28 μαϊου 1979:Ο Καραμανλής υπογράφει την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ

Το 2022 κλείνουμε 43 χρόνια στην ΕΕ. Η φετινή επέτειο της ένταξης της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ έρχεται με μια Ευρώπη η οποία αναζητά διεξόδους ύστερα από αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, την κρίση του Κορωνοϊού και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όλα αυτά θα έχουν απρόβλεπτο μέλλον για την ΕΕ γενικότερα.

28 μαϊου 1979:Ο Καραμανλής υπογράφει την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ

Το 1979 η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική κοινότητα (ΕΟΚ),που υπήρξε η σημαντικότερη και γνωστότερη από τις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (οι άλλες δύο ήταν η ΕΚΑΧ και η ΕΥΡΑΤΟΜ). Η ΕΟΚ Ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1958 με τη θέση σε ισχύ της ομώνυμης Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (υπογραφή 25.3.1957). Με την έναρξη όμως της ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993, που υπέγραψε και η τότε Ελληνική κυβέρνηση, μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αποτέλεσε το σπουδαιότερο τμήμα του πρώτου από τους τρεις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΟΚ

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ναζιστικό κόμμα στη Γερμανία επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για την ενοποίηση της Ευρώπης, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει τους πόρους. Εμπνευστής του προγράμματος, ήταν ο υπουργός οικονομικών του Χίτλερ, Βάλτερ Φουνκ που δημοσίευσε το 1942 τη μελέτη του, με τον τίτλο Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Europäische Wirtschaftsgemeinschaft). To τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άφησε την Ευρώπη κατεστραμμένη, διαιρεμένη και ελεγχόμενη από μη ευρωπαϊκά κέντρα (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ). Την ίδια περίοδο, η σταδιακή απώλεια των αποικιών περιόρισε την ήδη κλονισμένη οικονομική και πολιτική ισχύ των ευρωπαϊκών κρατών. Παράλληλα, οι εκατόμβες των θυμάτων των δύο Παγκοσμίων Πολέμων κλόνισαν ανεπανόρθωτα την ιδέα του εθνικού κράτους.

Επίσης, μετά τον πόλεμο, το κράτος έχασε βαθμιαία το δεσπόζοντα ρόλο του στην οικονομία, της οποίας ο έλεγχος πέρασε σε πολυεθνικά κεφάλαια για τα οποία τα εθνικά σύνορα αποτελούσαν μόνο εμπόδιο στην διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους. Οι τάσεις αυτές στην οικονομία, η οποία από εθνική μεταβαλλόταν σε διεθνή, επέβαλλαν την πολιτική και οργανωτική αναδιοργάνωσή της. Η απάντηση σ’ αυτό το αίτημα της αγοράς ήταν η οικονομική συνεργασία των κυβερνήσεων σε διεθνές επίπεδο.

Στα πρώτα μάλιστα μεταπολεμικά χρόνια, με τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών εξαρθρωμένες, οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ανάγκη αναχαίτισης (containment) του κομμουνισμού. Έτσι άρχισαν να πιέζουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναζητήσουν μορφές οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας για την ανάσχεση της εξ ανατολών απειλής. Πρώτο μέτρο τους ήταν το Σχέδιο Μάρσαλ, για την αξιοποίηση του οποίου οι ευρωπαϊκές χώρες έπρεπε να επεξεργαστούν από κοινού ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης.

Αυτό το πρόγραμμα οδήγησε το 1948 στη σύσταση του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας ( και από το 1961 Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) (ΟΟΣΑ). Την ίδια περίοδο άρχισαν να εκδηλώνονται και οι πρώτες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Το 1947 λοιπόν το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο προχωρούν στην τελωνιακή τους ένωση (Μπενελούξ). Ακόμη και σήμερα αυτές οι χώρες ονομάζονται χώρες της Μπενελούξ.

Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα το διάστημα 1948-1954 θα εκδηλωθούν μια σειρά από πρωτοβουλίες προκειμένου να ξεκινήσει η ενοποίηση (ιδρύεται το Συμβούλιο της Ευρώπης, η ΕΚΑΧ, η ΕΑΚ, η ΔΕΕ κ.α), ωστόσο αυτές οι πρωτοβουλίες είχαν περιορισμένα αποτελέσματα. Έτσι οι προσπάθειες στράφηκαν πλέον στην οικονομική συνεργασία και μάλιστα στα πρότυπα της Μπενελούξ. Έγιναν δύο Διασκέψεις των έξι υπουργών Εξωτερικών της ΕΚΑΧ τον Ιούνιο του 1955 στη Μεσσήνη και το Μάιο του 1956 στη Βενετία. Οι διασκέψεις αυτές έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας και τη συγκρότηση μιας κοινής αγοράς, χωρίς εσωτερικούς και με κοινούς εξωτερικούς δασμούς, προετοιμάζοντας έτσι την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, λίγο αργότερα.

Η ΙΔΡΥΣΗ της ΕΟΚ

Στις 25 Μαρτίου 1957 υπεγράφη στη Ρώμη από τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών της ΕΚΑΧ (Βέλγιο, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) η συνθήκη με την οποία ιδρυόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Με αυτόν τον υπερεθνικό οργανισμό που θα εγκαθίδρυε και θα συντόνιζε την Κοινή Αγορά, θα επιτρεπόταν η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, κατά τα πρότυπα του Διαφωτισμού και της επιγραμματικής εκφράσεως laissez faire, laissez aller, laissez passer.

Με την ίδρυσή της, τα κράτη μέλη εκχώρησαν τα κυριαρχικό δικαίωμα της δασμολογικής πολιτικής, που περιήλθε στη δικαιοδοσία των οργάνων της ΕΟΚ. Τα ίδια δικαιώματα εκχωρήθηκαν και από τις χώρες της ΕΚΑΧ, που ιδρύθηκε το 1952.

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧΑ) ιδρύθηκε το 1952 με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης των Παρισίων και αποτελείτο από το Βέλγιο, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Σκοπός της ήταν να θέσει την παραγωγή και εμπορία του άνθρακα και του χάλυβα, δηλαδή των δύο κύριων πρώτων υλών της πολεμικής βιομηχανίας μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό κοινή διαχείριση των πρώην εμπολέμων κρατών.

Η Συνθήκη υπεγράφη στις 18 Απριλίου του 1951 και ετέθη σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 1952, ορισμένη να διαρκέσει για πενήντα χρόνια. Η συνθήκη αυτή έληξε στις 23 Ιουλίου του 2002.

Με τη Διακήρυξη του Γάλλου υπουργού εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν στις 9 Μαΐου 1950. Μια διακήρυξη που ήταν εμπνευσμένη από τον Γάλλο αξιωματούχο και εν συνεχεία πρώτο Πρόεδρο της Ανωτάτης Αρχής της ΕΚΑΧ, Ζαν Μονέ, σηματοδοτείται μία νέα περίοδος στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης που ταυτίζεται με την έναρξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το σχέδιο Schuman προτείνει μία προοδευτική ενοποίηση με πρώτο στάδιο τον οικονομικό τομέα και πρώτο βήμα του σταδίου αυτού την κοινή διαχείριση της γαλλο-γερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό μία Ανώτατη Αρχή. Το πλαίσιο που οικοδομήθηκε ήταν ανοιχτό βέβαια και στη συμμετοχή κι άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Η συνθήκη επιδίωκε να εξασφαλίσει την συλλογική ασφάλεια, το αίτημα της οποίας παραμένει πρωταρχικό ιδιαίτερα μετά από τον μακρόχρονο ανταγωνισμό μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Ευθέως έτσι δηλώνεται και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας με στοιχεία υπερεθνικότητας. Η πρόταση του Schuman είχε απήχηση στις χώρες της Βenelux, την Ιταλία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όχι όμως και στην Αγγλία. Η ΕΚΑΧ αποτέλεσε τον έναν από τους τρεις πυλώνες της ΕΕ. Ο τρίτος πυλώνα ήταν η ΕΥΡΑΤΟΜ, που ιδρύθηκε με τη συνθήκη της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957. Ο υπερεθνικός αυτός οργανισμός αποσκοπούσε στο να θέσει υπό κοινό έλεγχο και διαχείριση την παραγωγή και τη διάθεση της ατομικής ενέργειας.

Μετά τη σύμβαση των Βρυξελών, το 1967 τα όργανά της συγχωνεύτηκαν με τα αντίστοιχα της ΕΟΚ και της ΕΚΑΧ, ώστε να σχηματιστούν οι λεγόμενες Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η ΕΥΡΑΤΟΜ αποτελεί μαζί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την ΕΚΑΧ τους πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απώτερος σκοπός της είναι να δημιουργήσει μια κοινή αγορά ατομικής ενέργειας. Στόχος είναι να αναπτύξει την παραγωγή της στα κράτη μέλη, προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές τους ανάγκες και να εξάγεται το πλεόνασμα εκτός της Ένωσης, με την όλη διαδικασία να βρίσκεται υπό κοινή εποπτεία.

Το πλέον αξιοσημείωτο αυτής είναι ότι είναι η μόνη από τις τρεις κοινότητες που δεν ιδρύθηκε με συγκεκριμένο χρονικό περιορισμό (οι άλλες δύο ιδρύθηκαν αρχικά με ορίζοντα τα 50 χρόνια). Στις συζητήσεις για το Ευρωσύνταγμα αποφασίστηκε επίσης να εξαιρεθεί η ΕΥΡΑΤΟΜ από τη νομική υπόσταση της ΕΕ, λόγω των αντιδράσεων κρατών που αντιτίθενται στην παραγωγή και χρήση της Ατομικής Ενέργειας μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Παρόλα αυτά αποτελεί ακόμα και σήμερα έναν οργανισμό πυλώνα της ΕΕ.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΕ

Η ΕΕ δημιουργήθηκε ουσιαστικά με την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, όπου έχει οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιεχόμενο. Η Ελλάδα ως μέλος της ΕΟΚ συνυπέγραψε την συνθήκη δημιουργίας της ΕΕ με την υπογραφή του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά και του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Ευθύμιου Χριστοδούλου.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που έλαβε το όνομά της από την πόλη Μάαστριχτ στην οποία υπεγράφη στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, αποτελεί την τρίτη κατά σειρά θεμελιώδη συνθήκη με την οποία ολοκληρώθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύγχρονος θεσμός, ύστερα από τη Συνθήκη της Ρώμης (1957) και την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986). Βέβαια στην εξέλιξη αυτή του θεσμού αυτού υπήρξαν και πολλές άλλες επιμέρους συνθήκες, που, αν και μη θεμελιώδεις, συνέβαλαν ουσιαστικά στην πορεία και την εξέλιξη της σημερινής ΕΕ.

ΣΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ ΠΡΟΒΛΕΠΟΤΑΝ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ(ΕΥΡΩ)

Το ευρώ (EUR, €) που είναι σήμερα το ενιαίο επίσημο νόμισμα της Ευρωζώνης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εισήχθη την 1η Ιανουαρίου του 1999 στην αγορά, έγινε το νόμισμα περισσότερων από 300 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη. Τα τρία πρώτα χρόνια ήταν ένα άυλο νόμισμα, το οποίο χρησιμοποιούνταν μόνο για λογιστικούς σκοπούς, π.χ. στις ηλεκτρονικές πληρωμές. Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία μόλις την 1η Ιανουαρίου 2002 και αντικατέστησαν τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα των εθνικών νομισμάτων σε δώδεκα χώρες μεταξύ αυτών και την Ελλάδα.

Σήμερα, είναι το επίσημο νόμισμα σε 18 από τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων υπερπόντιων διαμερισμάτων, εδαφών και νησιών τα οποία είτε αποτελούν μέρος κάποιας χώρας της ζώνης του ευρώ είτε συνδέονται με αυτή. Οι χώρες που έχουν υιοθετήσει το Ευρώ απαρτίζουν τη ζώνη του ευρώ ή Ευρωζώνη. Υπεύθυνη για την νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Κάθε χώρα που επιθυμεί,σύμφωνα με την συνθήκη του Μάαστριχτ,να υιοθετήσει το νέο νόμισμα πρέπει να πληροί τα λεγόμενα «Κριτήρια Σύγκλισης» που προέβλεπε η Συνθήκη. Τα κριτήρια συμπεριλαμβάνουν τέσσερις προϋποθέσεις:

  1. Οι ισοτιμίες του νομίσματος της κάθε χώρας πρέπει να παραμείνουν μέσα στη ζώνη που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) για δύο τουλάχιστον χρόνια.
  2. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούν να ξεπερνάνε κατά περισσότερες από δύο ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των τριών πιο αποδοτικών κρατών μελών.
  3. Ο πληθωρισμός πρέπει να είναι κάτω από μια τιμή αναφοράς (μέσα σε 3 χρόνια οι τιμές δεν πρέπει να ξεπερνάνε κατά περισσότερο από 1,5% τις αντίστοιχες του πιο αποδοτικού κράτους μέλους).
  4. Το δημόσιο χρέος πρέπει να είναι μικρότερο από το 60% του ΑΕΠ ή να βαίνει προς αυτόν το στόχο (δηλαδή μπορεί να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό, αλλά να έχει πτωτική τάση και να τείνει προς αυτό) και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μικρότερα από 3% του ΑΕΠ.

Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν με απώτερο σκοπό την ομαλή ενοποίηση-σύγκλιση των κρατών μελών. Πριν τη συνθήκη είναι λογικό η κάθε χώρα να είχε τη δική της ανεξάρτητη οικονομία, ανάλογα με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το Μέσο Εισόδημα και το καταναλωτικό προφίλ. Έτσι κρίθηκε απαραίτητο να τεθούν ορισμένα κριτήρια τα οποία θα εξασφάλιζαν την ομοιογένεια των χωρών.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ επικυρώθηκε στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από τα κοινοβούλια των κρατών, με εξαίρεση την Ιρλανδία, τη Γαλλία και τη Δανία, στις οποίες η συνθήκη τέθηκε σε δημοψήφισμα. Στη Γαλλία η συνθήκη επικυρώθηκε με ποσοστό μόλις 51% έναντι 49% που τάχτηκε κατά. Στη Δανία η συνθήκη απορρίφθηκε. Ύστερα όμως από τη συμφωνία του Εδιμβούργου, η οποία εξαιρούσε τη Δανία από τέσσερα σημεία της συνθήκης του Μάαστριχτ, ακολούθησε νέο δημοψήφισμα το οποίο υπήρξε θετικό. Στην Ελλάδα η συνθήκη επικυρώθηκε από τη βουλή από τα τότε κόμματα της βουλής ΝΔ,ΠΑΣΟΚ,ΣΥΝ και ΠΟΛΑΝ.

