Ψήφισμα του ΟΗΕ για τη σφαγή στην Σρεμπρένιτσα

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών θα φέρει στη συνέλευση του σχετικό ψήφισμα για τη σφαγή στη Σεμπρένιτσα, κάτω από τις έντονες αντιδράσεις της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και των Σερβοβοσνίων, όπου απειλούν με απόσχιση του Σερβοβοσνιακού κομματιού από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η Ελλάδα σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, θα απέχει από το συγκεκριμένο ψήφισμα.

Ψήφισμα του ΟΗΕ για τη σφαγή στην Σρεμπρένιτσα

Η λογική της αποχής έχει να κάνει με το γεγονός ότι η χώρα μας δεν θέλει να να δοθεί μήνυμα που δεν θα προάγει την περιφερειακή συμφιλίωση και την ενταξιακή προοπτική των Βαλκανίων. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι από την στιγμή που η χώρα μας διατηρεί σταθερά και παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Σερβία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αμαυρώσει αυτές τις σχέσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν και σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα σημαντιό διπλωματικό μπράντιφερ αν και εφόσον επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες των ελληνικών ΜΜΕ. Η θέση που φαίνεται πως έχει η Ελληνική πλευρά είναι ότι «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή».

Την ίδια στιγμή ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, σε βίντεο που δημοσίευσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάλεσε την Ελλάδα να απέχει κατά την ψηφοφορία για το ψήφισμα για τη Σρεμπρένιτσα, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «πιστεύω στους Έλληνες φίλους μας και στους Έλληνες αδερφούς μας και σε πολλούς άλλους ότι θα δείξουν με την ψήφο τους πόσο σέβονται τους Σέρβους φίλους τους και τους καλώ να απέχουν».

Το ψήφισμα αυτό το κατέθεσαν η Γερμανία και η Ρουάντα με σκοπό να ανακηρυχθεί η 11η Ιουλίου ως παγκόσμια ημέρα μνήμης της γενοκτονίας. Στην περίπτωση πάντως που οι 193 χώρες ψηφίσουν το συγκεκριμένο ψήφισμα κατά πλειοψηφία πάντα, τότε κατά τη γνώμη μας ανοίγουν οι ασκοί του αιόλου, αφού γνωρίζουμε τόσο τις αποσχιστικές τάσεις των Σερβοβόσνιων, όσο και τις αποσχιστικές τάσεις των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου. Αυτό λοιπόν μπορεί να προκαλέσει πολεμική σύρραξη στα Βαλκάνια, που προφανώς, και δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα δυο μεγάλα μέτωπα (Ουκρανία. Μέση ανατολή), δύναται να προκαλέσει ένα νέο μέτωπο με απρόβλεπτες συνέπειες στα εδάφη της Ευρώπης, που ήδη έχουν πληγεί με την σύγκρουση στην Ουκρανία. Το ψήφισμα πάντως δεν θα υποστηριχθεί από την Ρωσία και την Κίνα, που είναι σταθεροί σύμμαχοι της Σερβίας, αλλά θα υποστηριχθεί από τις ΗΠΑ, την Γαλλία και την Ιταλία.

Τι έγινε όμως στην Σεμπρένιτσα το 1995;

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην σφαγή

Ως γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας το 1991 προκάλεσε μεγάλες πολεμικές συρράξεις μεταξύ των εθνοτήτων του τέως ομόσπονδου κράτους. Το 1990, πριν ακόμα διαλυθεί επίσημα το Γιουγκοσλαβικό κράτος, ξέσπασαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των Κροατών και των Σέρβων, ενώ τον Οκτώβριο του 1991 ξέσπασε επίσημα, ουσιαστικά, πόλεμος μεταξύ του ανακηρυχθέντος ανεξάρτητου κράτους της Κροατίας και της υπό διάλυση Γιουγκοσλαβίας που πλέον αποτελείτο, σχεδόν αποκλειστικά, από Σέρβους και Μαυροβούνιους.

Στην Κροατία η εθνικιστική Κροατική Δημοκρατική Ένωση (HDZ) εξελέγη στην εξουσία, υπό την ηγεσία του αμφιλεγόμενου εθνικιστή Φράνιο Τούτζμαν, με την υπόσχεση να «προστατεύσει την Κροατία από το Μιλόσεβιτς», υποστηρίζοντας δημόσια την Κροατική κυριαρχία. Οι Σέρβοι της Κροατίας ήταν θορυβημένοι από την εθνικιστική κυβέρνηση του Τούτζμαν και το 1990 οι Σέρβοι εθνικιστές στη πόλη Κνιν της νότιας Κροατίας οργάνωσαν και σχημάτισαν μια αυτονομιστική οντότητα, γνωστή ως Σερβική Αυτόνομη Περιοχή (ΣΑΠ) της Κράινα, που απαίτησε να παραμείνει σε ένωση με τους υπόλοιπους Σερβικούς πληθυσμούς αν η Κροατία αποφάσιζε να αποσχιστεί.

Η κυβέρνηση της Σερβίας ενέκρινε την εξέγερση των Σέρβων της Κροατίας, υποστηρίζοντας ότι για τους Σέρβους η κυβέρνηση Τούτζμαν θα ισοδυναμούσε με το φασιστικό Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (NDH) του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που διέπραξε γενοκτονία εναντίον των Σέρβων. Ο Μιλόσεβιτς χρησιμοποίησε το γεγονός για να συνενώσει τους Σέρβους εναντίον της κυβέρνησης της Κροατίας και οι εφημερίδες της Σερβίας προσχώρησαν στην πολεμοκαπηλία. Η Σερβία είχε ήδη τυπώσει νέα χαρτονομίσματα αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων χωρίς την έγκριση της Γιουγκοσλαβικής κεντρικής τράπεζας.

Οι Σέρβοι της Κροατίας στο Κνιν, υπό την ηγεσία του τοπικού αστυνομικού επιθεωρητή Mίλαν Μάρτιτς, άρχισαν να προσπαθούν να έχουν πρόσβαση σε όπλα, έτσι ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν μια επιτυχημένη εξέγερση κατά της Κροατικής κυβέρνησης. Μαζί με το Δήμαρχο του Κνιν συναντήθηκαν με τον επικεφαλής της Γιουγκοσλαβικής Προεδρίας Μπόρισαβ Γιόβιτς τον Αύγουστο του 1990 και τον προέτρεψαν να πιέσει το συμβούλιο να αναλάβει δράση για να εμποδίσει την Κροατία να αποσχιστεί από τη Γιουγκοσλαβία, καθώς ισχυρίζονταν ότι ο Σερβικός πληθυσμός θα ετίθετο σε κίνδυνο στην Κροατία υπό την ηγεσία του Τούτζμαν και της εθνικιστικής του κυβέρνησης.

Στη συνάντηση ο αξιωματικός του στρατού Πέταρ Γκράτσανιν είπε στους Σέρβους πολιτικούς της Κροατίας πώς να οργανώσουν την εξέγερση τους, λέγοντάς τους να τοποθετήσουν οδοφράγματα, καθώς και να συγκεντρώσουν κάθε είδους όπλα, λέγοντας “Αν δεν μπορείτε να βρείτε τίποτα άλλο, χρησιμοποιήστε κυνηγετικά τυφέκια. Αρχικά η εξέγερση έγινε γνωστή ως η «Επανάσταση των Κορμών», καθώς οι Σέρβοι απέκλεισαν τους δρόμους προς τον Κνιν με κορμούς δέντρων και εμπόδισαν τους Κροάτες να εισέλθουν στο Κνιν ή στην Κροατική παράκτια περιοχή της Δαλματίας. Το ντοκιμαντέρ του BBC “Ο Θάνατος της Γιουγκοσλαβίας” αποκάλυψε ότι τότε η Κροατική τηλεόραση χαρακτήρισε την “Επανάσταση των Κορμών” ως έργο μεθυσμένων Σέρβων, προσπαθώντας να υποβαθμίσει τη σοβαρή διένεξη. Ωστόσο ο αποκλεισμός ήταν επιζήμιος για τον τουρισμό της Κροατίας. Η κυβέρνηση της Κροατίας αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους Σέρβους αυτονομιστές και αποφάσισε να σταματήσει την εξέγερση με τη βία, στέλνοντας ένοπλες ειδικές δυνάμεις με ελικόπτερα για να την καταστείλουν.

Οι πιλότοι ισχυρίστηκαν ότι έφερναν «εφόδια» στο Κνιν, αλλά η ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Πολεμική Αεροπορία επενέβη και έστειλε μαχητικά αεροπλάνα για να τα αναχαιτίσουν και απαίτησαν να επιστρέψουν τα ελικόπτερα στη βάση τους αλλιώς θα τα πυροβολούσαν, έτσι οι Κροατικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους στο Ζάγκρεμπ. Αυτή η ενέργεια της Γιουγκοσλαβικής Πολεμικής Αεροπορίας αποκάλυψε στην κυβέρνηση της Κροατίας ότι ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός ήταν όλο και περισσότερο υπό τον έλεγχο της Σερβίας. Η ΣΑΠ της Κράινα κηρύχθηκε επίσημα ως ξεχωριστή οντότητα στις 21 Δεκεμβρίου 1990 από το Σερβικό Εθνικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Μίλαν Μπάμπιτς.

Τον Αύγουστο του 1990 το Κροατικό Κοινοβούλιο αντικατέστησε τον εκπρόσωπό του Στίπε Σούβαρ με το Στιέπαν Μέσιτς μετά την Επανάσταση των Κορμών. Ο Μέσιτς έλαβε τη θέση του μόνο τον Οκτώβριο του 1990 λόγω διαμαρτυριών από τη Σερβική πλευρά και στη συνέχεια συμπαρατάχθηκε με το Βάσιλ Τουπουρκόφσκι της Βόρειας Μακεδονίας, το Γιάνεζ Ντρνόβσεκ της Σλοβενίας και το Μπόγκιτς Μπογκίτσεβιτς της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, αντιτιθέμενος στις απαιτήσεις για κήρυξη γενικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης που θα επέτρεπε στο Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό να επιβάλει στρατιωτικό νόμο.

Μετά τα αποτελέσματα των πρώτων πολυκομματικών εκλογών οι δημοκρατίες της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βόρειας Μακεδονίας πρότειναν να μετατραπεί η Γιουγκοσλαβία σε μια χαλαρή ομοσπονδία έξι δημοκρατιών το φθινόπωρο του 1990, ωστόσο ο Μιλοσεβιτς απέρριψε όλες αυτές τις προτάσεις υποστηρίζοντας ότι ούτε οι Σλοβένοι ούτε οι Κροάτες, ούτε οι Σέρβοι είχαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Οι Σέρβοι πολιτικοί θορυβήθηκαν από μια αλλαγή διατύπωσης στο Σύνταγμα των Χριστουγέννων της Κροατίας που άλλαξε το καθεστώς των Σέρβων της Κροατίας από ένα ρητά αναφερόμενο έθνος (narod) σε έθνος που απαριθμείτο μαζί με τις μειονότητες (narodi i manjine).

Στις 23 Δεκεμβρίου του 1990 έγινε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σλοβενίας, όπου οι κάτοικοι της περιοχής ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας κατά 88,5%.

Τον Ιανουάριο του 1991 η Γιουγκοσλαβική Υπηρεσία Αντικατασκοπίας KOS (Kontraobaveštajna služba), παρουσίασε ένα βίντεο μιας μυστικής συνάντησης (τις “Κασέτες Σπέγκελι”) που υποτίθεται ότι είχε συμβεί κάποια χρονική περίοδο το 1990 μεταξύ του υπουργού Άμυνας της Κροατίας Μάρτιν Σπέγκελι και δύο άλλων ανδρών. Ο Σπέγκελι ανακοίνωσε στη συνάντηση αυτή ότι η Κροατία βρίσκεται σε πόλεμο με το Γιουγκοσλαβικό Στρατό (JNA, Jugoslovenska Narodna Armija) και έδωσε οδηγίες σχετικά με το λαθρεμπόριο όπλων καθώς και μεθόδους αντιμετώπισης των αξιωματικών του Στρατού που στάθμευαν στις κροατικές πόλεις. Ο Στρατός στη συνέχεια ήθελε να καταδικάσει το Σπέγκελι για προδοσία και παράνομη εισαγωγή όπλων, κυρίως από την Ουγγαρία.

Η ανακάλυψη του λαθρεμπορίου όπλων της Κροατίας σε συνδυασμό με την κρίση στο Κνιν, την εκλογή κυβερνήσεων που έκλιναν προς την ανεξαρτησία στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σλοβενία ​​και το υπέρ της ανεξαρτησίας δημοψήφισμα των Σλοβένων έδειχνε ότι η Γιουγκοσλαβία αντιμετώπιζε την επικείμενη απειλή της διάλυσης.

Την 1η Μαρτίου 1991 ακολούθησε η σύρραξη στο Πάκρατς και στην περιοχή αναπτύχθηκε ο JNA. Στις 9 Μαρτίου 1991 διαδηλώσεις στο Βελιγράδι κατεστάλησαν με τη βοήθεια του στρατού. Στις 12 Μαρτίου του 1991 η ηγεσία του Στρατού συναντήθηκε με την Προεδρία σε μια προσπάθεια να την πείσει να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θα επέτρεπε στον πανγιουγκοσλαβικό στρατό να αναλάβει τον έλεγχο της χώρας. Ο επικεφαλής του Γιουγκοσλαβικού στρατού Βέλικο Καντίεβιτς δήλωσε ότι υπήρξε συνωμοσία για την καταστροφή της χώρας.

Αυτή η δήλωση έδειξε ότι οι νέες κυβερνήσεις των δημοκρατιών που υποστήριζαν την ανεξαρτησία τους θεωρήθηκαν από τους Σέρβους ως εργαλεία της Δύσης. Ο Κροάτης εκπρόσωπος Στίπε Μέσιτς απάντησε οργισμένα, κατηγορώντας το Γιόβιτς και τον Καντίεβιτς ότι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον στρατό για να δημιουργήσουν μια Μεγάλη Σερβία και δήλωσε «Αυτό σημαίνει πόλεμος!». Έτσι ο Γιόβιτς και ο Καντίεβιτς κάλεσαν τους αντιπροσώπους της κάθε δημοκρατίας να ψηφίσουν για το αν θα δεχθούν το στρατιωτικό νόμο και τους προειδοποίησαν ότι η Γιουγκοσλαβία πιθανότατα θα διαλυθεί εάν δεν επιβληθεί στρατιωτικός νόμος.

Στη συνάντηση τέθηκε σε ψηφοφορία πρόταση για την επιβολή στρατιωτικού νόμου για να επιτραπεί η στρατιωτική δράση για τον τερματισμό της κρίσης στην Κροατία παρέχοντας προστασία στους Σέρβους. Η πρόταση απορρίφθηκε καθώς ο Βόσνιος αντιπρόσωπος Μπόγκιτς Μπογκίτσεβιτς ψήφισε κατά, πιστεύοντας ότι εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα της διπλωματίας να καταφέρει να λύσει την κρίση.

Η κρίση της Γιουγκοσλαβικής Προεδρίας έφτασε σε αδιέξοδο όταν ο Ρίζα Σαπουντζίου του Κοσσυφοπεδίου «άλλαξε» την άποψή του στη δεύτερη ψηφοφορία για το στρατιωτικό νόμο το Μάρτιο του 1991. Ο Γιόβιτς παραιτήθηκε για λίγο από την Προεδρία σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά σύντομα επέστρεψε. Στις 16 Μαΐου του 1991 το Σερβικό κοινοβούλιο αντικατέστησε το Σαπουντζίου με τον Σέιντο Μπαϊράμοβιτς και το Νέναντ Μπούτσιν της Βοϊβοντίνας με το Γιουγκοσλαβ Kόστιτς. Αυτό προκάλεσε πράγματι αδιέξοδο στην Προεδρία, επειδή η Σερβική φράξια του Μιλόσεβιτς είχε εξασφαλίσει τέσσερις από τις οκτώ ψήφους της ομοσπονδιακής προεδρίας και ήταν σε θέση να εμποδίσει τυχόν δυσμενείς αποφάσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο, προκαλώντας αντιρρήσεις από τις άλλες δημοκρατίες και αιτήματα μεταρρύθμισης της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.

Μετά τη λήξη της θητείας του επικεφαλής της συλλογικής προεδρίας ο Γιόβιτς εμπόδισε το Μέσιτς να αναλάβει τη θέση του, δίνοντας τη στο Μπράνκο Κόστιτς, μέλος της προσκείμενης στο Μιλόσεβιτς κυβέρνησης του Μαυροβουνίου. Στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Κροατίας που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου 1991 με συμμετοχή του 83,56% των ψηφοφόρων, με τους Σέρβους της Κροατίας να μποϊκοτάρουν σε μεγάλο βαθμό το δημοψήφισμα. Το 93,24% των συμμετεχόντων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας. Τελικά η ανεξαρτησία της Κροατίας ανακηρύχθηκε στις 25 Ιουνίου του 1991.

Τόσο η Σλοβενία ​​όσο και η Κροατία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 25 Ιουνίου 1991. Το πρωί της 26ης Ιουνίου μονάδες του 13ου Σώματος του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους στη Ριέκα της Κροατίας για να κινηθούν προς τα σύνορα της Σλοβενίας με την Ιταλία. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αμέσως έντονη αντίδραση από τους ντόπιους Σλοβένους, που οργάνωσαν αυθόρμητα οδοφράγματα και διαδηλώσεις ενάντια στις ενέργειες του ΓΛΣ. Δεν υπήρξαν αρχικά εχθροπραξίες και οι δύο πλευρές φαινόταν να έχουν μια ανεπίσημη πολιτική να μην είναι οι πρώτοι που θα ανοίξουν πυρ.

Τότε η Σλοβενική κυβέρνηση είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της να αναλάβει τον έλεγχο τόσο του διεθνούς Αεροδρομίου της Λιουμπλιάνα όσο και των συνοριακών σταθμών της Σλοβενίας στα σύνορα με την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Το προσωπικό που επάνδρωνε τους συνοριακούς σταθμούς ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήδη Σλοβένοι, οπότε η ανάληψη από τους Σλοβένους απλώς συνίστατο σε αλλαγή των στολών και των διακριτικών, χωρίς μάχες.

Αναλαμβάνοντας τον έλεγχο των συνόρων οι Σλοβένοι ήταν σε θέση να δημιουργήσουν αμυντικές θέσεις ενάντια σε μια αναμενόμενη επίθεση του ΓΛΣ. Αυτό σήμαινε ότι ο ΓΛΣ θα έπρεπε να ρίξει το πρώτο πυροβολισμό, πράγμα που έγινε στις 27 Ιουνίου στις 14:30 στο Ντίβατσα από αξιωματικό του ΓΛΣ.

Αν και υποστήριζε τα σχετικά δικαιώματά τους για εθνική αυτοδιάθεση, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πίεσε τη Σλοβενία ​​και την Κροατία να θέσουν ένα μορατόριουμ τριών μηνών για την ανεξαρτησία τους και κατέληξαν στη Συμφωνία του Μπριούνι στις 7 Ιουλίου 1991 (αναγνωρισμένη από εκπροσώπους όλων των δημοκρατιών). Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών μηνών ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός ολοκλήρωσε την αποχώρησή του από τη Σλοβενία. Οι διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας με το διπλωμάτη Λόρδο Κάριγκτον και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ολοκληρώθηκαν.

Ο Λόρδος Κάριγκτον που συνέβαλε στην συμφωνία του Ντέϊτον

Το σχέδιο του Κάριγκτον διαπίστωνε ότι η Γιουγκοσλαβία βρισκόταν σε κατάσταση διάλυσης και αποφάσισε ότι κάθε δημοκρατία πρέπει να αποδεχθεί την αναπόφευκτη ανεξαρτησία των άλλων, μαζί μια υπόσχεση προς τον Πρόεδρο της Σερβίας Μιλόσεβιτς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξασφάλιζε την προστασία των Σέρβων εκτός Σερβίας.

Οι απόψεις του Λόρδου Κάριγκτον ήταν πλέον συζητήσιμες μετά την αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας από την πρόσφατα ενοποιημένη Γερμανία την Παραμονή Χριστουγέννων του 1991. Εκτός από τις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Γκένσερ (Γερμανία) και Moκ (Αυστρία), η μονομερής αναγνώριση ήταν μια ανεπιθύμητη έκπληξη για τις περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις οποίες δεν υπήρξε προηγούμενη διαβούλευση.

Οι διεθνείς οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και ο ΟΗΕ, αιφνιδιάστηκαν. Αν και η Γιουγκοσλαβία ήδη παράπαιε είναι πιθανό η γερμανική αναγνώριση των αποσχισθεισών δημοκρατιών – και η μερική αυστριακή κινητοποίηση στα σύνορα – έκαναν τα πράγματα αρκετά χειρότερα για το σε αποσύνθεση πολυεθνικό κράτος. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ήταν ο μόνος σημαντικός ηγέτης, που εξέφρασε την αντίθεσή του. Η έκταση της παρέμβασης του Βατικανού και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γερμανίας (BND) σε αυτό τα γεγονότα έχει διερευνηθεί από ειδικούς γνώστες των λεπτομερειών, αλλά το πραγματικό ιστορικό παραμένει αμφιλεγόμενο.

Ο Μιλόσεβιτς αρνήθηκε να συμφωνήσει με το σχέδιο, καθώς ισχυρίστηκε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είχε το δικαίωμα να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία και ότι το σχέδιο δεν ήταν προς το συμφέρον των Σέρβων, καθώς θα χώριζε το Σερβικό λαό σε τέσσερις δημοκρατίες (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία και Ερζεγοβίνη και Κροατία). Ο Κάριγκτον απάντησε θέτοντας το ζήτημα σε ψηφοφορία στην οποία όλες οι άλλες δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένου του Μαυροβουνίου, υπό το Μόμιρ Μπουλάτοβιτς, αρχικά συμφώνησαν με το σχέδιο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, μετά από έντονη πίεση της Σερβίας στον Πρόεδρο του Μαυροβουνίου, το Μαυροβούνιο άλλαξε τη θέση του και αντιτάχθηκε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Με το επεισόδιο στις Λίμνες Πλίτβιτσε στα τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου 1991, ξέσπασε ο Πόλεμος της Κροατίας μεταξύ της κυβέρνησης της Κροατίας και των Σέρβων ανταρτών της Σ.Α.Ε. της Κράινα (υποστηριζόμενης σε μεγάλο βαθμό από τον πλέον ελεγχόμενο από τους Σέρβους Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό).

Την 1η Απριλίου του 1991 η Σ.Α.Ε. της Κράινα δήλωσε ότι θα αποσπαστεί από την Κροατία. Αμέσως μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κροατίας, οι Σέρβοι της Κροατίας σχημάτισαν επίσης τη ΣΑΠ της Δυτικής Σλαβονίας και την ΣΑΠ της Ανατολικής Σλαβονίας, Μπαράνια και Δυτικής Σρεμ. Οι τρεις αυτές περιοχές συνενώθηκαν αργότερα στη Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα στις 19 Δεκεμβρίου 1991.

Οι άλλες σημαντικές σερβικές οντότητες στην ανατολική Κροατία ανακοίνωσαν ότι και αυτές θα ενταχθούν στη Σ.Α.Ε. της Κράινα. Το Ζάγκρεμπ είχε σταματήσει τότε να καταβάλει φορολογικά έσοδα στο Βελιγράδι και οι Σέρβοι της Κροατίας με τη σειρά τους σταμάτησαν να πληρώνουν φόρους στο Ζάγκρεμπ. Σε ορισμένες περιοχές ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός ενεργούσε ως ζώνη ασφαλείας, σε άλλες βοηθούσε τους Σέρβους στην αντιπαράθεση τους με το νέο Κροατικό στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις.

Η επίδραση της ξενοφοβίας και του εθνικού μίσους κατά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας κατέστη σαφής στον Πόλεμο της Κροατίας. Η προπαγάνδα από την πλευρά της Κροατίας και της Σερβίας διέδωσε το φόβο, ισχυριζόμενη ότι η άλλη πλευρά θα ασκούσε καταπίεση εναντίον τους και θα υπερέβαλλε τον αριθμό των θυμάτων για να ενισχύσει την υποστήριξη των πληθυσμών της. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, ο στρατός και το ναυτικό της Γιουγκοσλαβίας, όπου επικρατούσαν οι Σέρβοι, βομβάρδισε εσκεμμένα περιοχές κατοικίας του Σπλιτ και του Ντουμπρόβνικ, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, καθώς και γειτονικά κροατικά χωριά. Τα γιουγκοσλαβικά μέσα ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι αυτό έγινε λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς τους, παρουσίας στην πόλη δυνάμεων των φασιστών Ούστασε και διεθνών τρομοκρατών.

Οι έρευνες των Ηνωμένων Εθνών δεν διαπίστωσαν τότε την ύπαρξη τέτοιων δυνάμειων στο Ντουμπρόβνικ. Η στρατιωτική παρουσία της Κροατίας αυξήθηκε αργότερα. Ο Πρωθυπουργός του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς, τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, έκανε έκκληση στον εθνικισμό των Μαυροβουνίων, υποσχόμενος ότι η κατάληψη του Ντουμπρόβνικ θα επέτρεπε την επέκταση του Μαυροβουνίου στην πόλη, που ισχυριζόταν ότι ήταν ιστορικά τμήμα του Μαυροβουνίου, και κατήγγειλε τα τότε σύνορα του Μαυροβουνίου ως “χαραγμένα από γέρους και αμόρφωτους Μπολσεβίκους χαρτογράφους”.

Την ίδια στιγμή η Σερβική κυβέρνηση ήρθε σε σύγκρουση με τους Μαυροβούνιους συμμάχους της, με τους ισχυρισμούς του Πρωθυπουργού της Σερβίας Ντράγκουτιν Ζελένοβιτς ότι το Ντουμπρόβνικ ανήκε ιστορικά στη Σερβία και όχι στο Μαυροβούνιο. Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης έδωσαν τεράστια προβολή στο βομβαρδισμό του Ντουμπρόβνικ και ισχυρίστηκαν ότι αυτό ήταν απόδειξη της επιδίωξης του Μιλόσεβιτς της δημιουργία μιας Μεγάλης Σερβίας, καθώς η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε, πιθανώς με τη βοήθεια της υποτακτικής του ηγεσίας του Μαυροβουνίου του Μπουλάτοβιτς και των Σέρβων εθνικιστών στο Μαυροβούνιο για την ανακατάληψη του Ντουμπρόβνικ.

Στο Βούκοβαρ οι εθνοτικές εντάσεις μεταξύ Κροατών και Σέρβων ξέσπασαν σε βία όταν ο Γιουγκοσλαβικός στρατός εισήλθε στην πόλη. Ο Γιουγκοσλαβικός στρατός και οι Σερβικές παραστρατιωτικές δυνάμεις κατέστρεψαν την πόλη με οδομαχίες και καταστροφή των κροατικών περιουσιών ιδιοκτησίας. Σέρβοι παραστρατιωτικοί διέπραξαν βίαιες ενέργειες εναντίον των Κροατών, σκοτώνοντας πάνω από 200 και εκτοπίζοντας άλλους, που προστέθηκαν σε εκείνους που εγκατέλειψαν την πόλη με τη σφαγή του Βούκοβαρ.

Με τη δημογραφική διάρθρωση της Βοσνίας, που αποτελείτο από μικτό πληθυσμό πλειοψηφίας Βοσνίων και μειονοτήτων Σέρβων και Κροατών, η κυριότητα μεγάλων περιοχών της Βοσνίας ήταν υπό αμφισβήτηση.

Από το 1991 ως το 1992 η κατάσταση στην πολυεθνικής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης γινόταν όλο και πιο τεταμένη. Το κοινοβούλιο της ήταν κατακερματισμένο σε εθνοτικές ομάδες με μια πλειοψηφική Βοσνιακή παράταξη και σε μειονοτικές Σερβική και Κροατική.

Το 1991 ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, ηγέτης της μεγαλύτερης Σερβικής παράταξης στο κοινοβούλιο, του Σερβικού Δημοκρατικού Κόμματος, απηύθυνε σοβαρή και άμεση προειδοποίηση στο κοινοβούλιο της Βοσνίας, αν αποφάσιζε να αποσχισθεί.

Στο μεταξύ στο παρασκήνιο άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μιλόσεβιτς και του Τούτζμαν να διαμελίσουν τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη σε Σερβική και Κροατική διοικητικές περιφέρειες για να αποτρέψουν τον πόλεμο μεταξύ Βόσνιων, Κροατών και Σέρβων. Οι Σέρβοι της Βοσνίας διενήργησαν δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 1991 με αποτέλεσμα τη συντριπτική ψήφο υπέρ της παραμονής σε ένα κοινό κράτος με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.

Δημόσια τα κρατικά μέσα ενημέρωσης στη Σερβία έλεγαν στους Βόσνιους ότι η Βοσνία και Ερζεγοβίνη θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια νέα εθελοντική ένωση μέσα σε μια νέα Γιουγκοσλαβία βασισμένη στη δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά αυτό δεν το πήρε στα σοβαρά η κυβέρνηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Στις 9 Ιανουαρίου του 1992 η Συνέλευση των Σέρβων της Βοσνίας ανακήρυξε τη χωριστή Δημοκρατία του Σερβικού λαού της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (τη λίγο αργότερα Σερβική Δημοκρατία) και προχώρησε στη δημιουργία Σερβικών αυτόνομων περιοχών (ΣΑΠ) σε όλη τη χώρα. Το δημοψήφισμα των Σέρβων για παραμονή στη Γιουγκοσλαβία και η δημιουργία των ΣΑΠ κηρύχθηκε ως αντισυνταγματικό από την κυβέρνηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Στις 29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1992 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία από την κυβέρνηση της Βοσνίας. Το δημοψήφισμα κηρύχθηκε αντίθετο προς το Βοσνιακό και Ομοσπονδιακό σύνταγμα από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο και τη νεοσυσταθείσα Σερβοβοσνιακή κυβέρνηση και το μποϊκόταραν σε μεγάλο ποσοστό οι Σέρβοι της Βοσνίας.

Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα η προσέλευση ήταν 63,4% και το 99,7% των ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ. Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη ανακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 3 Μαρτίου του 1992 και έλαβε διεθνή αναγνώριση τον επόμενο μήνα, στις 6 Απριλίου του 1992. Την ίδια ημέρα οι Σέρβοι απάντησαν ανακηρύσσοντας την ανεξαρτησία της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και θέτοντας υπό πολιορκία το Σαράγεβο, που σηματοδότησε την έναρξη του Πολέμου της Βοσνίας. Στη συνέχεια, η Δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης έγινε δεκτή ως κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών στις 22 Μαΐου του 1992.

Στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Βόρειας Μακεδονίας (τότε αναφερόταν διεθνώς η χώρα προσωρινά υπό το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, παρά της αντιδράσεις των γειτονικών της χωρών της Ελλάδας, και της Βουλγαρίας), που διεξήχθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, το 95,26% ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας, που ανακηρύχθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1991.

Πεντακόσιοι στρατιώτες των ΗΠΑ αναπτύχθηκαν στη συνέχεια υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών για να επιτηρούν τα βόρεια σύνορα της Βόρειας Μακεδονίας με την τότε ακόμη, υπό διάλυση Γιουγκοσλαβία (η οποία αποτελούνταν πλέον από τις Δημοκρατίες της Σερβίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου). Ωστόσο οι αρχές του Βελιγραδίου ούτε παρενέβησαν για να αποτρέψουν την αποχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας, ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε αντέδρασαν στην άφιξη των στρατευμάτων του ΟΗΕ, δείχνοντας ότι, από τη στιγμή που το Βελιγράδι δημιούργησε το νέο του κράτος (την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1992) θα αναγνώριζε την τότε Π.Γ.Δ.Μ, και θα ανέπτυσσε διπλωματικές σχέσεις με αυτή. Έτσι η Βόρεια Μακεδονία ήταν η μόνη πρώην δημοκρατία που κέρδισε την κυριαρχία της χωρίς αντίσταση από τις Γιουγκοσλαβικές αρχές και το στρατό.

Επιπλέον ο πρώτος πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Κίρο Γκλιγκόροφ, διατηρούσε πράγματι καλές σχέσεις με το Βελιγράδι καθώς και με τις άλλες πρώην δημοκρατίες. Δεν υπήρξαν προβλήματα μεταξύ της σλαβομακεδονικής και της σερβικής συνοριακής αστυνομίας, παρόλο που μικροί θύλακοι του Κοσσυφοπεδίου και της κοιλάδας του Πρέσεβο ​​αποτελούν τις βόρειες περιοχές της ιστορικής περιοχής που είναι γνωστή ως Μακεδονία, κάτι που διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργήσει συνοριακή διαφορά.

Το Νοέμβριο του 1991 η Επιτροπή Διαιτησίας της Συνόδου Ειρήνης για τη Γιουγκοσλαβία, με επικεφαλής τον Ρομπέρ Μπατεντέρ, αποφάνθηκε, κατόπιν αιτήματος του Λόρδου Κάριγκτον, ότι η ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας βρισκόταν στη διαδικασία της διάλυσης και ότι ο Σερβικός πληθυσμός στην Κροατία και τη Βοσνία δεν είχε δικαίωμα αυτοδιάθεσης με τη μορφή νέων κρατών και ότι τα σύνορα μεταξύ των δημοκρατιών έπρεπε να αναγνωριστούν ως διεθνή σύνορα. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα την Απόφαση 721 στις 27 Νοεμβρίου 1991, που άνοιξε το δρόμο για τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία.

Τον Ιανουάριο του 1992 η Κροατία και η Γιουγκοσλαβία υπέγραψαν ανακωχή υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών, ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Σερβικής και της Κροατικής ηγεσίας για το διμελισμό της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Στις 15 Ιανουαρίου του 1992 η ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβενίας αναγνωρίστηκε σε όλο τον κόσμο.

Η Σλοβενία, η Κροατία και η Βοσνία έγιναν δεκτά αργότερα ως κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών στις 22 Μαΐου 1992. Το 1995, οι Ειρηνευτικές Συμφωνίες του Ντέιτον αναγνώριζαν τους Σέρβους της Βοσνίας ως πολιτικά υποκρατική οντότητα χωρίς δικαίωμα απόσχισης, υπό το κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ενώ το 1997, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, άλλαξε το συνταγματικό της όνομα στο σημερινό «Ομοσπονδία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης».

Η Βόρεια Μακεδονία έγινε δεκτή ως χώρα μέλος των Ηνωμένων Εθνών στις 8 Απριλίου 1993, όταν η συνταγματική της ονομασία ήταν «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Όμως, λόγω των αντιδράσεων με την Ελλάδα για τη χρήση του όρου «Μακεδονία», η Βόρεια Μακεδονία έγινε δεκτή με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ), ονομασία, που διατήρησε η γειτονική μας χώρα για 25 ολόκληρα χρόνια, μέχρι και το 2018, όπου έγινε η συμφωνία των Πρεσπών.

Η ανεξαρτησία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης αποδείχθηκε το τελικό πλήγμα στην πανγιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Στις 28 Απριλίου του 1992 δημιουργήθηκε η κυριαρχούμενη από τη Σερβία Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) και σχηματίστηκε ως κράτος-υπόλειμμα, αποτελούμενο μόνο από τις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Στην ΟΔΓ κυριαρχούσε ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και οι πολιτικοί σύμμαχοί του. Η κυβέρνησή της διεκδίκησε τη συνέχεια του πρώην κράτους, αλλά η διεθνής κοινότητα αρνήθηκε να την αναγνωρίσει ως τέτοια.

Η θέση της διεθνούς κοινότητας ήταν ότι η Γιουγκοσλαβία είχε διαλυθεί στα χωριστά κράτη της. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας εμποδίστηκε με ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών στις 22 Σεπτεμβρίου 1992 να συνεχίσει να καταλαμβάνει την έδρα των Ηνωμένων Εθνών ως κράτος διάδοχο της ΣΟΔΓ. Αυτό το ζήτημα ήταν σημαντικό για τις αξιώσεις σχετικά με τα διεθνή περιουσιακά στοιχεία της ΣΟΔΓ, συμπεριλαμβανομένων των πρεσβειών σε πολλές χώρες. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας δεν εγκατέλειψε το αίτημά της περί συνέχειας της ΣΟΔΓ μέχρι το 1996. Εντωμεταξύ ο πόλεμος στο δυτικό κομμάτι της ΣΟΔΓ συνεχιζόταν και εκεί έγινε το γεγονός που τώρα πάει να αναγνωρίσει ο ΟΗΕ.

Η σφαγή της Σεμπρένιτσα

Ταφή 465 Βοσνίων πολιτών μετά την αναγνώρισή τους, 11 Ιουλίου 2007

Η πόλη αυτή που σήμερα ανήκει στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη φυλασσόταν από τα στρατεύματα του ΟΗΕ, αλλά το 1995 κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας οι Σερβοι της Βοσνίας την κατέλαβαν με τον ολιγάριθμο στρατό του ΟΗΕ ουσιαστικά να μην μπορεί να αντισταθεί. Πολλοί Βόσνιοι πήγαν στο στρατόπεδο του ΟΗΕ για να ζητήσουν προστασία και αρκετοί δεν έγιναν δεκτοί. Οι στρατιώτες του ΟΗΕ ζητούσαν απεγνωσμένα υποστήριξη, η οποία δεν τους δόθηκε ποτέ.

Οι Σέρβοι ξεχώρισαν τους άνδρες, τους γέρους και τα αγόρια από τις γυναίκες και τους σκότωσαν, και σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται περίπου 8.000 άνθρωποι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο με τους Σέρβους να ρίχνουν τα πτώματά τους σε ομαδικούς τάφους. Η σφαγή αυτή αναγνωρίστηκε ως η μεγαλύτερη της Ευρώπης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από την εξέταση των όσων συνέβησαν, η Ολλανδική κυβέρνηση, που ουσιαστικά ο στρατός της έλεγχε την περιοχή, παραιτήθηκε.

Στη σφαγή αυτή συμμετείχαν και τάγματα εθνικιστών και από άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων φαίνεται ότι υπήρχαν και 40 Έλληνες παραστρατιωτικοί, μέλη της Ελληνικής εθελοντικής φρουράς, οι οποίοι ανάρτησαν την Ελληνική, την Βυζαντινή και την σημαία της Βεργίνας δίπλα στην Σερβική σημαία την επομένη της σφαγής. Η φρουρά αυτή είχε δημιουργηθεί το 1993 και πολλά από τα μέλη της είχαν ταυτοποιηθεί ως μέλη της Χρυσής Αυγής. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής φαίνεται πως σιωπηλά συναινούσαν στην ύπαρξη της παραστρατιωτικής αυτής οργάνωσης. Μάλιστα ο Κάρατζιτς που ήταν ο πολιτικός ηγέτης των Σερβοβόσνιων είχε επισκεφθεί την Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του τότε αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και είχε πει σε συγκέντρωση ελλήνων εθνικιστών ότι «έχουμε μόνο τον Θεό και τους Έλληνες στο πλευρό μας». Σε αναφορά που έγινε αργότερα από Ολλανδικό ινστιτούτο, φαίνεται πως η χώρα μας είχε αποστείλλει και ελαφρύ οπλισμό στον Σερβοβοσνιακό στρατό μεταξύ 1994-1995. Επίσης πολλοί από εκείνους τους εθελοντές είχαν δώσει και συνεντεύξεις στα Ελληνικά ΜΜΕ. Δείγμα του τι έλεγαν τα ΜΜΕ της εποχής είναι το παρακάτω βίντεο, που προέρχεται από το Mega το 1995.

Προγενέστερες αποφάσεις για την Σφαγή αυτή

Στις 26 Φεβρουαρίου του 2007, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εξέδωσε την απόφασή του για την υπόθεση της Βοσνίας Ερζεγοβίνης κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας σχετικά με τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα το 1995. Σύμφωνα με την απόφαση, η σφαγή συνιστά μεν γενοκτονία, δεν μπορεί όμως να αποδοθεί στα εναγόμενα κρατικά όργανα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι η Σερβία, ως μόνη διάδοχος της πρώην Γιουγκοσλαβίας μετά την αποχώρηση του Μαυροβουνίου από την ομοσπονδία, παραβίασε το διεθνές δίκαιο, καθώς δεν έλαβε κανένα μέτρο για να εμποδίσει τη σφαγή αυτή. Εντωμεταξύ από το 2006 με εντολή του Αναστασίου Παπαληγούρα, υπουργού δικαιοσύνης τότε της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας άρχισε εισαγγελική έρευνα για την συμμετοχή της ΕΕΦ στη σφαγή αυτή. Τα αποτελέσματά της δεν έγιναν ποτέ γνωστά. Έγιναν και αργότερα εισαγγελικές έρευνες όπου πέρα από κάποια αποκαλυπτικά δημοσιεύματα ποτέ δεν κατέληξαν σε καταδίκη των συμμετοχόντων στα γεγονότα. Είναι ενδεικτικό και αυτό πως οι Ελληνικές κυβερνήσεις έκλεισαν το μάτι για να συμβούν τα γεγονότα.

Η τύχη του Κάρατζιτς

Μετά τα γεγονότα στην Σεμπρένιτσα ασκήθηκε δίωξη στον ηγέτη των Σερβοβοσνίων, που για πολλά χρόνια κρυβόταν από τις διεθνείς αρχές με πλαστά στοιχεία και συγκεκριμένα ως Ντράγκαν Ντάμπιτς. Τελικά συνελήφθη τον Ιούλιο του 2008 στο Βελιγράδι και οδηγήθηκε στο ειδικό δικαστήριο της Χώρας. Εκεί με έναν τρόπο που δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι σήμερα κρίθηκε ότι έπρεπε να μεταφερθεί στο ειδικό δικαστήριο της Χάγης. Η σύλληψη τότε του Κάρατζιτς προκάλεσε πανηγύρια στους Βόσνιους, όπου ξεχύθηκαν στους δρόμους του Σεράγεβο, ενώ στη Σερβία προκάλεσε εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς το πρόσωπό του. Το κόμμα που τον υποστήριξε επισήμως ήταν το Σερβικό εθνικιστικό κόμμα SRS.

Στις 24 Μαρτίου 2016 κρίθηκε ένοχος για τις 10 από τις 11 κατηγορίες που αντιμετώπιζε σχετικά με εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 40 ετών. Η μόνη κατηγορία για την οποία απαλλάχτηκε ήταν αυτή της γενοκτονίας σε επτά κοινότητες της Βοσνίας, ενώ κρίθηκε ένοχος για γενοκτονία στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα του 1995.

Μετά την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, η υπεράσπιση του Ράντοβαν Κάρατζιτς ανακοίνωσε πως θα ασκήσει έφεση αναφορικά με την καταδικαστική απόφαση για τη γενοκτονία στη Σερμπρένιτσα. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος του, Πίτερ Ρόμπινσον, ο Κάρατζιτς «πιστεύει ότι καταδικάστηκε με βάση συμπεράσματα». Ο Κάρατζιτς παραμένει ακόμα και σήμερα στις φυλακές της Χάγης όπου εκτίει την ποινή του.

Τα αποτελέσματα της σφαγής

Καθισμένοι αριστερά προς δεξιά: Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, Αλίγια Ιζετμπέγκοβιτς, Φράνιο Τούτζμαν, στο Ντέιτον, Οχάιο των ΗΠΑ, την 21η Νοεμβρίου του 1995.

Οι διαπραγματεύσεις του Ντέϊτον τον Νοέμβριο του 1995 συμφωνήθηκε ο διαχωρισμός της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης με το 51% να αναγνωρίζεται ως Κροατο-Μουσουλμανικός τομέας, υπό την ονομασία Ομοσπονδία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης που είχε δημιουργηθεί τον Ιανουάριο του 1994, και το υπόλοιπο 94% να ανήκει στον τομέα της Σερβικής Δημοκρατίας. Ουσιαστικά η χώρα που δημιουργήθηκε είναι μια ομόσπονδη χώρα δυο οντοτήτων, δηλαδή της Ομοσπονδίας τη Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Δημοκρατίας της Σέρπσκα, όπως ονομάζεται το Σερβικό κομμάτι. Το ανατολικό Σαράγεβο είναι μέρος των Σερβοβοσνίων, ενώ το δυτικό ανήκει στους Βόσνιους. Η διακυβέρνηση της χώρας και συγκεκριμένα ο πρόεδρος της επιλέγεται εκ περιτροπής μεταξύ των τριών μελών που εκπροσωπούν την κάθε εθνότητα (Βόσνιοι, Σέρβοι, Κροάτες). Το κάθε μέλος εκλέγεται απευθείας από τις εθνότητες και υπηρετεί για 8 μήνες στην προεδρία της χώρας.

Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου προτείνεται από την Προεδρία και εγκρίνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου είναι υπεύθυνος για τον διορισμό του Υπουργού Εξωτερικών, του Υπουργού Εξωτερικού Εμπορίου και άλλων κατά περίπτωση. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση είναι το νομοθετικό όργανο και αποτελείται από δύο Σώματα: τη Βουλή των Λαών και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Η Βουλή των Λαών έχει 15 αντιπροσώπους που επιλέγονται από τα κοινοβούλια των οντοτήτων, τα δύο τρίτα των οποίων προέρχονται από την Ομοσπονδία (5 Βόσνιοι και 5 Κροάτες) και το ένα τρίτο από τη Σερβική Δημοκρατία (5 Σέρβοι). Η Βουλή των Αντιπροσώπων αποτελείται από 42 μέλη που εκλέγονται από τον λαό με μια μορφή αναλογικής εκπροσώπησης, αφού τα δύο τρίτα εκλέγονται από την Ομοσπονδία και το ένα τρίτο εκλέγονται από τη Σερβική Δημοκρατία. Αυτό προβλέπεται από τη συμφωνία του Ντέϊτον που ισχύει ακόμα.

Τα γεγονότα μετά την λήξη του πολέμου της Βοσνίας και την συμφωνία του Ντέϊτον

Μετά την λήξη του πολέμου στη Βοσνία ακολούθησαν τα γεγονότα στο Κόσοβο με αποτέλεσμα την παρέμβαση του ΝΑΤΟ το 1999, όπου βομβάρδιζε την χώρα για 70 μέρες. Το Κόσοβο μετά την λήξη του πολέμου το 1999 τέθηκε υπό τον κυβερνητικό έλεγχο της Αποστολής Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο και τη στρατιωτική προστασία της Δύναμης του Κοσσυφοπεδίου (KFOR). Ο 15μηνος πόλεμος είχε αφήσει πίσω του χιλιάδες αμάχους νεκρούς και από τις δύο πλευρές και πάνω από ένα εκατομμύριο εκτοπισμένους. Εντωμεταξύ το Διεθνές ποινικό δικαστήριο της Χάγης εδίωξε για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον πόλεμο του Κοσυφοπεδίου 9 ανώτερα στελέχη της Σερβίας μεταξύ των οποίων και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, αλλά το δικαστήριο έκρινε ένοχους και 6 μέλη του Ουτσεκά (UCK), της Αλβανικής οργάνωσης του Κοσόβου που επεδίωκε την ανεξαρτησία της περιοχής. Μια ανεξαρτησία που ήρθε με σχετικό δημοψήφισμα το 2008, με ήδη 9 χρόνια να φυλάσσεται από την KFOR. Η Σερβία δεν αποδέχθηκε το αποτέλεσμα και προσέφυγε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης όπου το 2010 απέρριψε τις διεκδικήσεις της Σερβίας για το ότι το Κόσοβο παραβίασε την εδαφική της ακεραιότητα.

Έτσι η ηγεσία του Κοσόβου υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία του Κοσόβου και κάλεσε το Βελιγράδι για την αναγνώριση του το οποίο και αρνήθηκε πάρα την απόφαση του δικαστηρίου. Από τις 19 Απριλίου του 2013 οι δύο χώρες συνήψαν συμφωνία στις Βρυξέλλες, η οποία καταρτίστηκε υπό την αιγίδα της ΕΕ. Στη συμφωνία προβλέπεται ένας ορισμένος βαθμός αυτονομίας για τους Σέρβους του βορείου Κοσόβου, με υπαγωγή τους όμως στην Πρίστινα, ενώ Βελιγράδι και Πρίστινα συμφώνησαν πως καμία από τις δύο χώρες δε θα έχει δικαίωμα βέτο σε πιθανή ένταξη μιας από τις δύο χώρες σε διεθνή οργανισμό, όπως το ΝΑΤΟ ή η ΕΕ. Παρά τη συμφωνία η Σερβία δεν αναγνωρίζει ακόμα την αποσχισθείσα Δημοκρατία του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητη.

Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κατά την διάρκεια της προεδρίας του

Το 1997 ο Μιλόσεβιτς απώλεσε την εξουσία του που οδήγησε και στα γεγονότα στο Κόσοβο. Ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας το 1999 τον βρήκε πλήρως αποδυναμωμένο. Μετά τους βομβαρδισμούς και την ήττα στον πόλεμο με τον Κοσσυφοπέδιο στην εκλογική μάχη του 2000 έχασε από τον Βόισλαβ Κοστούνιτσα που έμελε να είναι και ο τελευταίος πρόεδρος της ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας. Το 2004 έγινε η ρήξη μεταξύ της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, που οδήγησε την απόσχιση του τελευταίου και την δημιουργία δυο κρατών το 2006. Εντωμεταξύ ο Μιλόσεβιτς το 2001 συνελήφθη από την κυβέρνηση του Κοστούνιτσα και εκδόθηκε και λίγο καιρό αργότερα μεταφέρθηκε με ελικόπτερο από το Βελιγράδι στην αεροπορική βάση των ΗΠΑ στην Τούζλα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και από εκεί στη Χάγη της Ολλανδίας, κάτω από επίσης αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η έκδοση του Μιλόσεβιτς προκάλεσε πολιτική αναταραχή στην Γιουγκοσλαβία όπου προκάλεσε και την απόσχιση του 2006. Ο Μιλόσεβιτς κάτω από αδιευκρίνιστες επίσης συνθήκες βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις 11 Μαρτίου του 2006 σε μια δίκη για εγκλήματα που ποτέ όμως δεν ολοκληρώθηκε.

Loading

Σχολιάστε Ελεύθερα

Ads Blocker Image Powered by Code Help Pro

Ads Blocker Detected!!!

We have detected that you are using extensions to block ads. Please support us by disabling these ads blocker.

Powered By
Best Wordpress Adblock Detecting Plugin | CHP Adblock

Discover more from ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading