Για την Ημέρα των Ερωτευμένων: Η Κόρη του άρχοντα Νταίμιο

Γράφει η Τασσώ Γαΐλα

Για την Ημέρα των Ερωτευμένων: Η Κόρη του άρχοντα Νταίμιο

Όταν έφτασε στο ποταμάκι που κυλούσε ήρεμα, ο Γιοσιμάτο-Τάνκε-Νταίμιο, σταμάτησε το άλογό του και κοίταξε τριγύρω του. Ένα ελαφρύ χαμόγελο φώτισε τα μικροσκοπικά σπινθηροβόλα μάτια του καθώς με μια νευρική χειρονομία πιο βαθιά στο κεφάλι του την περικεφαλαία του, και το λείο πρόσωπό του κρύφθηκε ολόκληρο κάτω από μια μαύρη σιδερένια προσωπίδα. Πίσω από τον Νταίμιο στεκόταν οπλισμένοι δύο έφιπποι φύλακες και ακόμα πιο πίσω όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη από στρατιώτες με όπλα, λόγχες και δόρατα.

Ήταν η εποχή του Ιαπωνικού πολέμου του 1868 και ο Γιοσιμάτο-Τάνκε-Σαν,νταίμιο της φυλής των Σατζουμά και έμπιστος του Αυτοκράτορα είχε σταλεί για να πολεμήσει και να εξουδετερώσει μια εχθρική στρατιά που διοικούσε ο νταίμιο Χαρανίγκα-Κοτζού-Σαν.Ο Γιοσιμάτο πριν από λίγο καιρό είχε αρραβωνιαστεί με την μικρότερη κόρη του Χαρανίγκα την Σουτζμέ-Σαν, και την αγαπούσε πιο πολύ από τη ζωή του, μα υπεράνω όλων είναι το καθήκον και, μόλις ο άρχοντας διέταξε, ο Γιοσιμάτο μάζεψε τους στρατιώτες του και ανέλαβε την εκστρατεία.

Πάνε τα όνειρα του! Υπέφερε πολύ ο Γιοσιμάτο αλλά δεν έδειχνε τον πόνο του. Ο Χαρανίγκα που θα γινόταν μια μέρα πατέρας του, ήταν τώρα εχθρός του! Η σκέψη της Σουτζμέ δεν τον άφηνε ούτε στιγμή μα από την άλλη είχε ήσυχη τη συνείδησή του, ότι ήταν πιστός στο καθήκον και τον Αυτοκράτορά του.

Ο πόλεμος μεταξύ του Γιοσιμάτο και του Χαρανίγκα ήταν τρομερός, και καθώς εμάχοντο θαύμαζαν ο ένας τον άλλο, σαν δύο γενναίοι που ο ένας αναγνωρίζει την δύναμη του άλλου .Ύστερα από πολλές μάχες ο Χαρανίγκα νικημένος καταφεύγει σε ένα βουνό όπου θα εδίδετο και η τελευταία μάχη. Ο Γιοσιμάτο που γνώριζε καλά πως θα ήταν και ο νικητής δεν ένοιωθε καθόλου χαρούμενος γιατί η σκέψη της Σουτζμέ δεν τον άφηνε να ησυχάσει και στέλνοντάς της ένα νοερό χαιρετισμό, έσυρε το ξίφος του, ορθώθηκε πάνω στο άλογό του και φώναξε:

-Εμπρός γενναίοι στρατιώτες μου! Για τον Αυτοκράτορα, για την πατρίδα! Εμπρός…

Οι σάλπιγγες του πολέμου σήμαναν το εμβατήριο του θανάτου, οι στρατιώτες του Γιοσιμάτο όλο και ανέβαιναν προς το φρούριο, όμως η ησυχία που βασίλευε εκεί άρχισε να ανησυχεί τον Γιοσιμάτο που δεν μπορούσε να εξηγήσει την στάση αυτή του εχθρού του. Ξαφνικά, ενώ είχαν φτάσει πολύ κοντά στο φρούριο, ο Γιοσιμάτο βλέπει να πέφτει ένας τοίχος και αντικρίζει τον αντίπαλό του οπλισμένο μέχρι τα δόντια και σηκωμένη την προσωπίδα του. Στο χέρι του κρατούσε έναν αναμμένο δαυλό πάνω σε ένα σωρό από ξύλα, όπου δύο στρατιώτες κρατούσαν δεμένη την κόρη του Σουτζμέ. Μια πνιγμένη κραυγή βγήκε από το στόμα του ερωτευμένου Γιοσιμάτο ενώ συγχρόνως άκουσε τον Χαρανίγκα να του φωνάζει:

-Ε, Γιοσιμάτο-Τάνκε-Σαν, τι λες; Καλά δεν το σκέφθηκα; Με νίκησες κι’ αυτή είναι η μόνη μου σωτηρία. Θυσιάζω την κόρη μου και δεν την θυσιάζω με λύπη μου, αφού αγαπά έναν εχθρό μου. Αλλά εσύ θα μπορέσεις να θυσιάσεις την γυναίκα που αγαπάς; Την βλέπεις, έ; Αν μας αφήσεις να περάσομε και να σωθούμε είναι δική σου, αλλά ένα βήμα αν κάνεις, θα την δεις να καεί μπροστά στα μάτια σου. Περιμένω την απάντησή σου, νταίμιο(=άρχοντα). Προχώρα ή οπισθοχώρησε. Διάλεξε: την Τιμή ή τον Έρωτα!…

Ο Γιοσιμάτο που είχε δει πολλά στη ζωή του και το αίμα τον άφηνε ασυγκίνητο πλέον, να δει την αγαπημένη του να καίγεται μπρός στα μάτια του, έ αυτό όχι, δεν θα το άντεχε. Να θυσιάσει τη ζωή της Σουτζμέ; Αυτό μα την αλήθεια ήταν πάρα πολύ…

-Λοιπόν Γιοσιμάτο; Ρώτησε ο Χαρανίγκα. Στον έρωτα και τον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Αποφάσισες; Δεν υποχωρείς; Θαύμασε τότε τη Σουτζμέ σου!

Πλησίασε τον δαυλό, αλλά η κραυγή του Γιοσιμάτο τον σταμάτησε.

-Στάσου! Σουτζμέ μου… Φύγε, Χαρανίγκα! Φύγε, ελεεινέ! Σε αφήνω ελεύθερο, μα σε λίγες μέρες θα εκδικηθώ.

-Σε λίγες μέρες θα έχω κι άλλους στρατιώτες και δεν θα σε φοβάμαι πια Γιοσιμάτο. Λοιπόν, να περάσω; Έχω τον λόγο σου πως δεν θα μας πειράξετε;

-Ναι, απάντησε ο Γιοσιμάτο σιγανά, έδωσε εντολή οπισθοχώρησης στους στρατιώτες του, παρέδωσε την αρχηγία σε έναν αξιωματικό του, έτρεξε κοντά στην αγαπημένη του Σουτζμέ ενώ οι στρατιώτες του εχθρού άρχισαν να περνούν από μπροστά του ένας-ένας μέχρι που έφυγε και ο τελευταίος.

Τότε, με το μαχαίρι του έκοψε τα δεσμά της αγαπημένης του και αφού την βοήθησε να σηκωθεί γιατί ήταν μουδιασμένη και πονεμένη, της είπε:

-Αγάπη μου, πόσο θα πονάς! Μα έλα κοντά μου. Θα γίνεις γυναίκα μου και θα εκδικηθώ.

Την έσφιξε ο Γιοσιμάτο με πάθος στην αγκαλιά του, μα η Σουτζμέ τραβήχτηκε απότομα και του είπε ψυχρά:

-Όχι.

-Όχι ;επανέλαβε σαστισμένος ο Γιοσιμάτο.

-Σου είπα όχι.

-Τι, δεν με θέλεις πια; Δεν με αγαπάς;

-Όχι! Πρόδωσες τον κύριό σου και Αυτοκράτορά μας και δεν σε θέλω πια. Ένας νταίμιο δεν προδίδει ποτέ την τιμή του. Σε αγαπούσα γιατί σε νόμιζα γενναίο και ότι δεν υποχωρείς μπροστά στο καθήκον, αλλά εσύ προτίμησες τη ζωή μιας γυναίκας και όχι το καθήκον σου. Σε περιφρονώ. Μια Γιαπωνέζα προτιμά να πεθάνει παρά να δει να ατιμάζεται γι’ αυτήν ο άνδρας που αγαπά. Δεν θέλω να χρωστώ τη ζωή μου στην ανανδρία σου!

Η Σουτζμέ άρπαξε το μαχαίρι του Γιοσιμάτο, και πριν αυτός προφτάσει να την σταματήσει, το βύθισε στον λαιμό της. Το αίμα της πετάχτηκε κι’ έβαψε το κιμονό της, η ίδια έγειρε νεκρή στα πόδια του Γιοσιμάτο…

Ο Γιοσιμάτο κοίταζε ακίνητος αυτήν που αγαπούσε, ξαπλωμένη τώρα στα πόδια του νεκρή, ενώ μακριά έβλεπε τους στρατιώτες του εχθρού να φεύγουν. Και, τότε, έσκυψε, γονάτισε κοντά στην νεκρή αγαπημένη του, άρπαξε το ματωμένο μαχαίρι από τον λαιμό της και το βύθισε στην καρδιά του…

Τραγικό finale του έρωτα των δύο νέων του Γιοσιμάτο και της Σουτζμέ που το άδικα χυμένο τους αίμα έσωσε την Ιαπωνική Τιμή.

Ιστορία Αγάπης από την Nihon(=Ιαπωνία), την χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τίτλος πρωτότυπου: Η Ιαπωνική Τιμή.

Σκίτσα: Ρία   Γαΐλα, σκιτσογράφος-εικονογράφος

Πηγή: Περιοδικό «Θεατής»/έτος Α’. τεύχος 30/Αθήνα 15 Αυγούστου 1925

Loading

Σχολιάστε Ελεύθερα

Ads Blocker Image Powered by Code Help Pro

Ads Blocker Detected!!!

We have detected that you are using extensions to block ads. Please support us by disabling these ads blocker.