17 Ιουλίου 1955: Η μεγαλύτερη απόδραση που έγινε ποτέ στην Ελλάδα

Μιλάμε προφανώς για την απόδραση των Βούρλων, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Στις φυλακές των Βούρλων, στον Πειραιά, 27 πολιτικοί κρατούμενοι οργανώνουν μια από τις πιο εντυπωσιακές αποδράσεις στην παγκόσμια ιστορία. Οι φύλακες τους παρακολουθούν κάθε στιγμή. Το ΚΚΕ, το κόμμα στο οποίο πιστεύουν, είναι αντίθετο στις αποδράσεις. Χωρίς να το ξέρουν ούτε οι υπόλοιποι κρατούμενοι σύντροφοι τους, καταστρώνουν ένα παράτολμο σχέδιο: να σκάψουν μια σήραγγα κάτω από τη φυλακή, κάτω από τον δρόμο και να βγουν απέναντι, στην ελευθερία.

Ήταν η απόδραση που έγραψε ιστορία και φαίνεται μάλιστα πως  ενέπνευσε την γνωστή ταινία «Η Μεγάλη απόδραση». Το βέβαιο είναι όμως ότι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο εξωτερικό και την Ελλάδα. Σε μια γελοιογραφία της εποχής που δημοσιεύθηκε στην «Βραδινή», ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων Κ. Καραμανλής ζητούσε να προσλάβει τους δραπέτες για να προχωρήσουν τα δημόσια έργα στην Ελλάδα.

Όμως το ΚΚΕ όπως προείπαμε ήταν ενάντια στις αποδράσεις ή τουλάχιστον μια μερίδα του ήταν ενάντια σε αυτές. Πάνω σε αυτή την πεποίθηση οι διώκτες των κομμουνιστών δεν πίστευαν ποτέ ότι θα γίνει αυτό που έγινε στις 17 Ιουλίου του 1955. 27 κομμουνιστές πετάξανε προς την ελευθερία, κάποιοι κατάφεραν να επιζήσουν, κάποιοι άλλοι όχι. Πολλοί πιάστηκαν αργότερα πάλι και είτε αθωώθηκαν στην μεγάλη δίκη των κατασκόπων του 1960 ή περάσαν κάποια διαστήματα στις φυλακές με άλλες κατηγορίες. Κάποιοι κατάφεραν και διέφυγαν στη Ρουμανία που είχε μεταφερθεί τότε το γραφείο του ΚΚΕ μιας που στην Ελλάδα ήταν στην παρανομία. Το μόνο κόμμα που αναγνωριζόταν ως νόμιμο αν και τα στελέχη του διώκονταν ήταν η ΕΔΑ.

27 άτομα δούλευαν νυχθημερόν για να ανοίξουν ένα λαγούμι κάτω από το δρόμο, την οδό Δογάνης, και πέρασαν μέσω ενός αντικρινού εργοστασίου στην ελευθερία, που για αρκετούς βέβαια κράτησε λίγο. Παρόλο που επίσημα το ΚΚΕ ήταν κατά των δραπετεύσεων, μέρος του παράνομου μηχανισμού βοήθησε στη συγκεκριμένη απόδραση. Ήταν η εποχή που το κόμμα ανασυγκροτούνταν από τις στάχτες του εμφυλίου πολέμου, υπήρχαν διαφορετικές λειτουργίες στο εσωτερικό της χώρας μας και στην ΚΕ που έδραζε στη Ρουμανία. Πέρα από αυτά υπήρχε και η ΕΔΑ που ήταν ας πούμε το νόμιμο όργανο του κόμματος. Αργότερα έγινε η γνωστή διάσπαση του 68 που ταλανίζει μέχρι τις ημέρες μας τον αριστερό-κομμουνιστικό χώρο.

Η εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» της 18ης Ιουλίου γράφει στο πρωτοσέλιδό της : “Η θρασυτάτη δραπέτευσις των 27 κομμουνιστών προκαλεί γενικήν κινητοποίηση. Εικοσιτρείς χιλάδες αστυνομικοί αναζητούν τους ερυθρούς δραπέτας”, ενώ η «εφημερίδα Ακρόπολις» της 19ης Ιουλίου γράφει στο πρωτοσέλιδό της : “Η καταπληκτική ομαδική απόδρασις κομμουνιστικών στελεχών. Μέχρι ώρας ουδείς συνελήφθη από τους 27 κομμουνιστάς τους δραπετεύσαντας από τας φυλακάς των Βούρλων υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας”.

Η κυβέρνηση Παπάγου επικήρυξε τους δραπέτες με μεγάλα ποσά για την εποχή. Από τους αποδράσαντες 15 συνελήφθησαν το επόμενο χρονικό διάστημα, ένας δολοφονήθηκε στα σύνορα, ενώ οι υπόλοιποι 11 συνέχισαν τον πολιτικό τους βίο ελεύθεροι, σε συνθήκες παρανομίας βέβαια.

drapetes_fylakes_voyrla
Εντεκα από τους επιζώντες δραπέτες,το 1994, σε σύναξη – από αριστερά: Λ. Τζεφρώνης, Κ. Τσακίρης, Π. Ροδάκης, Α. Μπαρτζώκας, Γ. Χατζηπέτρου, Γκ. Βερναρδής, Β. Βαρδινογιάννης, Στ. Σιδέρης, Κ. Λιναρδάτος, Α. Βελής, Κ. Φίλης.

Οι αποδράσαντες ήταν οι : Βαρδής Βαρδινογιάννης, Ανδρέας Βελής, Γκαστόν Βερναρδής, Γιώργος Γεωργίου, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, Βασίλης Δουκάκης, Χαράλαμπος Καλαντζής, Σταύρος Καράς, Βασίλης Κάτρης, Παντελής Κιουρτζής, Ζήσιμος Κόκλας, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, Κώστας Λιναρδάτος, Αλέκος Λογαράς, Ανδρέας Μπαρτζώκας, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Δημήτρης Πανουσόπουλος, Αλέκος Παπαλεξίου, Αλέκος Παπούλιας, Στέλιος Πάσιος, Περικλής Ροδάκης, Σταύρος Σιδέρης, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, Λεωνίδας Τζεφρώνης, Κυριάκος Τσακίρης, Κώστας Φίλης, Γιώργος Χατζηπέτρου.

Μαρτυρίες από το ρεπορτάζ του tvxs

«Αυτό που κάναμε εμείς ήταν και λίγο πάρα πάνω από την τρέλα», λέει ο δραπέτης Σωτήρης Σωτηρόπουλος. «Να πάρεις την ευθύνη να οργανώσεις απόδραση και να την πραγματοποιήσεις σε μια φυλακή που δεν μπορούσες να κρύψεις με σιγουριά ένα πακέτο τσιγάρα;». Την Κυριακή 17 Ιουλίου 1955 όλα είναι έτοιμα.

Οι 27 δραπέτες φορούν πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν. Ο κλήρος πέφτει σε έναν από αυτούς να μείνει πίσω για να κλείσει την σήραγγα και δώσει στους υπόλοιπους τον πολύτιμο χρόνο που χρειάζονται για φύγουν. «Και ποιος δεν θέλει την ελευθερία;», θυμάται ο Γιάννης Κωνσταντής που του έτυχε ο κλήρος.

«Αλλά εγώ είμαι κι από αυτούς τους ανθρώπους που θα θυσιαστώ. Στο μυαλό μου είχε φωλιάσει ένα πράγμα, ότι πρέπει να φύγουν αυτοί που είναι άμεσος ο κίνδυνος να τους εκτελέσουν». Η δραπέτευση προκάλεσε γενική κινητοποίηση του Στρατού και 23 χιλιάδες αστυνομικοί συμμετείχαν στην καταδίωξη.

Οι δραπέτες επικηρύχθηκαν, με χρηματική αμοιβή από 5.000 έως 30.000 δραχμές. Από τους 27, τελικά μόνο οι 11 κατάφεραν να διαφύγουν. 15 συνελήφθησαν και ένας δολοφονήθηκε στα σύνορα. Όμως το κατόρθωμά τους είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο.

«Θέλαμε να δώσουμε μία απάντηση στη συνεχή ζημιά που κάνει η ασφάλεια σε εμάς», θυμάται ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, τότε γραμματέας της παράνομης οργάνωσης του ΚΚΕ στην Αθήνα. «Όλο συλλάμβανε, έπιανε, εκτελούσε…».

Για άλλους δραπέτες ήταν ο πόθος για την ελευθερία που τους έδωσε δυνάμεις. «Αφού το σκάσαμε, μπήκαμε σε μια ΕΒΓΑ και ήπια μια μπύρα» λέει ένας απ’αυτούς. Ήταν η ωραιότερη μπύρα της ζωής μου!».

Ένα μικρό χρονικό

17 Ιουλίου 1955, ημέρα Κυριακή, ώρα 1 απόγευμα στους λουτήρες του εργοστασίου λουλακιού «Ντεστρέ», που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τις φυλακές Βούρλων στη Δραπετσώνα: Ένα μέρος του τοίχου υποχωρεί στη βάση του, κάτω από τα χτυπήματα που δέχεται, κι ένας άντρας πετάγεται από το άνοιγμά του.

Βγάζει με ταχύτητα το μαντίλι που καλύπτει το κεφάλι του, τις πιτζάμες που φορά πάνω από το κοστούμι του, τις κάλτσες που καλύπτουν τα παπούτσια του -όλα γεμάτα χώματα-, τινάζεται και φτιάχνεται.

Ένας άλλος πίσω του βγαίνει με τον ίδιο τρόπο, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις.

Η σκηνή επαναλαμβάνεται, σε διάστημα μιας ώρας, 27 φορές. Δεν αποχωρούν όλοι μαζί.

Μόλις συμπληρώνονται ομάδες των 4-5 προχωρούν στην έξοδο, διασχίζοντας το αδιέξοδο που βγάζει στην οδό Κανελλοπούλου, βγαίνουν στον δρόμο (που δεν βλέπει φυσικά στην είσοδο των φυλακών) και σκορπίζονται.

Έχουν βγει οι περισσότεροι από τους μισούς, όταν καταφτάνει ο φύλακας του εργοστασίου, ειδοποιημένος από τη 16χρονη κόρη του, που τα έχασε βλέποντας τόσους ανθρώπους να βγαίνουν από το κλειστό εργοστάσιο.

– Τι κάνετε εσείς εδώ;

– Είμαστε αστυνομικοί και ήρθαμε να πλυθούμε!

Και καθώς η εξήγηση δεν τον πείθει, αναλαμβάνει κάποιος τη φύλαξή του μέχρι να φύγουν όλοι, οπότε τον κλείνει στην τουαλέτα, εξασφαλίζοντας και τη δική του φυγή.

Όταν ο φύλακας καταφέρνει να βγει, ο τελευταίος δραπέτης έχει κιόλας σαλτάρει στο λεωφορείο της γραμμής Δραπετσώνα – Λιπάσματα, που έχει στάση απέναντι, κι έχει χαθεί.

Οι σειρήνες των φυλακών θα ηχήσουν μετά μισή ώρα, όταν ο φύλακας με την κόρη του παρουσιαστούν στον αξιωματικό υπηρεσίας και όταν οι υπεύθυνοι των φυλακών πάρουν χαμπάρι πόσοι και πώς δραπέτευσαν.

Το κόμμα και οι φυλακές(Εφσυν)

Στις φυλακές Βούρλων – Δραπετσώνας, που πριν από την Κατοχή ήταν πασίγνωστος οίκος ανοχής, υπήρχε την εποχή εκείνη ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών και ποινικών κρατουμένων. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν τον «οίκο» σε φυλακές για τους αγωνιστές της Αντίστασης. Με την αποχώρησή τους τις παρέλαβαν οι ελληνικές αρχές για τις δικές τους ανάγκες.

Οι φυλακές χωρίζονταν σε 3 ακτίνες με 24 κελιά η κάθε μια και με 4-5 φυλακισμένους στο κάθε κελί. Στην πρώτη ακτίνα ήταν οι ποινικοί, στη δεύτερη οι τοξικομανείς και στην τρίτη οι «αμετανόητοι κομμουνιστές» – καταδικασμένοι και υπόδικοι. Οι τελευταίοι ήταν συνολικά 132.

Η απόδραση άρχισε να συζητείται τρεις μήνες πριν. Αρχικά από έναν πυρήνα 5 κρατουμένων, που έγιναν στη συνέχεια 9, 12, για να προστεθούν προς το τέλος αυτοί που συμπλήρωσαν τον αριθμό 27.

Η Ασφάλεια ανέφερε σαν πρωτοστατήσαντες τους: Γεωργίου, Τσακίρη, Τζεφρώνη, Βαρδινογιάννη, Καρρά, Βερναρδή, Φίλη.

«Δουλέψαμε σαν μια ομάδα, συλλογικά, με αυστηρό καταμερισμό και με πάρα πολύ αίσθημα επαγρύπνησης και συνωμοτικότητας», λέει πάνω σ’ αυτό ο Τζεφρώνης. «Δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος ήταν ο πρώτος και ποιος ο δεύτερος. Ο καθένας δούλευε στο πόστο του. Κανένας δεν είχε την αίσθηση ότι κάνει κάτι ξεχωριστό, ανεξάρτητα από το σύνολο. Το παραμικρό λάθος μπορούσε να σταθεί καταστροφικό για όλους μας».

Ποιοι λόγοι επέβαλαν την απόδραση; «Ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο κατακόρυφο», λέει ο Τσακίρης. «Οι Αμερικανοί εξεβίαζαν εκτελέσεις. Κυρίως γι’ αυτούς που έρχονταν απ’ έξω. Και υπήρχαν πληροφορίες ότι η κυβέρνηση Παπάγου το είχε αποδεχθεί».

To Κόμμα, λένε οι περισσότερες μαρτυρίες, το ήξερε. Δεν δόθηκε εντολή για απόδραση. Οι υπόδικοι έκαναν απλώς γνωστή την απόφασή τους να δραπετεύσουν. Το ίδιο πάντως βράδυ της απόδρασης, η «Φωνή της Αλήθειας», ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ στο εξωτερικό, έκανε την παρακάτω έκκληση: «Καλούμε τον λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».

Συνωμοτικότητα

Οι δραπέτες τήρησαν αυστηρά τους νόμους της συνωμοτικότητας. Βασίστηκαν στη εφευρετικότητά τους και ευνοήθηκαν από συμπτώσεις. Το άνοιγμα της σήραγγας από την οποία διέφυγαν κράτησε τέσσερις μήνες. Αν υπολογίσουμε όμως και τον καιρό της προετοιμασίας, το όλο εγχείρημα φτάνει τους εφτά μήνες.

Γνώριζαν ότι με την απόδρασή τους έμπαιναν σε μεγάλη περιπέτεια, πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώθηκε με την επικήρυξή τους. Και το αποδέχτηκαν.

Το έργο θα άρχιζε κάτω από το κρεβάτι του Μπαρτζώκα στο κελί 13, που βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών, απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ».

Έπρεπε στο τσιμεντένιο δάπεδό του να ανοιχτεί μια τρύπα, να σχηματιστεί ένα «πηγάδι» βάθους τριών μέτρων, απ’ όπου θα άρχιζε μια σήραγγα διαμέτρου 80 εκατοστών και μήκους 18-19 μέτρων.

Η πορεία της υπόγειας σήραγγας, αφού περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διέσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον τοίχο του «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στους λουτήρες.

Τα εργαλεία της δουλειάς ήταν στην αρχή ένα κοπίδι κι ένα τσαγκαράδικο σφυρί, από εκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα.

Αργότερα, όταν προχώρησε το σκάψιμο, απέκτησαν ένα πικούνι κι ένα σκεπάρνι. Δυο γυναίκες, αρραβωνιαστικές των κρατουμένων, τους έφεραν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες που υπήρχαν γύρω από τις φυλακές.

Στο έργο

Δυο-τρεις κράταγαν τσίλιες, στο εσωτερικό του κελιού και στο προαύλιο, και ένας, ντυμένος με μια παλιοφόρμα, έσκαβε. Το σκάψιμο δεν ήταν εύκολο. Είχε μπει ένα πλάνο για 20 πόντους σκάψιμο την ημέρα, που στην πράξη έβγαινε αδύνατο.

Χρειάστηκε να προστεθούν νυχτερινές βάρδιες. Εκείνο που πρόσεχαν ήταν να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε υπήρχε κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνη) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν.

Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν τι θα έκαναν τα χώματα και τις πέτρες που συσσώρευαν.

Και να ποιες λύσεις βρήκαν: Αφού ξεχώριζαν το χώμα από τις πέτρες, κρησάριζαν το πρώτο σε τρύπια κουτιά (πάντα κάτω από τη γη), το έριχναν σε πάνινες σακούλες -«αντέρες», όπως τις έλεγαν- που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τις περνούσαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ’ όπου κατέβαιναν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.

Το πράγμα ωστόσο δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως φαίνεται. Σε κάποια φάση οι υπόνομοι βούλωσαν από το πολύ χώμα. Η απόφραξη δεν ήταν δική τους δουλειά. Εκείνοι όμως πρότειναν στη διεύθυνση να την κάνουν οι ίδιοι «για να ’χουν κάτι να κάνουν».

Και το πέτυχαν, χωρίς οι άλλοι να υποψιαστούν τίποτα.

Εμεναν οι πέτρες και τα χαλίκια. Ενα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στον χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, πάντα με την άδεια της διεύθυνσης.

Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διέθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα.

Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τους δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα γέμισε με γλάστρες.

Ήταν κυρίως γκαζοτενεκέδες, που και πολύ χώμα έπαιρναν αλλά και χαλίκια. Το έργο τους διευκολύνθηκε περισσότερο όταν, διανοίγοντας τη σήραγγα, συνάντησαν μια δεξαμενή για τα απόβλητα του εργοστασίου, οπότε έριξαν εκεί τα μπάζα που συσσωρεύονταν.

Φωτισμός και αέρας

Υπήρχε επίσης το πρόβλημα του φωτισμού και του αέρα στη σήραγγα. Το πρώτο το έλυσαν χρησιμοποιώντας τα μικρά γλομπάκια και τι μπαταρίες που έπαιρναν νόμιμα για να φωτίσουν τα χειροποίητα καραβάκια, τους φάρους και τα άλλα μικροπράγματα που κατασκεύαζαν. Το δεύτερο, ο αέρας, παρουσίαζε μεγαλύτερες δυσκολίες. Από ένα σημείο και μετά η παραμονή αυτού που δούλευε κάτω από τη γη δεν γινόταν να είναι μεγαλύτερη από 10 λεπτά. Τη διευκόλυναν με αέρα που κατέβαζαν με τις σαμπρέλες από τις μπάλες του βόλεϊ που έπαιζαν, με βεντάλιες, με τεχνητούς χειροκίνητους ανεμιστήρες και ό,τι άλλο εφεύρισκαν. Όσο για το πρόβλημα των υποστηλώσεων, το έλυσαν με σανίδες που αφαιρούσαν από τα ξυλοκρέβατά τους ή τα τελάρα των παραθύρων, που λόγω καλοκαιριού είχαν βγει και στοιβαχτεί στο προαύλιο.

Συνεχίζοντας το σκάψιμο αριστερότερα έφτασαν στον τοίχο των λουτήρων του εργοστασίου. Σε ώρα που το προσωπικό είχε φύγει, άνοιξαν μια τρυπίτσα και κατόπτευσαν τον χώρο. Ήταν όπως το είχαν υπολογίσει. Ξανάκλεισαν την τρύπα και σχεδίασαν την τελευταία φάση του εγχειρήματος: τη φυγή…

Loading

Σχολιάστε Ελεύθερα

Ads Blocker Image Powered by Code Help Pro

Ads Blocker Detected!!!

We have detected that you are using extensions to block ads. Please support us by disabling these ads blocker.

Powered By
Best Wordpress Adblock Detecting Plugin | CHP Adblock

Discover more from ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading