Ο Νίκος Μπελογιάννης ή ο άνθρωπος με το γαρύφαλλλο όπως είναι γνωστός, εκτελέστηκε την Κυριακή 30 Μαρτίου του 1952. Ήταν μια από τις ελάχιστες στιγμές στην ελληνική ιστορία και όσο ίσχυε το μέτρο της θανατικής ποινής, που η εκτελέσή της έγινε Κυριακάτικα. Αυτό βέβαια συνέβη γιατί το τότε κατεστημένο φοβούνταν τις αντιδράσεις, που ήδη είχαν αρχίσει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.

Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915.Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Μεταξά. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ’ όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στις ανατολικές χώρες.
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Α.Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.

Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν ο μοναδικός από τους στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει.
Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την ασφάλεια παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη.
Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση το μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.

Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης.
Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό “Ελεύθερη Ελλάδα” του Βουκουρεστίου, αλλά και από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι “ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας”.
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη από τον Βασιλιά Παύλο, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις.
Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι, Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδίου και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού.
Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Μπελογιάννη που γέννησε μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς Ναζί κατακτητές) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.
Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ.
Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς, ΙΔΕΑτες έτσι ώστε να τορπιλιστεί η πολιτική Πλαστήρα.
Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος και άρρωστος, (οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που στήριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν υπέρ των εκτελέσεων).
Επίσημα όμως διέψευσε ότι δεν ήταν κύριος της κατάστασης και ότι οι εκτελέσεις έγιναν χωρίς την έγκρισή του. Η εκτέλεση Μπελογιάννη κατέφερε πλήγμα στην αξιοπιστία της κεντρώας κυβέρνησης, η οποία σε ένα από τα βασικά της συνθήματα, την ειρήνευση, φάνηκε ανακόλουθη.
Συνιστούσε μια «…απότομη οπισθοδρόμηση στις πρακτικές του Εμφυλίου Πολέμου…» από μια κυβέρνηση που ταυτόχρονα προωθούσε τα μέτρα ειρήνευσης και από ένα πρωθυπουργό που δεν είχε διστάσει να παραιτηθεί τον Αύγουστο του 1950, υποστηρίζοντας την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση το όνομά του δόθηκε σε ένα χωριό στην Ουγγαρία που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την δίκη του είναι ότι ο Μπελογιάννης κατάφερε να την μεταστρέψει ενάντια των κατηγόρων του με την ιστορική του απολογία.
Ανάμεσα σε άλλα είπε:
“Ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ” και ότι “οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του λαού. “Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων”.

Στην τελευταία του επιστολή, από το κελί των μελλοθανάτων, ο Ν. Μπελογιάννης αναφέρεται στην ύπαρξη δύο δικών του βιβλίων με θέματα την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και την ιστορία της λογοτεχνίας της αντίστοιχα. Από αυτά τα “χαμένα βιβλία”, το πρώτο εκδίδεται το 1998 με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων του ΚΚΕ με τον τίτλο “Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα”.
Εκεί παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσω του εξωτερικού της δανεισμού. Από τα “Δάνεια της Ελευθερίας” του 1824 και τον ερχομό των Βαυαρών μέχρι και την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, η ιστορία της Ελλάδας εμφανίζεται σαν μια ιστορία υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις που, συχνά και υπό την αμφίεση του φιλελληνισμού, δανείζαν την χώρα με δυσχερείς, υπό το άρτιο όρους, αποσπώντας τα πολλαπλάσια με την συνέργεια Ελλήνων πολιτικών.
Το άλλο έχει τον τίτλο: «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρώτες μακρινές ρίζες – Προσχέδια – Σημειώσεις» το άφησε ανολοκλήρωτο. O Nίκος Mπελογιάννης έγραψε το «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας» περίπου σε μια διετία, στα κρατητήρια της Aσφάλειας και τις φυλακές της Kέρκυρας. Tο έγραψε έγκλειστος, «για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι».
Tα χειρόγραφα έβγαζε κρυφά από τη φυλακή ο θεατρικός κριτικός Στάθης Δρομάζος. H «Iστορία» του έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, αφού ακολουθεί τη μαρξιστική μεθοδολογία για να προσεγγίσει τα λογοτεχνικά έργα. H πρώτη έκδοση της «Iστορίας» έγινε με το ψευδώνυμο M. Kουλουριώτης, το 1952, με έξοδα της μητέρας Mπελογιάννη.
H δεύτερη έγινε ένα χρόνο μετά, στη Pουμανία, με πρόλογο του Nίκου Zαχαριάδη. H τρίτη έκδοση τυπώθηκε το 1976 από τον οίκο «Πορεία». Tο έργο, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, γράφτηκε επειδή ο Mπελογιάννης «διεπίστωσε ότι έλειπε μια μαρξιστική ιστορία για τους όρους διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους» επισημαίνει η Xριστίνα Nτουνιά. Mπορεί σήμερα να ελέγχεται για την επιστημονική του επάρκεια, αποτελεί όμως τεκμήριο μιας εποχής και μιας πολιτικής «διαφωτισμού» της Aριστεράς.
Στα επόμενα χρόνια και ειδικά στα μεταπολιτευτικά χρόνια ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο ήταν πηγή έμπνευση για πολλούς καλλιτέχνες. Το 1952 ο Γιάννης Ρίτσος εκδίδει την ποιητική συλλογή ο άνθρωπος με το Γαρύφαλλο. Την ίδια χρονιά ο Ναζίμ Χικμέτ γράφει το ποιήμα του με τίτλο ο άνθρωπος με το Γαρύφαλλο. Από αυτά τα δύο καλλιτεχνήματα έμεινε και η ιστορική ονομασία του Νίκου Μπελογιάννη.
Το 1965 ο Κώστας Βάρναλης έγραψε το ποίημα «Στους Μπελογιάννηδες» στη ποιητική συλλογή του Ελεύθερος κόσμος ενώ το 1980 η ζωή του έγινε ταινία με σκηνοθέτη τον Νίκο Τζίμα, η ταινία είχε τον τίτλο ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Το 1953 ο Πίτερ ντε Φράντσια έκανε τον πίνακα με την ονομασία η εκτέλεση του Μπελογιάννη.
Η Έλλη Παππά που έφυγε από την ζωή στις 27 Οκτωβρίου του 2009 ήταν η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη μέχρι την εκτελεσή του
Η Έλλη γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1920 (η μικρότερη από πέντε παιδιά: Ηρώ, Δέσποινα, Διδώ, Έλλη και Γιώργος). Αδελφή της ήταν η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε αρχικά στη Φιλοσοφική και στη συνέχεια στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές της, λόγω της κατοχής, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Κατά την ίδια περίοδο έγινε και μέλος του ΚΚΕ. Εργάστηκε στην παράνομη έκδοση του Ριζοσπάστη μέχρι το 1949, οπότε άρχισε η συνεργασία της με τον Νίκο Πλουμπίδη και από τον Ιούνιο του 1950 με τον Νίκο Μπελογιάννη που έγινε σύντροφός της.
Η Έλλη Παππά και ο Νίκος Μπελογιάννης συνελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 1950 και παρέμειναν σε απομόνωση έως την πρώτη δίκη τους (Νοέμβριος 1951). Στη φυλακή γεννήθηκε ο γιος τους, Νίκος (Αύγουστος 1951). Ακολούθησε δεύτερη δίκη (Φεβρουάριος 1952). Καταδικάστηκαν σε θάνατο, ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε, αλλά η Έλλη όχι, λόγω του βρέφους, και τελικά αποφυλακίστηκε την πρωτοχρονιά του 1964. Εργάστηκε στην ΕΔΑ και από το 1965 ήταν αρθρογράφος και μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας Δημοκρατική Αλλαγή. Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 συνελήφθη ξανά και εξορίστηκε στη Γυάρο (αποφυλακίστηκε τον Ιούλιο του 1968, λόγω σοβαρής ασθένειας).
Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, στην εφημερίδα Μακεδονία, στο περιοδικό Γυναίκα, στην εφημερίδα Εξπρές και στην εφημερίδα Έθνος. Δραστηριοποιήθηκε στη μεταπολιτευτική ΕΔΑ και στο ΚΚΕ. Λόγω όμως των πολιτικών διώξεων της Έλλης Παππά κατά την περίοδο της κατοχής και του Εμφυλίου, μεγάλο μέρος του αρχείου της έχει χαθεί. Από την περίοδο της φυλάκισής της σώζεται αλληλογραφία, κείμενα και ενθυμήματα, πολλά από τα οποία φυλάχθηκαν από τον γιο της και την αδελφή της, Διδώ Σωτηρίου.
Σε δεκατρία χρόνια φυλακής δεν έπαψε να δημιουργεί –κατάλληλα για την εκάστοτε ηλικία του– βιβλία για το παιδί που μεγάλωνε με τη φροντίδα της αδελφής της, Διδούς. Γραμμένα ή διασκευασμένα από την ίδια, ζωγραφισμένα και βιβλιοδετημένα στο χέρι με λεπτομέρεια, τα βιβλία που φιλοτέχνησε για τον γιο της η Έλλη Παππά αποτελούν ακραία μορφή αντίστασης στη βαρβαρότητα της φυλάκισης για πολιτικούς λόγους.
Το 2002 η Έλλη Παππά εμπιστεύθηκε στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο το σύνολο του αρχείου της, που, ταξινομημένο πλέον, προστίθεται στις διαθέσιμες πηγές της μεταπολεμικής ιστορίας. Η Έλλη Παππά έχει και αυτή ένα πλούσιο συγγραφικό έργο ενώ η αδελφή της Διδώ Σωτηρίου έγραψε το βιβλίο εντολή.
Η «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου είναι ένα βιβλίο πολιτικής λογοτεχνίας με καυτά βιώματα. Ζωντανεύει μυθιστορηματικά τις περιπέτειες της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας ( 1944-1952 ), που δεν έπαψε να ‘χει τη μοίρα του Σίσυφου. Με πλαίσιο το χρονικό της σύλληψης, της δίκης και της εκτέλεσης του Κωστή, ενός παλικαριού που δεν αργούμε να μάθουμε πως είναι ο Νίκος Μπελογιάννης, παρακολουθούμε με σφιγμένη ανάσα να γκρεμίζονται στο χάος οι προσδοκίες, τα όνειρα και οι θυσίες του ελληνικού λαού για να στεριώσει το δρόμο του ο ιμπεριαλισμός στην Ανατολική Μεσόγειο.
Εφιαλτικές πλεκτάνες ξένων και εγχώριων μυστικών υπηρεσιών, αντικομμουνιστική υστερία, δίκες, εκτελέσεις, τρόμος με στόχο το διαμελισμό των δημοκρατικών δυνάμεων. Η θυσία του Μπελογιάννη. Η αλήθεια για τον Πλουμπίδη. Τα λάθη της Αριστεράς και του Κέντρου. Ντοκουμέντα γνωστά και ντοκουμέντα που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η «Εντολή» χαρακτηρίστηκε σαν «συνταραχτικό μεγάλο έργο, πολιτικής ευθύνης». «Γραμμένο αντικειμενικά, τεκμηριωμένα και γι’ αυτό πειστικά, με μπρεχτικής μορφής αποστασιοποίηση, είναι τελικά ένας ύμνος στην παλικαριά, στον πατριωτισμό και στην εντιμότητα της περήφανης γενιάς της Αντίστασης που σφαγιάστηκε. . .»
Η Διδώ Σωτηρίου έφυγε από τη ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004 με πλούσιο επίσης συγγραφικό έργο. Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ ή λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Η ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη είναι χαραγμένη στη συνείδηση κάθε αριστερού αλλά και κάθε Έλληνα,διότι αγωνίστηκε μέχρι τέλους για αυτό που πίστευε και τυχαίνει να το πιστεύουμε και μεις. Πρώτα η πατρίδα, μετά η ιδεολογία για να μπορέσουμε να φτιάξουμε έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων μας και ελπίζουμε ότι αυτό θα γίνει και πολύ σύντομα μάλιστα.