λόγω των ανεπαρκών δυνάμεων έναντι των Μπολσεβίκων αφετέρου λόγω του πολύ χαμηλού ηθικού των ρωσικών μονάδων. Παρά ταύτα το ελληνικό σύνταγμα σύναψε σφοδρές μάχες κατά μεμονωμένων δυνάμεων ειδικά στο Γιουσούν (25 χλμ. νότια του Περεκόπ) και στο Εσκήκιοϊ—Ζάμα (50 χλμ. νότια του Περεκόπ). Τελικά, λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης, το ελληνικό σύνταγμα συμπτύχθηκε με τις υπάρχουσες γαλλικές δυνάμεις γύρω από τη Σεβαστούπολη, όπου και οργάνωσε την εγγύς άμυνα της πόλης, ενώ η κύρια ρωσική δύναμη υποχώρησε στη Θεοδοσία.

Στις 15 Απριλίου ξεκίνησε η σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων, που εξακολούθησε και την επόμενη ημέρα. Στην επίθεση αυτή ομόφρονες κάτοικοι έβαλαν από τα νώτα τα συμμαχικά στρατεύματα. Στο λιμένα της πόλης μεταξύ των άλλων πολεμικών πλοίων, γαλλικών και ρωσικών κυρίως θωρηκτών, ήταν και δύο ελληνικά, το θωρηκτό Κιλκίς και το αντιτορπιλικό Πάνθηρ, που με δραστικά πυρά έβαλαν κατά των θέσεων των Μπολσεβίκων. Τελικά όλη εκείνη η επίθεση αποκρούστηκε με επιτυχία, ενώ την επομένη κλείστηκε ανακωχή.

Η ανακωχή στο μέτωπο της Κριμαίας συνάφθηκε στις 17 Απριλίου, και είχε δεκαήμερη διάρκεια, που έληγε στις 27 Απριλίου. Κατά το διάστημα αυτό αποφασίστηκε η εκκένωση της Κριμαίας και η μεταφορά όλου του συμμαχικού υλικού στη Κωνσταντινούπολη.

Στις 19 Απριλίου, προτού αποφασιστεί η εκκένωση της Κριμαίας, εκδηλώθηκε η λεγόμενη “γαλλική ανταρσία στη Μαύρη Θάλασσα” όπου Γάλλοι ναύτες των θωρηκτών Φρανς, Ζαν Μπαρτ, Βερντέν, Ζυστίς και Μιραμπώ, που ναυλοχούσαν στο λιμένα της Σεβαστούπολης, στασίασαν και βγαίνοντας στην ξηρά ενώθηκαν με πλήθη κομμουνιστών κατοίκων οι οποίοι, κρατώντας κόκκινες σημαίες, περιέρχονταν τους δρόμους φωνάζοντας «Ζήτω οι Μπολσεβίκοι». Φθάνοντας δε και διερχόμενοι μπροστά από τον στρατωνισμό του 10ου Λόχου του ελληνικού συντάγματος, οι Γάλλοι αποδοκίμαζαν τους Έλληνες στρατιώτες, προκαλώντας τους με υβριστικές φράσεις. Όταν ο διοικητής του λόχου ενημέρωσε σχετικά και ζήτησε από τον Γάλλο φρούραρχο ντε Βιλεπέν οδηγίες τι να πράξει, αντί ο τελευταίος να καλέσει γαλλικό απόσπασμα για τη σύλληψη των Γάλλων ναυτών, τη διάλυση των διαδηλωτών και την επιβολή της τάξης, αρμοδιότητα που ασκούσαν οι Γάλλοι, έδωσε εντολή στον ελληνικό λόχο να προβεί αυτός στις αναγκαίες ενέργειες, κάνοντας ακόμα και χρήση όπλων, αν χρειαζόταν.

Τότε ο διοικητής του λόχου διέταξε τους άνδρες του να βγουν στους δρόμους και να εκτελέσουν βολές στον αέρα για τη διάλυση των διαδηλωτών. Επειδή όμως ο λόχος δεχόταν πυρά από τον όχλο, ο διοικητής διέταξε το λόχο να ανταποδώσει. Από τα πυρά σκοτώθηκαν πέντε πολίτες και τραυματίστηκαν τρεις Γάλλοι ναύτες. Το πλήθος διασκορπίστηκε, ενώ πολλοί Γάλλοι ναύτες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στα πλοία τους από γαλλικά αποσπάσματα που στάλθηκαν στη συνέχεια να τους παραλάβουν.

Ο τραυματισμός όμως των Γάλλων ναυτών εξαγρίωσε τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών, που απειλούσαν πλέον ανοιχτά το βομβαρδισμό των ελληνικών πλοίων και των ελληνικών θέσεων στην ξηρά.

Στις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Άγγλος συνταγματάρχης Σμάιτ που είχε καταπλεύσει την προηγουμένη με τρία αγγλικά αντιτορπιλικά διέταξε τα πλοία του να παρεμβληθούν ανάμεσα στα ελληνικά και τα γαλλικά και τηλεγράφησε στη Κωνσταντινούπολη για επείγουσα αποστολή θωρηκτών. Πράγματι την επομένη το απόγευμα κατέφθασαν τέσσερα αγγλικά θωρηκτά «ντρέντνωτ», υπό τον ναύαρχο Σ. Κάλθορπ, ο οποίος μετά την αποβίβασή του στη ξηρά έσπευσε να συγχαρεί το ελληνικό στράτευμα τηλεγραφώντας στην ελληνική κυβέρνηση: «Οι Έλληνες στρατιώται και ναύται δύνανται να είναι σήμερον υπερήφανοι ότι είναι Έλληνες».

Τελικά, μία εβδομάδα μετά το περιστατικό άρχισε η εκκένωση της Κριμαίας. Στις 28 Απριλίου του 1919, μία ημέρα μετά τη λήξη της ανακωχής, επιβιβάστηκε το ελληνικό σύνταγμα, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις, και το βράδυ της ίδιας ημέρας όλα τα πλοία απέπλευσαν για Κωστάντζα Ρουμανίας, όπου και έληξε η εκστρατεία της Κριμαίας.

Οι συνέπειες

Οι συνέπειες εκ της παραπάνω συμμετοχής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπήρξαν ολέθριες για τον ελληνισμό της Κριμαίας μέχρι και στην περιοχή του Βατούμ. Δύο μόλις μήνες αργότερα οι Μπολσεβίκοι, ως αντίποινα, εξαπέλυσαν διωγμούς και δολοφονίες Ελλήνων της περιοχής, ενώ ένα τεράστιο κύμα προσφύγων άρχισε να φθάνει στην Ελλάδα, μετά μάλιστα και την άρνηση των συμμάχων Αγγλο-Γάλλων για την αποβίβασή τους στην Κωνσταντινούπολη που ήταν ο αρχικός προορισμός τους.

Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσαν τότε τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μόνο στο πρώτο δίμηνο που ακολούθησε μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων 103 Έλληνες, ρωσικής υπηκοότητας, τουφεκίστηκαν μεταξύ των οποίων ο επιφανής Αμπατιέλος με το πρόσχημα ότι δεν κατέβαλαν τις αναγκαστικές εισφορές που τους επιβλήθηκαν.

Η ελληνική παροικία της Οδησσού φερόταν να υπέστη τα μέγιστα. Η δε κατάσταση των απόρων Ελλήνων, σύμφωνα με αναφορά του προξενείου της Ολλανδίας, στο οποίο είχαν καταφύγει προκειμένου να μεριμνήσει για την τελική επάνοδό τους στην Ελλάδα, ήταν απελπιστική και ιδιαίτερα κρίσιμη, κάνοντας λόγο για επιτακτική ανάγκη διορισμού προξένου. Ειδικότερα για τις ελληνικές παροικίες του Κιέβου, Χερσώνας και Νικολάιεφ, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού προξενείου σημειώθηκαν μεγάλες διαρπαγές. Τα αρχεία κάηκαν, τα έπιπλα κλάπηκαν ή καταστράφηκαν, ενώ οι προξενικές σφραγίδες αφαιρέθηκαν και τα οικήματα αποδόθηκαν σε άλλους ενοικιαστές. Τα δε οικήματα και εμπορεύματα επιφανών Ελλήνων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν καταφέρνοντας να διαφύγουν κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Οι παραπάνω καταστροφές του ελληνισμού της Κριμαίας άρχισαν να γίνονται γνωστές στην ελληνική ειδησεογραφία, τρεις μήνες αργότερα, κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 1919. Ο Βενιζέλος έφυγε από την πρωθυπουργία της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1920. Την θέση του ανέλαβε αρχικά ο Δημήτριος Ράλλης, που διενήργησε το Ελληνικό δημοψήφισμα του 1920 για την επαναφορά του Κωνσταντίνου, και στις 24 Ιανουαρίου 1921 ο Ν. Καλογερόπουλος, ενώ στο μικρασιατικό μέτωπο φαίνονταν τα πρώτα σύννεφα. Στις 26 Μαρτίου του 1921 ανέλαβε ο Δ. Γούναρης και στις 22 Μαΐου του 1922 ο Π. Πρωτοπαπαδάκης. Τον Αύγουστο του 1922 επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή. Μετά ανέλαβαν κυβερνήσεις των Ν. Τριανταφυλάκου και Στ.Γονατά.

Στην μικρασιάτικη εκστρατεία μετά την κάθοδο του Βενιζέλου σταμάτησαν να βοηθάνε οι Δυτικοί σύμμαχοι. Οι Σοβιετικοί βοήθησαν τον Κεμάλ και έτσι οδηγηθήκαμε στην συνθήκη της Λωζάνης, που τυπικά ισχύει μέχρι και σήμερα. Το δίδαγμα όλων των παραπάνω γεγονότων που συνέβησαν έναν αιώνα πριν και πάλι στην Ουκρανία, ήταν πως η Ελληνική εμπλοκή δεν έπρεπε να συμβεί. Το σημερινό δίδαγμα είναι πως οι Ρώσοι πλέον θα πάψουν να μας υποστηρίζουν, το είπαν άλλωστε και επίσημα. Οι Ρώσοι, μακάρι να πέσω έξω, θα αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος της Κύπρου, και οι ΝΑΤΟϊκοί όπως εγκατέλειψαν τον Ζελένσκι, θα εγκαταλείψουν και εμάς, όπως ακριβώς έναν αιώνα πίσω. Τότε δεν υπήρχε βέβαια το ΝΑΤΟ αλλά οι δυτικοί σύμμαχοι, που μας εγκατέλειψαν για να θυμίσω και μια άλλη ιστορία και στην Κύπρο το 1974.

Κατακλείδα

Η Ελλάδα κακώς έστειλε αμυντικό εξοπλισμό, καλώς έκανε και υποδέχτηκε πρόσφυγες, καλώς έκανε και απέστειλε οποιοδήποτε ανθρωπιστικό υλικό και υλικό περίθαλψης προσφύγων, και πολύ καλά κάνει για να μην τα εμφανίζω και όλα μαύρα, που θα συνομιλήσει με τον Τούρκο πρόεδρο στην Άγκυρα. Ελπίζω να μην επιβεβαιωθώ και τουλάχιστον με τον τρόπο τους οι Έλληνες διπλωμάτες να δείξουν μεταμέλεια. Προφανέστατα λυπάμαι για όσα γίνονται στην Ουκρανία και σε καμία περίπτωση δεν τα επιδοκιμάζω, τόσο την Ρωσική ιμπεριαλιστική επίθεση, όσο και τα εγκλήματα της Ουκρανικής Ακροδεξιάς. Η Ελλάδα πρέπει να παίξει ρόλο διαπραγματευτικό και να προσπαθήσει να επιλύσει τα προβλήματα των δύο χωρών, σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να στείλει άλλο αμυντικό εξοπλισμό και βέβαια και στρατό. Η ιστορία διδάσκει και προφητεύει αλλά και επαναλαμβάνεται, αρκεί να διαβάσει κανείς όχι μόνο όσα γράφω παραπάνω, αλλά και εκτενής ιστορικές πηγές για την εκστρατεία της Κριμαίας του 1919

Loading

Σχολιάστε Ελεύθερα

Ads Blocker Image Powered by Code Help Pro

Ads Blocker Detected!!!

We have detected that you are using extensions to block ads. Please support us by disabling these ads blocker.

Powered By
Best Wordpress Adblock Detecting Plugin | CHP Adblock

Discover more from ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading