Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) είναι το πρώτο ελληνικό επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1918. Στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο τον Νοέμβριο του 1924, το κόμμα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).

Οι διεθνείς συνθήκες πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ
Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε ξεσηκώσει επαναστατική θύελλα σε όλη την Ευρώπη, που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά το 1917. Ξεσηκώνοντας κατά τόπου μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις με σκοπό τον κομμουνισμό. Όπως για παράδειγμα τον Ιανουάριο του 1918 εκδηλώθηκε επανάσταση στην Φινλανδία και εγκαθίδρυση εργατικής εξουσίας μέχρι τον Μάιο του 1919 ή τον Νοέμβριο του ίδιου έτους εκδηλώθηκε στη Γερμανία επανάσταση που κατέλυσε τη Μοναρχία, άλλα την ηγεσία την πήραν οι δεξιοί Σοσιαλδημοκράτες που στράφηκαν εναντίον του νεοσύστατου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (Σπαρτακιστές).
Η επανάσταση των «Σπαρτακιστών» συνετρίβη από τα απομεινάρια του μοναρχικού στρατού και από δεξιές εθνικιστικές ομάδες πολιτοφυλακής που συλλογικά ονομαζόταν Φράικορπς (Freikorps) και δολοφόνησαν τους ηγέτες τους, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Τα καπιταλιστικά κράτη στις αρχές του 1919 οργάνωσαν εκστρατεία κατά της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης στην οποία πήρε μέρος και η Ελλάδα. Η εκστρατεία των δυνάμεων της Αντάντ στην Ουκρανία όμως απέτυχε. Έτσι το 1919 η Ουγγαρία κηρύχτηκε σοβιετική δημοκρατία. Η διάρκεια αυτής της δημοκρατίας θα ήταν για 133 μέρες μέχρι την κατάλυση της από την Αντάντ. Στις ΗΠΑ επίσης εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε και εκεί Κομουνιστικό κίνημα, ενώ παράλληλα δυνάμωσε το εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα στις αποικίες, όπου συνδέθηκε πολλές φορές με τον Κομμουνισμό. Σε αυτές τις διεθνείς συνθήκες εμφανίστηκε στην Ελλάδα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος. Ήταν το πρώτο οργανωμένο εργατικό-κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα, όπου συένωσε πολλές προϋπάρχουσες οργανώσεις με σοσιαλιστικό προσανατολισμό όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η ίδρυση του ΣΕΚΕ
Στις 17 Νοέμβρη του 1918 (4 Νοέμβρη με το παλιό ημερολόγιο) συνήλθε στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμοπλοίων Πειραιώς στον Πειραιά, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα γραφεία της ΠΕΜΕΝ, το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ. Αιτία υπήρξε η ανάγκη συνένωσης των σοσιαλιστικών οργανώσεων και ομάδων σε ένα κόμμα με κοινές αρχές, πολιτική και πρόγραμμα. Οι εργασίες του συνεδρίου κράτησαν 7 μέρες και ολοκληρώθηκαν στις 23 Νοέμβρη του 1918.
Στο συνέδριο συμμετείχαν δύο σοσιαλιστές βουλευτές, που είχαν εκλεγεί στη Θεσσαλονίκη με τη Φεντερασιόν στις εκλογές του 1915. Ήταν ο Αριστοτέλης Σίδερης και ο Αλβέρτος Κουριέλ. Το Α΄ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του με σύντομη ομιλία του ηλεκτροτεχνίτη και προσωρινού προέδρου των εργασιών Σταμάτη Κόκκινου, ο οποίος, μιλώντας εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής, είπε:
«Η αίθουσα εις την οποίαν συνεδριάζομεν δεν ανήκει εις το Σοσιαλιστικόν Κόμμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κάμει εντύπωσιν εις το κοινόν η διακόσμησις, η κάθε άλλο παρά σοσιαλιστική. Εύχομαι, όπως εις το ερχόμενον συνέδριον έχωμεν αίθουσαν ιδικήν μας, όπως ημείς θέλωμεν».
Στη συνέχεια ο Αβραάμ Μπεναρόγια διάβασε εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα και κατόπιν το λόγο πήρε ο Άντζελ Πεχνά εκ μέρους των Σοσιαλιστών Καβάλας, ο οποίος και ζήτησε τη διακοπή των εργασιών για το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τη Γερμανική Επανάσταση των Σπαρτακιστών που εξελισσόταν εκείνες τις μέρες με ηγέτες τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ.

Τέλος, το λόγο ξαναπήρε ο Μπεναρόγια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζήτησε την άδεια «να αποστείλει χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, όπου πρέπει». Την οργανωτική επιτροπή που είχε εκλεγεί από τη Δεύτερη Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη την αποτελούσαν ο Άριστος Αρβανίτης, ο Νίκος Δημητράτος, ο Σταμάτης Κόκκινος,ο Αβραάμ Μπεναρόγια και ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος
Σε εκείνο το συνέδριο διαμορφώθηκαν τρεις τάσεις μέσα στο τότε νεοσύστατο κόμμα, δηλαδή η Αριστερή (Ν. Δημητράτος, Δ. Λιγδόπουλος, Σ. Κομιώτης, Μ. Οικονόμου), η Κεντρώα (Α. Μπεναρόγια, Σ. Κόκκινος) και η Δεξιά (Αρ. Σίδερης, Π. Δημητράτος, Ν. Γιαννιός). Τελικά μετά από έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις επικράτησαν οι απόψεις της αριστερής πτέρυγας που εμπνεόταν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και το κόμμα από την ίδρυση του κιόλας απέκτησε επαναστατικό προσανατολισμό.

Η διακήρυξη του ΣΕΚΕ και η εκλογή του πρώτου Γραμματέα
Το κόμμα διακήρυττε ανοιχτά και περήφανα ότι παλεύει «δια την ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβον του διεθνούς σοσιαλισμού». Λόγω διαφωνιών με τη γραμμή ο Νικόλαος Γιαννιός και η ομάδα του αποχώρησε από το συνέδριο χωρίς όμως αυτό να έχει επιπτώσεις στο νεοσύστατο κόμμα. Την πρώτη Κεντρική Επιτροπή, που εκλέχθηκε στο συνέδριο, αποτελούσαν ο Νίκος Δημητράτος, ο Άριστος Αρβανίτης, ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, ο Σταμάτης Κόκκινος και ο Μιχάλης Σιδέρης.

Γραμματέας της πρώτης Κεντρικής Επιτροπής εκλέχτηκε ο Νίκος Δημητράτος. Την Εξελεγκτική Επιτροπή αποτελούσαν ο Γιώργος Πισπινής, ο Σπύρος Κομιώτης και ο Αβραάμ Μπεναρόγια. Ο Διευθυντής της εφημερίδας Εργατικός Αγών που ήταν το πρώτο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος εκλέχτηκε ο Δ. Λιγδόπουλος.
Η βιογραφία του Νίκου Δημητράτου πρώτου ΓΓ του ΣΕΚΕ (1918-1922)
Ο Νίκος Δημητράτος γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1894. Αδερφός του ήταν ο μετέπειτα μεταξικός υπουργός Εργασίας Αριστείδης Δημητράτος και ξάδερφός του ο επίσης σοσιαλιστής ηγέτης Παναγής Δημητράτος. Μεγάλωσε στην Κεφαλονιά με σοσιαλιστικές ιδέες κι όταν ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή, αναδείχτηκε σε βασικό στέλεχος της «Σοσιαλιστικής Ένωσης» (ιδρυτής ήταν ο Παναγής Δημητράτος) και της «Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθηνών» (επικεφαλής ήταν ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος). Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έγινε δικηγόρος.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ ήταν επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και εξελέγη Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, θέση που διατήρησε για τρία περίπου χρόνια. Συγκεκριμένα εμπνεόμενος από την Οκτωβριανή Επανάσταση προσχώρησε στην κομμουνιστική ιδεολογία και έλαβε ενεργά μέρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο και εξελέγη στην πρώτη -πενταμελή τότε- Κεντρική Επιτροπή και έγινε Γραμματέας της στο πλαίσιο της συλλογικής ηγεσίας του κόμματος. Ο Νίκος Δημητράτος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ΣΕΚΕ μαζί με τους Δημοσθένη Λιγδόπουλο, Σπύρο Κουμιώτη, Μιχάλη Οικονόμου και Μιχάλη Σιδέρη, και ήταν υπέρ της μπολσεβικοποίησης του κόμματος, δηλαδή της οργάνωσής του κατά τα επαναστατικά λενινιστικά πρότυπα ώστε «στις κατάλληλες συνθήκες να εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή», δηλαδή να ανατρέψει τις αστικές κυβερνήσεις και να καταλάβει την εξουσία. Ταυτόχρονα αντιτασσόταν σε κάθε αστική κυβέρνηση, είτε βενιζελική είτε αντιβενιζελική.
Ο Ν. Δημητράτος μαζί με τους Δ. Λιγδόπουλο, Σ. Κουμιώτη, Μ. Οικονόμου και Μ. Σιδέρη, που αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα του ΣΕΚΕ, θα πρωτοστατήσουν για την οργανική σύνδεση του κόμματος με την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ), που είχε ιδρυθεί το Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα. Το ΣΕΚΕ με αυτή τη σύνθεση οργάνωσε την πρώτη του συγκέντρωση στην πλατεία συντάγματος τον Δεκέμβριο του 1918 στο θέατρο «ΔΙΟΝΥΣΙΑ», όπου εμφανίστηκε αρκετός κόσμος.
Παρόμοιες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν σε Βόλο, Καβάλα και Θεσσαλονίκη. Ως όργανο του κόμματος μπορεί να χρησιμοποιήθηκε η εβδομαδιαία εφημερίδα Εργατικός Αγών, όμως η καθημερινή ενημέρωση των μελών γινόταν μέσω του Ριζοσπάστη που έκδιδε ο Ι.Πετσόπουλος και συνέκλινε με τις απόψεις του ΣΕΚΕ.
Πρώτο μέλημα των μελών του ΣΕΚΕ ήταν η οργάνωση των εργατοϋπαλλήλων στα συνδικάτα στα πλαίσια της ΓΣΕΕ. Αν και ολιγάριθμα τα μέλη του απέκτησαν γρήγορα μεγάλη επιρροή στα συνδικάτα. Με την βοήθεια του κόμματος η ΓΣΕΕ οργάνωσε το 1919 την πρώτη υπαλληλική απεργία τραπεζικών στην Ελλάδα και τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς της χρονιάς εκείνης με αιτήματα αύξησης ημερομισθίων, καθιέρωση οκταώρου και κοινωνικές ασφαλίσεις. Λόγω των απαγορεύσεων της κυβέρνησης Βενιζέλου να πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις μέσα στα αστικά κέντρα οι εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στα προάστια.
Στις 2 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου την παρουσίασε ως περιορισμένη επιχείρηση στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ. Τελικά η επιχείρηση μετατράπηκε σε εκτεταμένη πολεμική σύρραξη. Από την αρχή το ΣΕΚΕ την χαρακτήρισε ως «τυχοδιωκτική ιμπεριαλιστική πολεμική περιπέτεια». Η αντίδραση του λαού ήταν θετική αφού ήταν αποκαμωμένος από τις διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις.
Στις 18-24 Μάη 1919 έγινε το πρώτο Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ. Στο Α’ Εθνικό Συμβούλιο πήραν μέρος τα μέλη της Κεντρικής και της Εξελεγκτικης επιτροπής που είχαν εκλεγεί στο πρώτο συνέδριο του κόμματος. Επίσης έλαβε μέρος ο αντιπρόσωπος των νεολαίων στην Κεντρική Επιτροπή, Φ. Τζουλάτι, οι βουλευτές Α. Σίδερης, Α. Κουριέλ και οι αντιπρόσωποι τμημάτων του κόμματος σε διάφορες πόλεις.
Σε αυτό το Εθνικό Συμβούλιο αποφασίστηκε η αποχώρηση του κόμματος από την Β’ Διεθνή και η ένταξη του στην Γ’ Διεθνή ή Κομμουνιστική (ΚΔ), που είχε ιδρυθεί το Μάρτη του 1919 στη Μόσχα. Η απόφαση αυτή πάρθηκε μετά από σκληρή αντιπαράθεση των δύο αντίπαλων τάσεων του κόμματος, της αριστερής με επικεφαλής τους Ν. Δημητράτο, Δ. Λιγδόπουλο και Μ. Σιδέρη και της δεξιάς με επικεφαλής τους Α. Μπεναρόγια και Α. Σίδερη.
Παραιτήθηκαν τότε από την ΚΕ για λόγους ευθιξίας οι Νίκος Δημητράτος, Δημοσθένης Λιγδόπουλος και Μ. Σιδέρης, παρόλο που είχαν πετύχει να περάσουν την άποψή τους, γιατί κατηγορήθηκαν από τους αντιπάλους τους για τη βιασύνη τους να συνδεθούν με την ΚΔ. Επίσης αποφασίστηκε η σύγκληση του 2ου συνεδρίου του ΣΕΚΕ και καταδικάστηκε ξανά η επέμβαση των ξένων κρατών στην Σοβιετική Ρωσία. Εκλέχθηκε τετραμελής Κεντρική Επιτροπή από τους Παναγή Δημητράτο, Σ. Κόκκινο, Α. Αρβανίτη και Α. Τσαλαβούτα. Γραμματέας της Κ.Ε ανέλαβε ο δάσκαλος Παναγής Δημητράτος.
Στις 25 Νοέμβρη του 1919 συνήλθε το δεύτερο Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ. Αποφάσισε την αποστολή του Δ. Λιγδόπουλου στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ) στη Σόφια και στην συνέχεια στη Μόσχα στο 2ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ) για να εκτελέσει την απόφαση του πρώτου Εθνικού Συμβουλίου, την ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κ.Δ. Επίσης επανήλθαν στην ηγεσία του κόμματος οι Ν. Δημητράτος, Δ. Λιγδόπουλος και Μ. Σιδέρης που είχαν παραιτηθεί στο πρώτο Εθνικό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 1919.
Στις 18-25 Απρίλη 1920 στην αίθουσα του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας συνήλθε το 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ. Δεν είναι γνωστοί οι αντιπρόσωποι από το τμήμα της Κέρκυρας και των ομίλων Ιωαννίνων, Αργοστολίου, Καλαμών, Πάτρας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Λαμίας, Τυρνάβου, Αγρινίου και Λαυρίου. Το συνέδριο όμως παρακολούθησαν τα διοικητικά συμβούλια των μεγαλύτερων συνδικάτων και εργατικών οργανώσεων, μέλη και φίλοι του κόμματος, δημοσιογράφοι έλληνες και ξένοι.
Το συνέδριο ενέκρινε και πάλι την απόφαση για ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κομιντέρν, αποδέχτηκε με σαφήνεια την Δικτατορία του προλεταριάτου καθώς και την αρχή του Δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ως βάση της οργανωτικής συγκρότησης και λειτουργίας. Ψηφίστηκε νέο καταστατικό και το όνομα του κόμματος άλλαξε σε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Κομμουνιστικό). Υπήρχαν κάποιοι που διαφώνησαν με αυτές τις αποφάσεις γιατί πίστευαν ότι θα έπρεπε το κόμμα να αποτελείται από πολλές ομάδες με συγκρουόμενες απόψεις, πρότειναν οργανωτική χαλαρότητα και αρνούνταν την συμμετοχή στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ακόμα υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι είχαν ως σύνθημα «…πρώτα μόρφωση μετά δράση…» που αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα των κινημάτων των Αρχειομαρξιστών και των Τροτσκιστών στην Ελλάδα. Ο Παντελής Πουλιόπουλος, ωστόσο, ηγέτης μετέπειτα του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών και πρώτος γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1924) δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, όντας πιστός στην προοπτική της Κομιντέρν. Τέλος το συνέδριο αποφάσισε την οργανική σύνδεση του κόμματος με την ΓΣΕΕ.
Γραμματέας της ΚΕ επανεκλέχθηκε ο Νίκος Δημητράτος με τα υπόλοιπα μέλη της ΚΕ να είναι ο Γεώργιος Δούμας, ο Γιάννης Κορδάτος, ο Μιχάλης Σιδέρης και ο Παναγής Δημητράτος
Σύμφωνα με απόφαση του 2ου συνεδρίου ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος θα μετέβαινε στη Σοβιετική Ένωση σαν εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ στο 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν (ΚΔ) και για να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη του κόμματος στις τάξεις της. Ο Λιγδόπουλος θα παρακολουθήσει το 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1920 και θα διαπραγματευθεί την ένταξη του ΣΕΚΕ στις τάξεις της. Θα υπάρξει καταρχήν συμφωνία και η ΚΔ θα στείλει στην Ελλάδα σαν αντιπρόσωπό της το νεαρό ελληνορώσο Ωρίωνα Αλεξάκη για την υπογραφή της ένταξης.
Οι δύο νεαροί κομμουνιστές Λιγδόπουλος και Αλεξάκης θα πάρουν από την Οδησσό, τον Οκτώβρη του 1920, πλοίο για να επιστρέψουν στην Ελλάδα αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα δολοφονηθούν από Τουρκολαζούς λαθρεμπόρους στη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι η πρώτη προσπάθεια σύνδεσης του ΣΕΚΕ με την ΚΔ είχε τραγικό τέλος.
Στις 16-19 Σεπτέμβρη 1920 έλαβε χώρα έκτακτο εκλογικό συνέδριο του ΣΕΚΕ στην Αθήνα. Σε αυτό πήραν μέρος η κεντρική επιτροπή, η εξελεγκτική επιτροπή, οι βουλευτές Α. Σίδερης, Α. Κουριέλ και οι αντιπρόσωποι των τμημάτων. Δεν ξέρουμε τα ονόματα των αντιπροσώπων από την Καλαμάτα, Ιωάννινα και Κεφαλλονιά.
Το θέμα του συνεδρίου ήταν η στάση που θα κρατούσε το κόμμα στις προκηρυγμένες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Το συνέδριο αποφάσισε την συμμετοχή του κόμματος στις εκλογές και ψήφισε εκλογικό πρόγραμμα. Τάχθηκε κατά της μικρασιατικής εκστρατείας γιατί αυτή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ξένων και ελλήνων καπιταλιστών υπό τη σημαία της Αντάντ. Ακόμα εξέλεξε 23 υποψηφίους και εξουσιοδότησε την κεντρική επιτροπή με την ελευθερία διεύρυνσης της λίστας κατά βούληση. Το κόμμα πραγματοποίησε μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις με σύνθημα το «Σφυρί-Δρεπάνι». Το ΣΕΚΕ συγκέντρωσε περίπου το 13% των ψήφων (100.000), αλλά λόγω του εκλογικού συστήματος δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή.
Τέλος άλλαξε η θέση του κόμματος στο αγροτικό ζήτημα ζητώντας «…άμεση και οριστική κατοχή των αγροκτημάτων στους δουλευτές τους χωρίς αποζημίωση και ταυτόχρονα την κατάσχεση των έκτακτων πολεμικών κερδών των τσιφλικάδων…». Έτσι ακολούθησε τις επιταγές του μαρξισμού-λενινισμού για συμμαχία προλεταριάτου – αγροτιάς.
Σε εκείνες τις εκλογές όμως κέρδισε η αντιβενιζελική παράταξη «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» με συνθηματολογία περί ειρήνης. Αντίθετα όμως με τις προκηρύξεις της η νέα κυβέρνηση όχι μόνο δεν σταμάτησε την εκστρατεία αλλά κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις και έβαλε στόχο την Άγκυρα, που ήταν η έδρα του κεμαλικού κινήματος. Η φιλοβασιλική κυβέρνηση το Νοέμβριο του 1921 θα προβεί σε φυλακίσεις των ηγετικών στελεχών του ΣΕΚΕ και της διεύθυνσης του Ριζοσπάστη, για «τη διάδοση ηττοπαθών συνθημάτων».
Ο Ν. Δημητράτος μαζί με πολλά ηγετικά στελέχη το Νοέμβριο του 1921 θα κλειστούν στις φυλακές Συγγρού. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την απορρύθμιση του κόμματος, μια συνεχή διαδοχή στην ηγεσία του και την αναβολή της οριστικής ένταξης του ΣΕΚΕ στην Κομμουνιστική Διεθνή. Εντούτοις, οι σκληρές διώξεις εις βάρος των μελών του ΣΕΚΕ ώθησαν τον Νίκο Δημητράτο, από τη μία να καταγγείλει την αστική τάξη της χώρας ως εγκληματική και υποτακτική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά από την άλλη να υποστηρίξει τη θέση της «μακράς νομίμου υπάρξεως», με τη μετατροπή του σε μεταρρυθμιστικό κόμμα, εγκαταλείποντας τον επαναστατικό προσανατολισμό του κόμματος και τη γραμμή της μπολσεβικοποίησης και προσχωρώντας σε σοσιαλδημοκρατικές θέσεις, υποστηρίζοντας ακόμα και τη συνεργασία με τα αστικά κόμματα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το κόμμα έχει ανάγκη μακράς νομίμου υπάρξεως, εφόσον διανύει περίοδον οργανώσεως και προπαγάνδας, και υπό το πνεύμα τούτο πρέπει να εννοούνται και να εφαρμόζονται οι αποφάσεις της Γ΄ Διεθνούς στην Ελλάδα
Στη θερινή εκστρατεία του 1921 ο ελληνικός στρατός αποτυγχάνει να καταλάβει την Άγκυρα και να συντρίψει τον κεμαλικό στρατό, έχοντας τεράστιες απώλειες. Στο μικρασιατικό μέτωπο θα δραστηριοποιηθούν Έλληνες κομμουνιστές με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο, τον Γιώργο Νίκολη και τον Ελευθέριο Σταυρίδη που θα δημιουργήσουν αντιπολεμικούς πυρήνες και θα κυκλοφορήσουν την εφημερίδα Ερυθρός Φρουρός.
Το Κεντρικό Συμβούλιο των Κομμουνιστών Φαντάρων του Μετώπου θα κυκλοφορήσει προκηρύξεις στους στρατιώτες συνήθως γραμμένες από τον Πουλιόπουλο. Αυτές οι προκηρύξεις θα είναι κατά της εκστρατείας και του πολέμου και όπως χαρακτηριστικά γράφουν «για τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων τραπεζιτών και καπιταλιστών σκοτώνονται τα παιδιά των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας». Μάλιστα ο Πουλιόπουλος τον Ιούνιο του 1922 θα συλληφθεί και θα παραπεμφθεί σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, αλλά με την κατάρρευση του μετώπου θα δραπετεύσει από τις στρατιωτικές φυλακές Σμύρνης και θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η διατήρηση μιας πολυάριθμης στρατιάς στη Μικρά Ασία για χρόνια δημιούργησε τεράστια οικονομικά προβλήματα και η οικονομία της Ελλάδας κατέρρευσε. Η κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη τον Μάιο του 1922 κατέφυγε στην «διχοτόμηση» των χαρτονομισμάτων που την ακολούθησε θύελλα απεργιών και διαμαρτυριών.
Το ΣΕΚΕ διακήρυσσε ότι η μόνη λύση ήταν η συνεννόηση με τον τουρκικό λαό έξω από ιμπεριαλιστικά πλαίσια, για ειρήνη και διευθέτηση του προβλήματος του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή. Λόγω αυτής της θέσης τα ηγετικά μέλη του ΣΕΚΕ διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και οι επιθέσεις στα γραφεία του Ριζοσπάστη έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Έτσι η λειτουργία του κόμματος μέχρι τα τέλη του 1922 θα απορυθμιστεί. Toν Φεβρουάριο του 1922 τη θέση του Γενικού Γραμματέα πήρε ο Γιάννης Κορδάτος.
Ο Δημητράτος παρόλα αυτά θα εκπροσωπήσει το ΣΕΚΕ στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα τον Ιούνιο του 1921 μαζί με τους Παστιά Γιατσόπουλο και Γιώργο Γεωργιάδη. Ως επικεφαλής της τριμελούς αντιπροσωπείας του ΣΕΚΕ ο Δημητράτος στην ομιλία του είπε:
Η αστική τάξη της χώρας μάς πολεμάει με όλα τα μέσα. Επιδιώκει να εξοντώσει το κόμμα μας, γιατί βλέπει σ’ αυτό τον εχθρό που με την πάλη του αποκαλύπτει στο λαό τα εγκλήματα που διαπράττει η ελληνική αστική τάξη σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές
Ο Ν. Δημητράτος, εξαιτίας των ρεφορμιστικών του θέσεων, διαγράφηκε από το κόμμα το 1924 ως οπορτουνιστής (καιροσκόπος με μικροαστικές αντιλήψεις). Μετά τη διαγραφή του από το κόμμα μαζί με τον Αβραάμ Μπεναρόγια κ.ά. θα οργανώσουν το 1924 τη «Συγκεντρωτική Ομάδα του ΣΕΚΕ» για ν’ ανατρέψουν την υπεραριστερή (αριστερίστικη) στροφή του κόμματος και να επανέλθει η μετριοπαθής θέση της «μακράς νομίμου υπάρξεως». Η προσπάθειά τους απέτυχε με συνέπεια η ομάδα αυτή να διαλυθεί.
Αργότερα, θα πάρει μέρος στην «Εργατική Σοσιαλιστική Ένωση», που είχαν ιδρύσει οι Γιώργος Γεωργιάδης και Αριστοτέλης Σίδερης (πρώην σοσιαλιστής βουλευτής και ιδρυτικό επίσης μέλος του ΣΕΚΕ), στοχεύοντας στη δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Όπως όλες οι σχετικές κινήσεις ήταν κι αυτή βραχύβια. Αυτό τον ώθησε στο να εγκαταλείψει την πολιτική του δράση και να ασχοληθεί με τη δικηγορία. Ως δικηγόρος ανέλαβε αρκετές εργατικές υποθέσεις. Συνέχισε μέχρι το θάνατό του να ανήκει στην ευρύτερη Αριστερά. Πέθανε στην Αθήνα την περίοδο της γερμανικής κατοχής, μάλλον το 1944.
Α’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη
Στις 19 Φλεβάρη του 1922 συνήλθε η Α’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΕΚΕ(Κ). Τα θέματα που την απασχόλησαν ήταν η πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα του κόμματος, η επαγγελματική τακτική, το κόμμα και η Γ’ Διεθνής, ο Ριζοσπάστης, το περιοδικό του κόμματος και το εκδοτικό τμήμα. Η συνδιάσκεψη συνήλθε γιατί αρκετά ηγετικά στελέχη είχαν φυλακιστεί από το αστικό καθεστώς και στο κόμμα είχε ξεσπάσει μια έντονη εσωκομματική διαπάλη ανάμεσα σε τρεις αντιμαχόμενες ομάδες.
Η μία ομάδα είχε επικεφαλής τους Ν. Σαργολόγο και Ε. Παπαναστασίου που είχε υιοθετήσει υπρεπαναστατικά συνθήματα και έσπρωχνε το κόμμα σε τυχοδιωκτισμούς. Η δεύτερη από τους Ν. Δημητράτο, Αρ. Σίδερη και Α. Κουριέλ που υποστήριζαν την εγκατάλειψη της επαναστατικής τακτικής και τη συνεργασία με τα αστικά κόμματα και μια τρίτη από τους Γ. Κορδάτο, Γ. Γεωργιάδη και Α. Μπεναρόγια που ζητούσε γενικότερη αναθεώρηση της γραμμής του κόμματος. Αποτέλεσμα αυτής της διαπάλης ήταν η θέση της «Μακράς νομίμου υπάρξεως».
«Το Κόμμα διατρέχον ακόμη περίοδον οργανώσεως και προπαγάνδας, έχει ανάγκην μακράς νομίμου υπάρξεως». Το κόμμα με αυτή τη θέση εγκατέλειπε προσωρινά τον επαναστατικό προσανατολισμό του. Η θέση αυτή προκάλεσε την αντίθεση πολλών μελών και στελεχών του κόμματος και γρήγορα τέθηκε ζήτημα αναθεώρησής της. Σε εκείνη την συνδιάσκεψη εκλέχθηκε νέα Κεντρική Επιτροπή από τους Γιάννη Κορδάτο, Γιώργο Γεωργιάδη, Γιάννη Πετσόπουλο (ιδιοκτήτης Ριζοσπάστη), Γιάννη Λαγουδάκη, Γρηγόρη Παπανικολάου, Αριστοτέλη Σίδερη και Μιχάλη Σιδέρη. Γραμματέας της ΚΕ θα αναλάβει ο Γιάννης Κορδάτος.
Η βιογραφία του Γιάννη κορδάτου δεύτερου ΓΓ του ΣΕΚΕ (1922)
Ο Γιάννης Κορδάτος γεννήθηκε στη Ζαγορά το 1891, όπου και τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο (ημιγυμνάσιο) το 1907. Στη συνέχεια ο πατέρας του, που ήταν κτηματίας και έμπορος, τον έστειλε μαθητή στο Ελληνογερμανικό Λύκειο του Γιαννίκη, στη Σμύρνη. Εκεί ευτύχησε να έχει καθηγητή το Δημήτρη Γληνό, ο οποίος τον τράβηξε προς το δημοτικισμό. Την επόμενη σχολική χρονιά βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου, από όπου όμως διέκοψε, λόγω αρρώστιας.

Επέστρεψε στο Βόλο, όπου παρέμεινε και τη σχολική χρονιά 1909-10, για να τον ξαναστείλει κατόπιν ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1911 μετέβη στην Αθήνα και γράφτηκε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή. Προσχώρησε «από τους πρώτους», καθώς έλεγε ο ίδιος, στη Φοιτητική Συντροφιά και λίγο αργότερα έγινε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Ο Κορδάτος στα φοιτητικά του χρόνια ήρθε σε επαφή με το σοσιαλισμό και το εργατικό κίνημα του Βόλου. Στην Αθήνα φαίνεται ότι συμπορεύθηκε με τον κύκλο του Νίκου Γιαννιού, ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κέντρου και δημοτικιστή. Το Νοέμβριο του 1918 δεν έλαβε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ) γιατί απουσίαζε από την Αθήνα, στο οποίο όμως προσχώρησε το Μάιο του 1919.
Τον Απρίλιο του 1920 εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) και τον επόμενο μήνα ορίστηκε «αντιπρόσωπος του Κόμματος» στην εφημερίδα Ριζοσπάστης της οποίας ιδιοκτήτης και διευθυντής ήταν ο Γιάννης Πετσόπουλος. Εκλέχτηκε γραμματέας του κόμματος το Μάιο του 1921 και παρέμεινε στη θέση μέχρι το Νοέμβριο του 1922, οπότε τον διαδέχτηκε ο Νίκος Σαργολόγος. Τον Φεβρουάριο του 1924 ορίστηκε με τους Θωμά Αποστολίδη και Σεραφείμ Μάξιμο στη λεγόμενη «τριμελή ΚΕ», η οποία εκτελούσε χρέη επικεφαλής στο κόμμα μέχρι τη διεξαγωγή του 3ου Έκτακτου Συνεδρίου το Νοέμβριο-Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Το Νοέμβριο του 1922 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ριζοσπάστη, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει κομματικό όργανο.
To 1922 συνελήφθη δυο φορές, μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη του κόμματος (Γ. Γεωργιάδης, Γρ. Παπανικολάου, Αρ.Σίδερης) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ). Αρχικά στις 5 Ιουλίου, εξαιτίας της αντιπολεμικής αρθρογραφίας του Ριζοσπάστη, και εκ νέου το Σεπτέμβριο κατόπιν της κατάρρευσης του Μικρασιατικού μετώπου και την εκδήλωση του αντιμοναρχικού κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου από τους Πλαστήρα-Γονατά-Φωκά.
Η φιλοβασιλική κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου απείλησε τους συλληφθέντες κομμουνιστές με θάνατο, επιχειρώντας μάταια να διαπραγματευτεί μαζί τους τη στήριξή της από το ΣΕΚΕ και την εκ μέρους του καταδίκη των βενιζελικών κινηματιών. Τελικά, η απόφαση εκτέλεσης ματαιώθηκε και οι τελευταίοι απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους στις 5 Οκτωβρίου. Περί τα τέλη του 1924 ή αρχές 1925 αποχώρησε από το μόλις μετονομασμένο ΚΚΕ καθώς διαφώνησε με τις επίσημες θέσεις στο Μακεδονικό ζήτημα, για να διαγραφεί οριστικά το 1927.
Για ένα διάστημα παρέμεινε στο πλάι του κόμματος, μετά όμως την ανάληψη της θέσης του γενικού γραμματέα από το Νίκο Ζαχαριάδη δέχτηκε σφοδρά πυρά. Το στέλεχος της νέας ηγεσίας Γιάννης Ζεύγος (Ζέβγος) εξαπέλυσε το 1933 σειρά επιθέσεων με εναντίον του χαρακτηρισμούς, όπως μεταξύ άλλων, «ιστορικός της μπουρζουαζίας» και «οικονομολόγος στις πρώτες γραμμές της αντεπανάστασης».
O Κορδάτος αντέδρασε έντονα με σειρά άλλων άρθρων, που ο ίδιος έγραψε λίγο πριν το θάνατό του και επέκριναν «τη νέα ηγεσία του Κόμματος, που ερμήνευε χοντροκομμένα και σχηματικά το λενινισμό» ενώ υποστήριζε «πως οι ηγέτες του ΚΚΕ πήραν το στραβό δρόμο». Στα τέλη Δεκεμβρίου 1940 συνελήφθη από τη μεταξική κυβέρνηση, επειδή σε δημοσιεύματα είχε χαρακτηρίσει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως αντιφασιστικό.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Μεταπολεμικά διετέλεσε μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Παρότι οι διαφορές του με το ΚΚΕ είχαν αμβλυνθεί με αφετηρία την κατοχική περίοδο, οι μεταξύ τους σχέσεις ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως.
Από τα νεανικά του χρόνια αρθρογραφούσε σε διάφορα έντυπα. Αρχικά σε φύλλα του Βόλου και αργότερα σε δημοτικιστικά περιοδικά, όπως Ο Νουμάς και τα Γράμματα της Αλεξάνδρειας. Την περίοδο έως το 1925 δημοσίευσε πάρα πολλά άρθρα στα κομματικά έντυπα του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Πολλά από τα κείμενα της περιόδου που ήταν ενταγμένος στο κόμμα ήταν μελέτες γύρω από το αγροτικό ζήτημα, καθόσον είχε αναδειχτεί στον «υπ’ αριθμόν 1 αγροτιστή μέσα στο Σοσιαλεργατικό Κόμμα».
Επηρεασμένος από καιρό από το βιβλίο του Γεωργίου Σκληρού, Το κοινωνικόν μας ζήτημα (1907), και έχοντας ήδη στραφεί στη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, ο Κορδάτος κυκλοφόρησε το 1924 το βιβλίο, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Ήταν ένα από τα πρώτα δείγματα του ιστορικού υλισμού και της μαρξιστικής ιστοριογραφίας στην Ελλάδα, προκαλώντας ποικίλες και έντονες αντιδράσεις. Μετά την αποχώρησή του μάλιστα από την ενεργό πολιτική επιδόθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα, εκδίδοντας πλήθος από αυτοτελείς μελέτες και δημοσιεύοντας πολλά άρθρα, σχόλια και βιβλιοκρισίες.
Ως αρθρογράφος, την περίοδο του Μεσοπολέμου, συνεργάστηκε κυρίως με αριστερά λογοτεχνικά και πολιτιστικά περιοδικά, όπως η Αναγέννηση του Γληνού, ο αλεξανδρινός Ερμής, η Νέα Επιθεώρηση του Αιμιλίου Χουρμούζιου και οι Πρωτοπόροι (αργότερα Νέοι Πρωτοπόροι) του Πέτρου Πικρού, ενώ κείμενά του εμφανίζονταν τακτικά στη Νέα Εστία και στο Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του καθηγητή Δημητρίου Καλιτσουνάκη. Μετά τον πόλεμο αρθρογράφησε σε εφημερίδες της αριστεράς και του κέντρου. Παράλληλα, υπήρξε συνεργάτης πολλών εγκυκλοπαιδειών, όπως λ.χ του «Πυρσού».
Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά η συγγραφική παρουσία του είχε μειωθεί. Την περίοδο εκείνη τα πνευματικά ενδιαφέροντά του στράφηκαν αφενός στις νομικές έρευνες και, αφετέρου, στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, επιλογές που έγιναν, λαμβάνοντας υπόψιν το αυστηρό κλίμα λογοκρισίας της εποχής. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1937-38 ο Κορδάτος δημοσίευσε νομικά δοκίμια σε καθιερωμένα περιοδικά του χώρου, κατόπιν εξέδωσε το μοναδικό νομικό, επιστημονικό βιβλίο του και το 1939 ανέλαβε διευθυντής της σειράς «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελληνών Πεζογράφων και Ποιητών», που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Ιω. & Π. Ζαχαρόπουλου.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στην υλοποίηση του «μεγαλόπνευστου», όπως χαρακτηρίστηκε, σχεδίου του να ολοκληρώσει μια σύνθεση της ιστορίας του ελλαδικού χώρου από τα προϊστορικά χρόνια έως το 1924. Απεβίωσε ξαφνικά, από καρδιακή προσβολή, στις 30 Απριλίου του 1961 και ενώ βρισκόταν στο γραφείο του. Την ημέρα που πέθανε ετοίμαζε ένα άρθρο γύρω από τον εορτασμό της εργατικής πρωτομαγιάς, προκειμένου να δημοσιευτεί στην εφημερίδα Αυγή. Η κηδεία του έγινε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου, ενώ παραβρέθηκε επίσης αντιπροσωπεία της ΕΔΑ.Τη στιγμή του θανάτου του επίσης είχε έτοιμα για δημοσίευση τρία βιβλία: την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μια ιστορία για το αγροτικό κίνημα και τη μελέτη Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός.
Μετά τον θάνατό του ομάδα διανοουμένων φίλων του συνέστησε το σύλλογο «Οι Φίλοι του Γιάνη Κορδάτου» και το συνδεδεμένο με αυτόν «Ιστορικό-Φιλολογικό Ινστιτούτο Γιάνης Κορδάτος». Το τελευταίο είχε πρόεδρο τον καθηγητή Γιάννη Ιμβριώτη και σκοπό την προβολή του έργου του εκλιπόντος. Με την επιβολή όμως της δικτατορίας του 1967 οι φορείς αυτοί διέκοψαν οριστικά τη λειτουργία τους.
Σήμερα, στην γενέτειρά του Ζαγορά Πηλίου λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος που φέρει το όνομά του, ενώ το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό αμφιθέατρο του κτιρίου Παπαστράτου στο Βόλο, ενώ στο Δήμο Καλλιθέας υπάρχει και δρα το Πολιτιστικό Κέντρο «Γιάννης Κορδάτος».
1ο Έκτακτο Συνέδριο
Με την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας επιστρέφουν από το μέτωπο και εντάσσονται στο κόμμα, στα τέλη του 1922, πολλοί κομμουνιστές στρατιώτες. Αυτοί θα αποτελέσουν τη δυναμική αριστερή πτέρυγα του κόμματος με ηγέτη τον Π. Πουλιόπουλο.
Θα επιδιώξουν την επαναφορά του κόμματος σε επαναστατική τροχιά εγκαταλείποντας τη θέση της «μακράς νομίμου υπάρξεως», την μπολσεβικοποίηση του κόμματος και τη διαγραφή από αυτό των οπορτουνιστών της ιδρυτικής γενιάς του ΣΕΚΕ που αντιδρούν σ’ αυτή. Το Νοέμβριο (2-13) του 1922 στην Αθήνα, στα γραφεία του συνδικάτου «Πρόοδος» συνήλθε το 1ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ). Τα θέματα ήταν: η Λογοδοσία της ΚΕ, η Γενική πολιτική-επαγγελματική τακτική, το Ζήτημα των εκλογών, οι οργανώσεις του κόμματος, η εκλογή της νέας διοίκησης. Σε αυτό το έκτακτο συνέδριο εκλέχτηκε νέα ΚΕ και Γραμματέας της ΚΕ θα αναλάβει ο Νίκος Σαργολόγος, μια σκοτεινή μορφή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Τη νέα ΚΕ αποτελούσαν ο Νίκος Σαργολόγος, ο Γιάννης Κορδάτος, ο Γιάννης Λαγουδάκης, ο Θόδωρος Μάγγος και ο Δημήτρης Γιαμογιάννης.
Η βιογραφία του Νίκου Σαργολόγου τρίτου ΓΓ του ΣΕΚΕ (1922-1923)
Ο Σαργολόγος γεννήθηκε στη Σύρο το 1895 και ήταν Φραγκοσυριανός. Εγκαταστάθηκε σε αδιευκρίνιστη χρονολογία στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως εμποροϋπάλληλος. Εκεί δραστηριοποιήθηκε στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και έγινε γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης. Με τη δράση του εκεί έγινε γνωστός ως ρήτορας και ως δυναμικός επαναστάτης.
![Νικόλαος Σαργολόγος [192x] | XYZ Contagion](https://xyzcontagion.files.wordpress.com/2017/05/cebdceb9cebacf8ccebbceb1cebfcf82-cf83ceb1cf81ceb3cebfcebbcf8cceb3cebfcf82-192x.jpg?w=381)
Γύρω στο 1920 εντάχθηκε στο ΣΕΚΕ και εκλέχθηκε στην Κεντρική του Επιτροπή ως έμμισθο επαγγελματικό στέλεχος, συμμετέχοντας στην υπερεπαναστατική τάση του κόμματος μαζί με τον Ευάγγελο Παπαναστασίου.
Τον Οκτώβριο του 1922 εκλέχθηκε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν στη Μόσχα το 1922 ο Σαργολόγος μετείχε σαν εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ μαζί με τους Α.Χαϊτά και Σ. Μάξιμο. Τον Σεπτέμβριο του 1923 αντικαταστάθηκε στη θέση του Γραμματέα της ΚΕ από τον Θωμά Αποστολίδη. Τον Δεκέμβριο του 1923 στο 6ο Συνέδριο της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ) στη Μόσχα, το κύριο θέμα ήταν η αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ο Σαργολόγος συμμετείχε στο συνέδριο ως αντιπρόσωπος του ΣΕΚΕ και ψήφισε υπέρ της αυτονομήσεως της Μακεδονίας και της Θράκης, υπερψηφίζοντας την πρόταση των Βουλγάρων Βασίλι Κολάρωφ και Γκεόργκι Δημητρώφ εκπροσώπων του Κ.Κ.Βουλγαρίας. Ο Σαργολόγος υπερψήφισε την πρόταση για αυτονόμηση της Μακεδονίας, χωρίς να έχει τέτοια εξουσιοδότηση από το ΣΕΚΕ και παρά τις διαφωνίες σημαντικού μέρους της Κ.Ε του κόμματος που υποστήριζε τον ελληνικό χαρακτήρα της (πιο χαρακτηριστική περίπτωση ο Γιάνης Κορδάτος, αλλά και οι Θωμάς Αποστολίδης, Λευτέρης Σταυρίδης) και τη διαφωνία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Σαργολόγος, ήδη μετά την απομάκρυνσή του από τη θέση του Γραμματέα της ΚΕ, είχε αρχίσει να απομονώνεται από την καθοδήγηση του κόμματος, πράγμα που του προκάλεσε απογοήτευση. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι ήταν αντιπρόσωπος του ΣΕΚΕ στο 6ο Συνέδριο της ΒΚΟ δεν κατάφερε να εκλεγεί μέλος της Κ.Ε της ΒΚΟ. Επίσης, η μη εκλογή του στα κεντρικά καθοδηγητικά όργανα του αφαιρούσε αυτόματα την ιδιότητα του επαγγελματικού στελέχους.
Επιστρέφοντας από τη Μόσχα η Κομιντέρν έδωσε 7.500 δολάρια στο Σαργολόγο για την ενίσχυση του ΣΕΚΕ. Εκείνος μαζί με την Γερμανίδα σύζυγό του, που ήταν γραμματέας της Διεθνούς, μόλις επέστρεψαν στην Ελλάδα ισχυρίστηκαν ότι έπεσαν θύματα ληστείας και κράτησαν τα χρήματα. Παράλληλα, αποφάσισαν να συνεργαστούν με την ελληνική κυβέρνηση, δίνοντας πληροφορίες για το κόμμα, λέγοντας ακόμα και ψέματα για τα δράση του, ενώ ο ίδιος κατέθεσε σε πολλές δίκες στελεχών του KΚΕ ως μάρτυρας κατηγορίας.
Στόχος τους ήταν να τους δοθεί άδεια για να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Τελικά το 1925-26 οι κρατικές αρχές τους έδωσαν άδεια και έφυγαν για την Αμερική. Ύστερα από τη μετανάστευσή του στις ΗΠΑ, στο Σικάγο, ο Σαργολόγος άνοιξε μια εκκλησία και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του με καχυποψία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του στις ΗΠΑ ζούσε σε έσχατη ένδεια και πέθανε πάμφτωχος, το 1974.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης το 1933 για τα 15 χρόνια δράσης του ΚΚΕ σε κείμενο με τίτλο «Από την πάλη για τη μετατροπή του σοσιαλεργατικού κόμματος σε κομμουνιστικό», γράφει:
«…Πολλά από τα ονόματα που αναφέρονται δεν βρίσκονται πλέον μέσα στο επαναστατικό κίνημα. Άλλοι έγιναν χαφιέδες – προβοκάτορες ή ήταν τέτοιοι, όπως ο Σαργολόγος, που υπηρετούσε ως διερμηνέας σε κάποιο εγγλέζικο ίδρυμα…».
Ίδρυση της ΟΚΝΕ
Με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ στις 28 Νοέμβρη 1922, συνήλθαν στη Θεσσαλονίκη αντιπρόσωποι των σοσιαλιστικών οργανώσεων νέων από διάφορες πόλεις της Ελλάδας και ίδρυσαν την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Η ΟΚΝΕ εντάχθηκε αμέσως στην Κομμουνιστική Διεθνή Νέων.
Το πρώτο συνέδριο της ΟΚΝΕ εξέλεξε Κεντρική Επιτροπή από τους Ζακ Βεντούρα, Μωυσή Βεντούρα, Σπύρο Θεοδώρου, Μ. Καράσσο και Γ. Φράππα. Δημοσιογραφικό όργανο της ΟΚΝΕ έγινε η εφημερίδα Νεολαία.
2ο Έκτακτο Συνέδριο
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1923 θα συνέλθει το 2ο Έκτακτο (εκλογικό) Συνέδριο με θέμα την αναδιοργάνωση του κόμματος λόγω της μακράς απουσίας από αυτό πολλών ηγετικών στελεχών. Επίσης θα τεθεί ξανά το θέμα της οργανικής σύνδεσης με την Κομιντέρν, αλλά η απόφαση θα μετατεθεί για το επόμενο συνέδριο. Θα απομακρυνθεί από την Κεντρική Επιτροπή ο Νίκος Σαργολόγος και θα εκλεγεί νέα ΚΕ με Γραμματέα τον συνδικαλιστή από το Βόλο, Θωμά Αποστολίδη. Την τετραμελή ΚΕ αποτελούσαν οι Θωμάς Αποστολίδης, Ο Σεραφείμ Μάξιμος, Ο Ελευθέριος Σταυρίδης και ο Χρήστος Τζάλλας.
Το συνέδριο εξέλεξε επίσης Κεντρική Εκλογική Επιτροπή (ΚΕΕ) με επικεφαλής τον Γ. Κορδάτο και Ε. Παπαναστασίου. Σε προκύρηξη που απηύθυνε στις 16 Οκτώβρη 1923 η ΚΕΕ τόνιζε ότι:
Το Κομμουνιστικό Κόμμα που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα των τίμιων εργατών του χεριού και του πνεύματος, κατέρχεται εις τας εκλογάς για να αποκαλύψει την προδοσίαν των αστικών κομμάτων και να χτυπήσει αλύπητα την νέαν απόπειρα προς εξαπάτηση του λαού
Το εκλογικό σύνθημα του κόμματος ήταν «Σφυρί-Δρεπάνι». Στις εκλογές στις 16 Δεκέμβρη 1923 που το ΣΕΚΕ συμμετείχε, συγκέντρωσε μόλις 18000 ψήφους και δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή. Το 1922-1923 εμφανίστηκε στους κόλπους του ΣΕΚΕ μια αντιπολιτευόμενη κίνηση, που από την Πρωτομαγιά του 1923 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Αρχείο Μαρξισμού, από το οποίο τα μέλη της πήραν το όνομα Αρχειομαρξιστές.
Ηγέτης της κίνησης αυτής, που αυτοπαρουσιαζόταν ως ομάδα με το όνομα Εργασία, ήταν ο Φραγκίσκος Τζουλάτι. Μέχρι το 1924 που ψηφίστηκε η διαγραφή τους για φραξιονισμό, ανήκαν οργανωτικώς στο ΣΕΚΕ. Κύριο σύνθημα των αρχειομαρξιστών ήταν πρώτα μόρφωση, μετά δράση. Ο Τζουλάτι, αντιλαμβανόμενος την ανεπάρκειά του μπροστά στις μεγάλες ευθύνες που προέκυψαν, παραιτήθηκε και πρότεινε το Δημήτρη Γιωτόπουλο ως αντικαταστάτη του. Ο Δ. Γιωτόπουλος έγινε ο ηγέτης των αρχειομαρξιστών μαζί με τον ηθοποιό Γιώργη Βιτσώρη. Εντωμεταξύ στο ΣΕΚΕ από την Τετραμελή ΚΕ εκλέχθηκε ΓΓ του κόμματος ο Θωμάς Αποστολίδης, που αποτέλεσε και τον τελευταίο γραμματεά πριν το κόμμα μετονομαστεί σε ΚΚΕ.
Η βιογραφία του τελευταίου ΓΓ του ΣΕΚΕ Θωμά Αποστολίδη (1923-1924)
Ο Θωμάς Αποστολίδης γεννήθηκε το 1892 στο Βόλο. Το επάγγελμά του ήταν τυπογράφος και είχε σημαντικό ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1911 συμμετείχε στην συνδικαλιστική κίνηση του Βόλου και έγινε γραμματέας της Πανεργατικής Ενώσεως Βόλου η οποία στις 15/2/1921 κάλεσε συλλαλητήριο για τη τιμή του ψωμιού, όπου όμως συνέβησαν ανοργάνωτα επεισόδια και καταστροφές καταστημάτων, τα οποία οι διοργανωτές προσπάθησαν να αποτρέψουν δίχως αποτέλεσμα.
Συνέπεια αυτού ήταν να συλληφθεί μαζί με τους υπόλοιπους 14 διοργανωτές από την αστυνομία. Παρέμεινε μαζί τους φυλακισμένος ως υπόδικος επί δυόμιση χρόνια όταν και αποφυλακίστηκε. Τον Οκτώβριο του 1923 εκλέχθηκε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ, ενώ ήταν και υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές του 1923. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του σημειώθηκαν σκληρές εσωκομματικές συγκρούσεις με αιχμή το Μακεδονικό ζήτημα.
Ο Αποστολίδης, μαζί με τον Γιάνη Κορδάτο και τον Λευτέρη Σταυρίδη ήταν ο πυρήνας των στελεχών που χαρακτήρισαν ανεδαφική τη θέση για «Ενιαία Ανεξάρτητη Μακεδονία» και υπερασπίστηκαν τον ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής. Οι θέσεις του στάθηκαν αφορμή να παραχωρήσει την καθοδήγηση του κόμματος στον Πουλιόπουλο, τότε εσωκομματικό του αντίπαλο. Αργότερα, ο Αποστολίδης διαγράφτηκε από το κόμμα για αντικομματική στάση.
Μετά τη διαγραφή του από το ΚΚΕ, ο Αποστολίδης συνεργάστηκε με τους Αρχειομαρξιστές και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας στο οποίο τελικά εντάχθηκε. Το 1924 ήταν γραμματέας της «Ομοσπονδίας Τύπου και Χάρτου». Επίσης το 1927 ήταν γραμματέας εργατών τύπου.Η μεταξική δικτατορία τον εξόρισε στον Άγιο Ευστράτιο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Επαναστατική Παράταξη του ΚΚΕ το 1942, η οποία έβλεπε κριτικά τη δράση του ΕΑΜ αλλά το στήριζε. Αργότερα στις 2/5/1943 συμμετείχε στη δημιουργία του Επαναστατικού Σοσιαλιστικού (Κομμουνιστικό) Κόμματος Ελλάδας (ΕΣΚΚΕ) στο οποίο ήταν γραμματέας του και το οποίο ήταν φράξια για μια περίοδο στο κόμμα Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας-Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΛΔ-ΣΚΕ) που συμμετείχε στο ΕΑΜ.
Το Φεβρουάριο του 1944 το ΕΣΚΚΕ κατέληξε σε συμφωνία σε συνδικαλιστικά ζητήματα με το Κόμμα Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΚΚΔΕ). Λίγο αργότερα όμως το ΕΣΚΚΕ ζήτησε προσχώρηση στο ΕΑΜ ενώ έκανε κριτική στον Ελληνικό τροτσκισμό για σεχταρισμό.
Παρά το γεγονός ότι ο Αποστολίδης και οι σύντροφοί του έγιναν δεκτοί στο ΕΑΜ, δεν έγινε δεκτό το αίτημα τους να αναγνωριστεί το ΕΣΚΚΕ ως κόμμα-μέλος του ΕΑΜ, λόγω βέτο που άσκησε η καθοδήγηση του ΚΚΕ. Στις 5 Σεπτέμβρη του 1944 ο Θωμάς Αποστολίδης εκτελέστηκε για την αντιστασιακή του δράση από τις κατοχικές δυνάμεις.
3ο Έκτακτο Συνέδριο
Στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο (26 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη) το 1924, το κόμμα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και εντάχθηκε οριστικά στους κόλπους της ΚΔ, αποδεχόμενο τους 21 όρους της. Έτσι ξεκίνησε η μπολσεβικοποίηση, δηλαδή η οργάνωση σαν ένα τυπικό επαναστατικό κόμμα, τμήμα της Κ.Δ, σύμφωνα με τις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Στο συνέδριο εκλέχθηκε 15μελής Κ.Ε αποτελούμενη από τους Π. Πουλιόπουλο, Θ. Αποστολίδη, Σ. Μάξιμο, Κ. Σκλάβο, Ν. Νικολαΐδη, Β. Νικολινάκο, Ν. Ευαγγελόπουλο, Ε. Ακριβόπουλο, Γ. Κορδάτο, Ε. Σταυρίδη, Κ. Θέο, Α. Χαϊτά, Α. Σαρόγλου, Ταχογιάννη και Κοσμά. Αναπληρωματικά μέλη εκλέχτηκαν οι Φ. Παπαδόπουλος, Γ. Παπανικολάου, Κ. Κωνσταντινίδης, Α. Παπαδόπουλος. Από τα 15 μέλη της ΚΕ, οι 7 πρώτοι εκλέχτηκαν στην Εκτελεστική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε για πρώτη φορά.
Γραμματέας της Κ.Ε εκλέγεται ο νομικός Παντελής Πουλιόπουλος που είχε έρθει από το μικρασιατικό μέτωπο μετά την κατάρρευση του 1922 και ήταν πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών & Θυμάτων Στρατών. Ήταν επαρκώς μαρξιστικά καταρτισμένος, είχε μεταφράσει στα ελληνικά κλασικά μαρξιστικά έργα και ήταν πολύγλωσσος. Ο Πουλιόπουλος που ήταν μόνο 23 ετών είχε τη στήριξη της ΚΔ γιατί ήταν πιστά προσηλωμένος στην προοπτική της ΚΔ και στις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Επίσης διαγράφηκαν από το κόμμα πολλά από τα ιδρυτικά στελέχη του ΣΕΚΕ (Ν. Δημητράτος, Α. Μπεναρόγια, Γ. Γεωργιάδης κ.α) σαν οπορτουνιστές (καιροσκόποι με μικροαστική νοοτροπία), καθώς και οι Αρχειομαρξιστές. Ο Νίκος Ζαχαριάδης για τα μέλη της ιδρυτικής γενιάς του ΣΕΚΕ, αρκετά χρόνια αργότερα, έλεγε ότι «δεν μπόρεσαν να αποβάλλουν τη μικροαστική νοοτροπία και να αποκτήσουν μπολσεβίκικη. Ο μπολσεβίκος δεν μπόρεσε να επικρατήσει του μικροαστού».
Το κόμμα στο εξής συνέχισε την κομμουνιστική του διαδρομή σαν ΚΚΕ – Ελληνικό Τμήμα της Κ.Δ.
To άρθρο αυτό αποτελεί αφιέρωμα στη ζωή και στη δράση των ΓΓ του ΚΚΕ και φόρο τιμής στα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Διαβάστε επίσης τη ζωή των υπολοίπων ΓΓ:
- Παντελής Πουλιόπουλος (1924-1925)
- Λευτέρης Σταυρίδης (1925-1926)
- Παστιάς Γιατσόπουλος (1926-1927)
- Ανδρόνικος Χαϊτάς (1927-1931)
- Νίκος Ζαχαριάδης (1931-1936,1945-1956)
- Ανδρέας Τσίπας (1941)
- Γιώργης Σιάντος (1942-1945)
- Απόστολος Γκρόζος (1956)
- Κώστας Κολιγιάννης (1956-1972)
- Χαρίλαος Φλωράκης (1972-1989)
- Γρηγόρης Φαράκος (1989-1991)
- Αλέκα Παπαρήγα (1991-2013)
- Δημήτρης Κουτσούμπας (2013-)