Γράφει η Χαρούλα Κοτσάνη

Μόλις φτάσαν τα μαντάτα! την επιάσανε στα πράσα
της Μακεδονίας την κόρη, που είχε βγει με μισοφόρι
και με περικεφαλαία να φωνάζει στα αρχαία,
με τον Άδωνη παρέα «Μολών λαβέ» εσύ Αλέξη που
πουλάς κι αγοράζεις την Πατρίδα την δικιά μου.
Σαν τολμάς ανέβα πάνω κι έλα να με αντικρίσεις
με την σάρισα στο χέρι, σαν με δεις μόνο μπροστά σου
θα τρομάξεις, θα δακρύσεις και θα οπισθοχωρήσεις!!!
Τέτοια φώναζε η καημένη η «ερωτοχτυπημένη»
κι ονειρεύονταν χρυσάφια στου Σεΐχη τα παλάτια!
Κι όλο μάζευε για να χει όταν θα χει πια γεράσει
τα λεφτά με τα τσουβάλια λες και ήτανε στραγάλια…
Τον λαό εκπροσωπούσε και γι αυτόν αγωνιούσε,
μέρα νύχτα πως θα μπει στου Εμίρη την αυλή…
Ήθελε και παραμέσα να τρυπώσει για να δείξει
πως μπορεί και κελεμπία να σηκώσει, να ανεμίσει…
Έτσι σκόρπισε χαρά στο κονάκι του Πασά…
Κι ο Πασάς απ΄ την χαρά του άνοιξε τον κουμπαρά του
την χρυσώνει, την στολίζει και παλάτια της εχτίζει!
Κι από τα ύψη όπου φτάνει τώρα κάτω το κεφάλι,
σαν την κότα μαδημένη σε κοτέτσι πια κλεισμένη Δίχως κόκορα και λούσα τι την ήθελες την «Προύσα»;