Οι χώρες που βρίσκονται σήμερα στην ευρωζώνη είναι η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Σλοβακία, η Ελλάδα, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Σλοβενία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Φιλανδία. Στο σύνολο είναι 19 χώρες από τις 27. Με την Βρετανία η ΕΕ είχε 28 χώρες. Οι χώρες που δεν έχουν ευρώ αλλά ανήκουν στην ΕΕ είναι η Τσεχία, η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Σουηδία και η Δανία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΕ 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι οικονομική και πολιτική ένωση είκοσι οκτώ ευρωπαϊκών κρατών. Ιδρύθηκε την 1η Νοεμβρίου 1993 με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (υπογραφή 7.2.1992), γνωστότερης ως Συνθήκης του Μάαστριχτ, βασιζόμενης στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας). Από τότε νέες διευρύνσεις έχουν αυξήσει τον αριθμό των κρατών μελών της και μεταγενέστερες τροποποιητικές συνθήκες έχουν επεκτείνει τις αρμοδιότητές της. Θεωρείται ως η ισχυρότερη ένωση κρατών μέχρι σήμερα στην παγκόσμια ιστορία, με επιδιώξεις οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Η ΕΕ αποτελεί το τρέχον στάδιο μιας ανοιχτής διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Με τη θέση σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 της Συνθήκης της Λισαβόνας (υπογραφή 13.12.2007), η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικατέστησε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (πρώην ΕΟΚ) διαδεχόμενη αυτήν. Είναι μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και πολιτικές οντότητες στον κόσμο, με περισσότερους από 500 εκατομμύρια κατοίκους ή το 7,3% του παγκόσμιου πληθυσμού και συνδυασμένο ονομαστικό ΑΕΠ 12,2 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2010.

Η ΕΕ έχει δημιουργήσει μια εσωτερική αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, διαθέτει κοινή αγροτική και αλιευτική πολιτική και κοινή εμπορική πολιτική προς τις τρίτες χώρες, όπως επίσης και περιφερειακή πολιτική για την υποστήριξη των φτωχότερων περιφερειών της. Επιδιώκει να αποτελέσει ένα Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, για τον οποίο τα κράτη μέλη της συνεργάζονται στενά επί πολιτικών σχετικά με ελέγχους στα σύνορα (εσωτερικά και εξωτερικά), το άσυλο, τη μετανάστευση, τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις και την αστυνομική συνεργασία.

Στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης εισήγαγε ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, που έχει υιοθετηθεί από δεκαεπτά κράτη μέλη μέχρι σήμερα. Επίσης προωθεί μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, προς το παρόν σε διακυβερνητικό επίπεδο.

Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.

Οι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ είναι παράλληλα και πολίτες της Ένωσης: μπορούν, μεταξύ άλλων, να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφός των κρατών μελών και να εκλέγουν και να εκλέγονται μια φορά κάθε πέντε έτη στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως και στις δημοτικές εκλογές του τόπου κατοικίας τους.

Παράλληλα ο έλεγχος διαβατηρίων στα περισσότερα εσωτερικά σύνορα καταργήθηκε με τη Συμφωνία του Σένγκεν (Schengen).

Την 1η Ιανουαρίου του 1995 η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία προσχώρησαν στην πρόσφατα ιδρυθείσα Ένωση. Η επόμενη τροποποιητική συνθήκη υπογράφηκε στο Άμστερνταμ το 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Την ίδια χρονιά το ευρώ αντικατέστησε σε λογιστική μορφή τα εθνικά νομίσματα σε έντεκα κράτη μέλη, τη λεγόμενη ευρωζώνη. Το 2001 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα κυκλοφόρησε και σε φυσική μορφή.

Ενόψει και της επικείμενης μεγαλύτερης διεύρυνσης στην ιστορία της ΕΕ, τα κράτη μέλη της υπέγραψαν νέα τροποποιητική συνθήκη, τη Συνθήκη της Νίκαιας (26.2.2001), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2003 και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης των 25. Την 1η Μαΐου 2004 δέκα νέες χώρες, οκτώ εκ των οποίων της Ανατολικής Ευρώπης, προσχώρησαν στην ΕΕ: Τσεχία, Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία και Σλοβακία.

Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει όλο το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με μία απλούστερη και συνεκτικότερη δομή, δίνοντας στη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση διευρυμένες αρμοδιότητες. Η συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, ύστερα από την απόρριψη της επικύρωσής της το 2005 από το γαλλικό και ολλανδικό λαό σε δημοψηφίσματα.

Μετά την εγκατάλειψη του «Συντάγματος της Ευρώπης», συμφωνήθηκε αφενός να διασωθούν και αφετέρου να τροποποιηθούν ορισμένα τμήματά του έτσι, ώστε μια νέα συνθήκη να τροποποιήσει τις ιδρυτικές συνθήκες, όπως παραδοσιακά μέχρι τότε συνηθιζόταν, χωρίς να τις αντικαταστήσει. Έτσι υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας (13.12.2007), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009.

Την 1η Ιανουαρίου του 2007, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έγιναν το 26ο και το 27ο κράτη μέλη της ΕΕ, ολοκληρώνοντας έτσι την πορεία διεύρυνσης προς ανατολάς, που ξεκίνησε το 1994 με την πρώτη αίτηση της Ουγγαρίας προς ένταξη.

Το 2007 το ευρώ υιοθετήθηκε από τη Σλοβενία, το 2008 από την Κύπρο και τη Μάλτα, ενώ το 2009 από τη Σλοβακία. Το 2011 η Εσθονία έγινε το 17ο κράτος μέλος της ΕΕ που εισήλθε στην ευρωζώνη. Το 2012 η ΕΕ βραβεύτηκε με Νόμπελ Ειρήνης και την 1 Ιουλίου 2013 η Κροατία έγινε το 28ο κράτος μέλος της ΕΕ.

Το 2020 η ΕΕ των 28 κρατών, έχασε ένα από τα μέλη της, δηλαδή το Ηνωμένο βασίλειο. Είχε προηγηθεί δημοψήφισμα όπου η Βρετανία αποφάσισε την απόσχιση από την ΕΕ.

43 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΟΚ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

43 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το κύμα αγανάκτησης των λαών της ΕΕ απέναντι στην κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική έχει μεγαλώσει. Αυτό το ρεύμα άλλοτε ονομάζεται αντιευρωπαϊκό και άλλοτε Ευρωσκεπτικιστικό. Αυτά τα ρεύματα βέβαια έχουν διαφορές αλλά δεν παύει να υπάρχει η ανάγκη να αλλάξει πολιτική η ΕΕ και ειδικά τώρα υπό συνθήκες στραγγαλισμού που προέρχονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία και όχι μόνο.

Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο συνδεδεμένο κράτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αποτέλεσε στρατηγική επιλογή και βασική επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά την περίοδο 1955-1961. Από αρκετούς θεωρείται σήμερα πως η τελική προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1979-1981 αποτέλεσε την υλοποίηση της από το 1961 απόφασης για τη συνεργασία με την ΕΟΚ, η οποία ανεστάλη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.

Η επιλογή για συμμετοχή στην ΕΟΚ και όχι στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών), που αποτελούσε το αντίπαλον δέος και βρισκόταν υπό τη βρετανική ηγεσία, ήταν πολύ πιο ελκυστική. Βασικός λόγος ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινότητα βαριάς βιομηχανίας (γιατί δεν είχε), αλλά μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινή Αγορά. Επιπλέον, η ΕΟΚ έδινε έμφαση στο ζήτημα αγροτικών προϊόντων, που ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα.

Στις μακρές διαπραγματεύσεις, βασικό ρόλο, εκτός του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, διαδραμάτισαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης), ο Ευάγγελος Αβέρωφ (Υπουργός Εξωτερικών), ο Ξενοφών Ζολώτας (Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου (επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας).

Σημαντική βέβαια ήταν και η συνεισφορά καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα έως και το 1958, οπότε και βρέθηκε εκτός Κυβερνήσεως, του Παναγή Παπαληγούρα, ο οποίος είχε ασχοληθεί ακαδημαϊκά με το αντικείμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης επί μακρόν. Στις 30 Μαρτίου του 1961 εξαγγέλθηκε, με κοινό ανακοινωθέν, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου.

Η συμφωνία συνοδευόταν από αριθμό συνημμένων πρωτοκόλλων, με αντικείμενο την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, προβλεπόταν η χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την ταχύτερη δυνατή αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Οι όροι της σύνδεσης είχαν διαμορφωθεί έτσι ώστε η Ελλάδα, με προϋπόθεση την επίτευξη ικανοποιητικής προόδου, να ενταχθεί μελλοντικά στους κόλπους της Κοινότητας ως πλήρες και ισότιμο μέλος.

Ειδικότερα οριζόταν μεταβατική περίοδος συνολικής διάρκειας είκοσι δύο ετών, στο διάστημα των οποίων προβλεπόταν η κατάργηση στην Ελλάδα των εισαγωγικών δασμών και όλων των περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών. Αντίστοιχα, τα μέλη της Κοινότητας θα καταργούσαν δασμούς και περιοριστικά μέτρα σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών –ενδεχομένως και νωρίτερα.

Η Ελλάδα επιφορτιζόταν με την υποχρέωση να υιοθετήσει σταδιακά το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ σχετικά με εισαγόμενα βιομηχανικά αγαθά από τρίτες χώρες και να αποδεχθεί, υπό έκτακτες περιστάσεις, ρήτρες διασφάλισης για τη μεταβατική περίοδο. Στον τομέα της γεωργίας, η Κοινότητα καταργούσε αυτόματα τους δασμούς στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, καθοριζόταν η διαδικασία για την εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Κοινότητας κατά την επικείμενη εφαρμογή της κατά προϊόν, ώστε να εξασφαλισθεί η ισότητα στη μεταχείριση των προϊόντων των κρατών μελών και των παρεμφερών ελληνικών προϊόντων στις αγορές των συμβαλλομένων μερών.

Το ποσό της οικονομικής χορηγίας προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.

Η Συμφωνία συνδέσεως υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961, κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 28 Φεβρουαρίου 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η συνομολόγησή της έγινε θετικά δεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, με την εξαίρεση της ΕΔΑ, που ήταν ριζικά αντίθετη τόσο στον γενικό προσανατολισμό όσο και στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Πέραν της αριστεράς και της ακροδεξιάς, μεμονωμένες ήταν οι αντιδράσεις από άλλες προσωπικότητες – όπως του Ευάγγελου Παπανούτσου (που την αποκάλεσε «νέα αποικιοκρατία»), στον οποίο ανταπάντησαν οι Γεώργιος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Γιάγκος Πεσμαζόγλου. Αντίθετα, ζωηρή υπήρξε η αίσθηση ότι με την προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες διανοιγόταν μια νέα προοπτική, πηγή ελπίδων και προκλήσεων ταυτόχρονα.

Χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έμελλε 17 χρόνια μετά, το 1979, να υπογράψει και τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδα στην ΕΟΚ:

«Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επεδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος Σύνδεσιν, ας επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον.»

Πράγματι, μέχρι το 1967, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις που αφορούσαν ρυθμίσεις δασμολογικού και εμπορικού χαρακτήρα σχετικά με τα βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα και οργανώθηκε η απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου.

Ωστόσο, η πορεία της Ελλάδας προς την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, βάσει των αρχών των κυβερνήσεων Καραμανλή, θα ανασταλεί με την επιβολή της δικτατορίας (1967-1974), όπου και επισήμως σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανισμών της Συμφωνίας Σύνδεσης, καθόσον το απολυταρχικό καθεστώς ήταν ασύμβατο με τις αρχές της ΕΟΚ.

Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, συνέχισε αυτή την πορεία, μέχρι το 1979, οπότε με τη Σύμβαση Προσχώρησης η Ελλάδα τελικώς έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας την 1η Ιανουαρίου 1981, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η ισχύς και της Συμφωνίας σύνδεσης. Έκτοτε η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ και το 2000 εντάχθηκε στην Ευρωζώνη.

Loading

Σχολιάστε Ελεύθερα

Ads Blocker Image Powered by Code Help Pro

Ads Blocker Detected!!!

We have detected that you are using extensions to block ads. Please support us by disabling these ads blocker.

Powered By
100% Free SEO Tools - Tool Kits PRO

Discover more from ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading