Ήταν 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου όταν η Τουρκία εισέβαλλε στην Κύπρο, μια επιχείρηση που κράτησε μέχρι τις 14 Αυγούστου και ως αποτέλεσμα είχε την κατάληψη και την διχοτόμηση του νησιού.

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄, κατ’ εντολή της Χούντας των Αθηνών, με σκοπό την ανατροπή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπου Μακάριου Γ’ και την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα. Το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο, σε μια ασταθή περίοδο της ιστορίας της. Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ιδρυθεί μόλις το 1960.
Οι Τουρκοκύπριοι όμως ήδη από το 1963 είχαν μετακινηθεί σε θύλακες, την ώρα που δρούσαν στο νησί παραστρατιωτικές οργανώσεις τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων Εθνικιστών και παραστρατιωτικών. Στο νησί προέδρευε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο οποίος ήτανε σε σύγκρουση με την Χούντα των Αθηνών, ενώ αντιμετωπιζόταν με καχυποψία από τις ΗΠΑ. Στην Κύπρο επίσης, υπήρχαν Έλληνες στρατιωτικοί και στρατιώτες τόσο ως ξεχωριστή δύναμη (ΕΛΔΥΚ) όσο και εντός της Εθνικής Φρουράς. Στις 15 Ιουλίου εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο, από την Εθνική Φρουρά.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διέφυγε προς την Πάφο και πρόεδρος τοποθετηκε ο Νίκος Σαμψών όπου ανακήρυξε την “Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου”. Ο Μακάριος μέσω Μάλτας και Λονδίνου έφτασε στην Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου έλαβε μέρος στην σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου κατήγγειλε την Χούντα των Αθηνών για εισβολή. Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία επικαλούμενη το άρθρο 4 της συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε στην Κύπρο και στις 23 Ιουλίου ο Νίκος Σαμψών προ της διαφαινόμενης κατάρρευσης παραιτήθηκε, όπως και το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα.
Ο Αττιλας 1
Στις 20 Ιουλίου η Τουρκία, επικαλούμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε στην Κύπρο. Ο Τζόσεφ Σίσκο είχε προειδοποιήσει, σε συνομιλίες στο Πεντάγωνο της Αθήνας, πως η εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο θα σήμαινε κατά πάσα πιθανότητα ολοκληρωτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο και πιθανή απώλεια εδαφών και για την Ελλάδα. Στις 23 Ιουλίου ο Νίκος Σαμψών, προ της διαφαινόμενης κατάρρευσης παραιτήθηκε, όπως και η Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, αφού ήταν ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά.
Η Τουρκία ισχυρίστηκε πως το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων της έδινε το δικαίωμα να υπερασπιστεί τους Τουρκοκύπριους και να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Κύπρου. Η εισβολή της ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, ενώ κηρύχθηκε ανακωχή στις 22 Ιουλίου και οι μάχες σταμάτησαν στις 23 Ιουλίου. Εντωμεταξύ ισχυρές δυνάμεις του Τουρκικού στρατού αποβιβάστηκαν λίγο πριν την αυγή στην Κερύνεια και συνάντησαν αντίσταση από ελληνικές και ελληνοκυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις. Εν τω μεταξύ, ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν σε τουρκοκυπριακούς θύλακες. Μέχρι στο Συμβούλιο Ασφαλείας να επιτευχθεί εκεχειρία στις 22 Ιουλίου (ψήφισμα 353 Συμβουλίου Ασφαλείας), οι τουρκικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να ελέγχουν το λιμάνι της Κερύνειας και ένα επίμηκες τμήμα μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας.
Το λιμάνι της Κερύνειας ήτανε σημαντικό για μεταφορά οπλισμού από την Τουρκία τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στη δεύτερη εισβολή. 19 Ιουλίου – Απόπλους τουρκικών πολεμικών σκαφών Στις 20:00 μεταδόθηκε στην τηλεόραση η εικόνα κατάφορτης αρμάδας τουρκικών πολεμικών πλοίων να αποπλέει από τη Μερσίνα. Στις 20:30 στη Λευκωσία, ο Αμερικανός πρέσβης αναζήτησε και επισκέφθηκε πάλι τον Γλαύκο Κληρίδη ζητώντας του να αντικαταστήσει τον Σαμψών. Ώρα 21:15 τα ναυτικά ραντάρ της Κύπρου επισήμαναν έξι στόχους σε σχηματισμό να κινούνται με κατεύθυνση από Μερσίνα προς νότο. Ο σχηματισμός αυτός ήταν η αρχή της επιχείρησης Αττίλας I. Λίγο μετά στους παραπάνω στόχους προστέθηκαν άλλοι οκτώ. Από την αποτύπωση της πορείας τους φέρονται να κατευθύνονται στη κυπριακή περιοχή Κορμακίτη, δυτικά της Κερύνειας.
Ο Έλληνας ναυτικός διοικητής Κύπρου, αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης ενημέρωσε αμέσως τον αρχηγό της Εθνοφρουράς. Εκείνος με την σειρά του κάλεσε επειγόντως τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας, ο οποίος δεν αποδέχθηκε τον επιθετικό χαρακτήρα των στόχων. Η ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και ο δικτάτορας Ιωαννίδης κοιμόντουσαν στα σπίτια τους όταν άρχισε η τουρκική εισβολή, τα χαράματα του Σαββάτου της 20ης Ιουλίου.
Ο υπασπιστής του Ιωαννίδη, ταγματάρχης Παλαίνης, τον ενημέρωσε ότι «βγαίνουν οι Τούρκοι στην Κύπρο» και ο «αόρατος δικτάτορας» πάγωσε αφού δεν περίμενε την τουρκική αντίδραση το Σάββατο 20 Ιουλίου μιας και ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες εκτόνωσης της κρίσης. 20 Ιουλίου- Συνομιλίες της δικτατορία με τον Σίσκο Στις 20 Ιουλίου, Ο πρέσβης των ΗΠΑ Χένρι Τάσκα, πήγε στο Πεντάγωνο για να εξηγήσει στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία την αμερικανική πολιτική, όπως την είχε καθορίσει ο Χένρι Κίσινγκερ. Ο Τάσκα πήρε μέρος στη σύσκεψη των αρχηγών, ενώ προς το τέλος της συνεδρίας μπήκε στην αίθουσα και ο Σίσκο, ο οποίος μόλις είχε φτάσει από την Άγκυρα.
Το μήνυμα του Μακάριου μετά το Πραξικόπημα
και η εκδοχή του Σαμψών για τα γεγονότα
Οι απειλές του Σίσκο και τα γεγονότα μετά την πρώτη εισβολή
Ο Σίσκο ήταν ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ και ήταν ωμός στις τοποθετήσεις του και η προτροπή του προς τη Χούντα ήταν:
- Μη μπείτε σε πόλεμο με την Τουρκία, διότι θα χάσετε
- Μόνη διέξοδος για να αποφύγουμε τον όλεθρο είναι η συνεννόηση.
- Αν δεν εισακούσετε τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα σας εγκαταλείψουν.
Ο Σίσκο τόνισε επιπλέον πως η Ελλάδα δεν πρέπει να εμπλακεί «γιατί θα ηττηθείτε και εκτός από την Κύπρο θα χάσετε και τμήμα της Ελλάδας». Σε αυτή τη συνάντηση εξερράγη από θυμό ο Ιωαννίδης ο οποίος, αφού απείλησε ότι η Ελλάδα θα κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, σηκώθηκε και έφυγε από την αίθουσα λέγοντας στον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε».
Η Χούντα επιχείρησε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα, η οποία όμως γρήγορα αποδείχθηκε επιπόλαια και ασυντόνιστη ενέργεια και, σε δεύτερο χρόνο, ανακλήθηκε.
Η Εθνική Φρουρά προσπάθησε να απαντήσει στην απόβαση της Τουρκίας με δύο σχέδια άμυνας, δηλαδή το «Αφροδίτη 1» και το «Αφροδίτη 2», ενώ υπήρχε και το «Αφροδίτη 3», που ήταν σχέδιο πραξικοπήματος και εφαρμόστηκε με επιτυχία στις 15 Ιουλίου. Το «Αφροδίτη 1» θα εφαρμοζόταν στην περίπτωση που η Κύπρος θα δεχόταν επίθεση από την Τουρκία και θα χρειαζόταν να αποκρούσει προσπάθεια αποβίβασης δυνάμεων.Σε μια τέτοια περίπτωση, η συνδρομή της Ελλάδος θα ήταν:
- Η Αποστολή υποβρυχίων για βύθιση του αποβατικού στόλου.
- Η Αεροπορική κάλυψη της Κύπρου.
- Η Συμμετοχή της ΕΛΔΥΚ στην προσπάθεια απόκρουσης της εισβολής.
Η δημιουργία τουρκικού προγεφυρώματος εθεωρείτο αναπόφευκτη και το σχέδιο προέβλεπε χρησιμοποίηση της ΕΛΔΥΚ για την καταστροφή του. Σύμφωνα με το σχέδιο, η ΕΛΔΥΚ «θα ετηρείτο εφεδρεία και θα αποτελούσε την κύρια δύναμη αντεπίθεσης κατά του προγεφυρώματος που τυχόν θα δημιουργείτο τη νύχτα της απόβασης», που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η νύχτα της 20ής προς την 21η Ιουλίου.
Το «Αφροδίτη 2» θα εφαρμοζόταν στην περίπτωση που η Εθνική Φρουρά ήταν αυτή που θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Προέβλεπε αιφνιδιασμό των Τούρκων, με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των τουρκοκυπριακών θυλάκων σε όλη την Κύπρο. Η κύρια προσπάθεια θα ήταν η διάλυση του θύλακα του Κιόνελι, που ήταν ο μεγαλύτερος και ο σημαντικότερος και εκτεινόταν μεταξύ Λευκωσίας και Αγύρτας, στη νότια πλευρά του Πενταδακτύλου. Την αποστολή αυτή θα την αναλάμβανε η ΕΛΔΥΚ.
Στις 20 Ιουλίου όμως η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς, αντί να δώσει διαταγή για εφαρμογή του σχεδίου «Αφροδίτη 1», αφού την πρωτοβουλία την είχαν αναλάβει οι Τούρκοι και βρισκόταν σε εξέλιξη αποβατική επιχείρηση, άρχισαν να εφαρμόζουν το «Αφροδίτη 2». Αντί το βράδυ της 20ής Ιουλίου λοιπόν η ΕΛΔΥΚ να επιχειρήσει την εκκαθάριση του προγεφυρώματος στην Κερύνεια, διατάχθηκε να επιτεθεί κατά του θύλακα Κιόνελι.
Στις 01:30, το ραντάρ στον Απ. Ανδρέα ανίχνευσε 11 πλοία να κατευθύνονται προς την Κερύνεια, σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων. Στις 05:00 περίπου, δυο μικρά ελληνοκυπριακά πλοία απέπλευσαν από την Κερύνεια για να εμπλακούν με τα τουρκικά και τελικά βυθίστηκαν. Όλοι οι ναύτες πνίγηκαν εκτός από έναν.
Τις πρώτες ώρες της 20ής Ιουλίου 1974, οι τούρκικες δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην παραλία Πέντε Μίλι, η οποία βρίσκεται στη βόρεια ακτογραμμή της Κύπρου, περίπου 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνιας. Είχαν ξεκινήσει από το λιμάνι της Μερσίνας της Τουρκίας, και η αρχική πρόθεσή τους ήταν να αποβιβαστούν στην παραλία της Γλυκιώτισσας, η οποία όμως κρίθηκε ακατάλληλη. Πριν την αποβίβαση, Τούρκοι βατραχάνθρωποι έψαξαν για νάρκες. Η τουρκική δύναμη αποτελείτο από 3.000 στρατιώτες, 12 άρματα μάχης M47, 20 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού M113, και 12 ολμοβόλα.
Στις 10:00 υπήρξε η πρώτη εμπλοκή των Τούρκων με δυνάμεις του στρατού ξηράς της Κύπρου (τo 251 Τάγμα Πεζικού, υποστηριζόμενο από μια διμοιρία 5 τεθωρακισμένων τύπου Τ-34). Παρόλο που κατάφεραν να καταστρέψουν 2 θέσεις πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως, απέτυχαν να εκδιώξουν τους Τούρκους από τις θέσεις τους. Μια αντεπίθεση μάλιστα των τουρκικών δυνάμεων κατάφερε να καταστρέψει 2 τεθωρακισμένα.
Όταν το τάγμα υποχώρησε ανατολικά προς την Κερύνεια, οι Τούρκοι προχώρησαν 1 χιλιόμετρο, αρχικά προς τα δυτικά, και μετά προχώρησαν ανατολικά. Από τα συνολικά 5 άρματα, τα 4 καταστράφηκαν και 1 βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στο στρατόπεδο του τάγματος. Επίσης, αεροπορικές επιθέσεις στόχευσαν ελληνοκυπριακές θέσεις μέσα και γύρω απο την Κερύνεια.
Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις του Πυροβολικού προσπάθησαν να αποκρούσουν την αποβίβαση των Τούρκων με την 182 ΜΠΠ, την 190 ΜΑ/ΤΠ να επιτίθεται κατά των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Πανάγρων και στο τουρκικό προγεφύρωμα στο Πεντεμίλι, αναγκάζοντας τα τουρκικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν. Η 191 ΠΟΠ μάλιστα έβαλλε κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπέλλα-Πάις και στις περιοχές Άσπρη Μούττη και Κοτζά Καγιά, ενώ η 198 ΠΟΠ είχε χάσει αρκετά οχήματα, ασυρμάτους και πυρομαχικά κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στις 16 Ιουλίου, έτσι βρέθηκε αποδυναμωμένη κατά τη διάρκεια των πρώτων συγκρούσεων με τους Τούρκους στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα στις 20 Ιουλίου. Δυνάμεις όμως των καταδρομών μάχονταν στην περιοχή.
Ως απάντηση στην εισβολή, επίσης, ένας αξιωματικός του επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μπούφας, στάλθηκε στο δυτικό προάστιο της Κερύνειας σε μια προσπάθεια να οργανώσει αντεπίθεση. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι όμως προχώρησαν σε αντεπίθεση. Ένα από τα τρία ελληνοκυπριακά άρματα μάχης T-34 δέχθηκε πυρά από τουρκικό αντιαρματικό και καταστράφηκε. Το 306ο Τάγμα Πεζικού έφθασε αργά και επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων από τα ανατολικά, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο.
Στις 20 Ιουλίου η Εθνική Φρουρά, υποστηριζόμενη από όλα τα άρματα Τ-34, καθώς και με δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ – τις πλέον αξιόμαχες στο νησί – εξαπέλυσαν μαζική επίθεση στον θύλακα του Κιόνελι, ο οποίος έλεγχε τμήμα του δρόμου Κερύνειας- Λευκωσίας. Στην σφοδρότατη μάχη που ακολούθησε, παρόλο που δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ κατέλαβαν τα πρώτα σπίτια, τελικά αναγκάστηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους.
Στις 20 Ιουλίου, ώρα 10:00, γύρω στους 450 μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄, μέλη του 203 Εφεδρικού Τάγματος Πεζικού, επιτέθηκαν στον θύλακα της Λεμεσού, όπου υπήρχαν περίπου 1.000 κάτοικοι, ελαφρά οπλισμένοι. Την ίδια περίπου στιγμή, 100 μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄ περικύκλωσαν τον θύλακα της Αυδήμου, δυτικά της Λεμεσού. Οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο γήπεδο της Λεμεσού.
Στις 20 Ιουλίου, 10.000 κάτοικοι του τουρκοκυπριακού θύλακα της Λεμεσού παραδόθηκαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Ακολούθως, σύμφωνα με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αυτόπτεις μάρτυρες, ακολούθησαν βιασμοί και εκτελέστηκαν μικρά παιδιά. Το αρχηγείο των Τουρκοκυπρίων κάηκε και 1.300 Τουρκοκύπριοι τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο θύλακας στην Αμμόχωστο βομβαρδίστηκε και η τουρκοκυπριακή πόλη Λέφκα, καταλήφθηκε από την Εθνική Φρουρά.
Στις 17:00, το ελληνικό αρματαγωγό Λέσβος έφτασε στην Πάφο και ξεκίνησε να βομβαρδίζει τον τουρκοκυπριακό θύλακα του Μουτάλλου. Το σκάφος αποβίβασε 450 στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και αμέσως έφυγε για να αποφύγει τον εχθρό. Τούρκικα πλοία έφτασαν στην περιοχή για να το απωθήσουν. Τα πλοία αυτά η τουρκική αεροπορία τα εξέλαβε ως ελληνικά και τους επιτέθηκε στις 21 Ιουλίου. Ο θύλακας παραδόθηκε τελικά στις στις 22:00.
Τμήματα της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν επίσης στον θύλακα της Αγύρτας προσπαθώντας να τον περικυκλώσουν και να τον απομονώσουν. Τούρκοι αλεξιπτωτιστές όμως προσπάθησαν να ενισχύσουν τον θύλακα, αλλά υπέστησαν αρκετές απώλειες.
Το ψήφισμα του ΟΗΕ
Αργά το βράδυ της 20ης Ιουλίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε ομόφωνο ψήφισμα (υπ αριθμόν 353) του ανέφερε ότι:
- Καλεί όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου,
- Καλεί όλα τα μέρη στις παρούσες συγκρούσεις ως πρώτο βήμα να καταπαύσουν το πυρ και συνιστά σ’ όλα τα κράτη να εξασκήσουν τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση,
- Απαιτεί άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία η οποία είναι αντίθετη με την παράγραφο 1. πιο πάνω,
- Ζητεί την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων η αποχώρηση είχε ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στην επιστολή του ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1974,
- Καλεί την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να προσέλθουν σε συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και τη συνταγματική διακυβέρνηση της Κύπρου και να τηρούν ενήμερο το Γενικό Γραμματέα,
- Καλεί όλα τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εντολής της,
- Αποφασίζει να παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση και να ζητά από το Γενικό Γραμματέα να το ενημερώνει όποτε χρειάζεται, με πρόθεση την υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων για να διασφαλίσουν την αποκατάσταση ειρηνικών συνθηκών το συντομότερο δυνατό.
Η ανατροπή της δικτατορίας Ιωαννίδη
Στις 21 Ιουλίου, ενώ στην Κύπρο οι μάχες συνεχίζονταν και η Τουρκία καταλάμβανε την Κερύνεια, στην Αθήνα ο Ιωαννίδης απειλούσε για ολομέτωπο πόλεμο Ελλάδας Τουρκίας, όμως, όταν το αποφάσισε, οι αρχηγοί των όπλων στασίασαν.

Τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν μαζί με τον ταξίαρχο Ιωαννίδη, ήταν ο πρόεδρος Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο αρχηγός Στρατού αντιστράτηγος Γαλατσάνος, ο αρχηγός Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο αρχηγός Αεροπορίας Παπανικολάου και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος.
Ο ειδικός διαπραγματευτής των ΗΠΑ για το Κυπριακό, Τζόζεφ Σίσκο, προσπαθούσε να πείσει την Αθήνα και Άγκυρα για ανακωχή. Ο Μπουλέντ Ετσεβίτ απαιτούσε να μην υπάρξουν ενισχύσεις των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο για να δεχτεί εκεχειρία. Απειλούσε με κατάρριψη ή και βύθιση όποιας βοήθειας θα ερχόταν από την Ελλάδα. Ο Σίσκο ενημέρωσε και τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο.
Η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχαν ελληνικά πλοία, όμως ο Ετζεβίτ πίστευε πως είχαν σηκώσει τουρκική σημαία τα ελληνικά πλοία έξω από την Πάφο, τα οποία και βομβάρδισε (το αντιτορπιλικό Κοτζιατπεπε βυθίστηκε ενώ τα άλλα δυο υπέστησαν σοβαρές ζημιές).Το πρωί της 21ης Ιουλίου, στη σύσκεψη της στρατιωτικής ηγεσίας, αποφασίστηκε πως σε περίπτωση που δεν σταματήσουν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, η ελληνική κυβέρνηση θα αποχωρούσε από το ΝΑΤΟ και θα ανακοίνωνε έναρξη πολέμου με Τουρκία.
Ο Αμερικάνος πρέσβης, Τάσκα, όταν του ανακοινώθηκε η απόφαση, επικοινώνησε με τον Πρόεδρο Γκιζίκη και τον ενημέρωσε για τους κινδύνους.Ο Ιωαννίδης έτσι αποφάσισε την ενεργοποίηση του σχεδίου Κ, το οποίο αφορούσε στην αποστολή ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων στην Κύπρο (ένα υποβρύχιο, δύο τορπιλλακάτους και μοίρα 18 αεροσκαφών F-84F από την Κρήτη).
Ο Ιωαννίδης κάλεσε τον πρόεδρο Γκιζίκη, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριο Μπονάνο, τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο και τον υπουργό Άμυνας Λατσούδη και τους ενημέρωσε για την απόφαση του. Ο Μπονάνος την αποδέχτηκε με τον όρο να δεχτούν οι αρχηγοί των κλάδων του Στρατού. Αμέσως μετά, κάλεσε τους αρχηγούς και υπαρχηγούς της Αεροπορίας και του Ναυτικού. Όλοι οι στρατηγοί εξέφρασαν επιφυλάξεις για το αν η Ελλάδα μπορεί να αντέξει ένα πόλεμο με την Τουρκία, (η οποία είχε συγκεντρωμένο στρατό στη Σμύρνη) ενώ φοβόντουσαν και επίθεση από τον βορρά (Βουλγαρία). Έτσι αρνήθηκαν να κηρύξουν πόλεμο.
Μετά το τέλος της σύσκεψης, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, Γρηγόριος Μπονάνος, ο αντιναύαρχος Αραπάκης, ο αρχηγός Αεροπορίας Παπανικολάου και ο αρχηγός στρατού ξηράς Γαλατσίνος μετείχαν σε πολύωρη συζήτηση, η απόφαση της οποίας ήταν να αποστασιοποιηθούν από τον Δημήτριο Ιωαννίδη καθώς επίσης και να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς. Μετά τη σύσκεψη, ο Αραπάκης κάλεσε τα υποβρύχια Νηρεύς και Γλαύκος, τα οποία κινούνταν προς Κύπρο από τις 19 Ιουλίου, να επιστρέψουν στο Αιγαίο. Το απόγευμα, στην Αθήνα, ο Ιωαννίδης μαζί με τους στρατιωτικούς αρχηγούς συζητούσαν σε νέα σύσκεψη την αποστολή ενισχύσεων στην Κύπρο.
Οι στρατιωτικοί, μη ικανοί να έρθουν σε ανοικτή σύγκρουση με τον Ιωαννίδη, επικαλούμενοι ζητήματα ασφαλείας, δεν έδωσαν έγκριση για χρήση όσων ήταν σχεδιασμένα στο Σχέδιο Κ. Τελικά αποφασίστηκε να σταλούν μυστικά ενισχύσεις στους Ελληνοκύπριους, με τη μορφή μίας μεραρχίας πεζικού, ενός τάγματος καταδρομών και ενός τάγματος μέσων αρμάτων μάχης. Μια αρχική προσπάθεια μεταφοράς των ενισχύσεων έγινε με τη χρήση του πορθμείου «Ρέθυμνον», το οποίο μετέφερε το 537ο Τάγμα Πεζικού, ένα τάγμα από άρματα μάχης και 500 (κατ’ άλλους 280) Κύπριους εθελοντές (κυρίως φοιτητές, υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄, που συγκεντρώθηκαν από την χουντοκρατούμενη ΕΦΕΚΑ).
Το πορθμείο απέπλευσε από τον Πειραιά τα μεσάνυχτα. Τελικά, μετά από ένα ταξίδι μέχρι τα ανοικτά της Πάφου, έκανε στροφή και αποβίβασε τους Στρατιώτες στη Ρόδο επιστρέφοντας τους εθελοντές στον Πειραιά, αφού οι στρατιωτικοί αρχηγοί βρίσκονταν σε επικοινωνία με τον Τζόζεφ Σίσκο. Το ίδιο απόγευμα, η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία προέβη σε απόπειρα μυστικής μεταφοράς ενισχύσεων (με τη μορφή τάγματος καταδρομών), γνωστή ως Επιχείρηση «Νίκη», με τη χρήση 15 αεροσκαφών τύπου Nord Noratlas (354 Μοίρα «Πήγασος») από τη Σούδα της Κρήτης στην Κύπρο.
Ωστόσο, η αποστολή δέχθηκε φίλια πυρά από τα αντιαεροπορικά πολυβόλα της ελληνοκυπριακής 195 ΜΕΑ/ΑΠ (παρατάχθηκε στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), με αποτέλεσμα το 3ο Noratlas (ΝΙΚΗ-4) να καταστραφεί (4 αεροπόροι και 29 καταδρομείς σκοτώθηκαν). Ακόμα δύο αεροσκάφη Noratlas υπέστησαν σοβαρές ζημιές και προέβησαν σε ανώμαλες προσγειώσεις, με αποτέλεσμα οι Ελληνοκύπριοι να καταλάβουν το λάθος τους. Μερικά από τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατάφεραν να προσγειωθούν ομαλά και να αποβιβάσουν άνδρες και εξοπλισμό, ώστε οι Έλληνες να είναι σε θέση να προστατεύσουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Οι πεσόντες από τα φίλια πυρά
Τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου, ο εκπρόσωπος του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ μεσολάβησε για τη σύναψη ανακωχής μεταξύ των δυο εμπολέμων μερών, η οποία επιτεύχθηκε νωρίς το απόγευμα (4:00 μ.μ.) της 22 Ιουλίου. Μετά την αποδυνάμωση του Ιωαννίδη, ο Μπονάνος ανέλαβε την ευθύνη για τη μη εμπλοκή σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Στις 22 Ιουλίου, ολοκληρώθηκε η μεταφορά τουρκικού εφοδιασμού από τη Μερσίνα και με την ενίσχυση σε βαρύ οπλισμό, ξεκίνησε η επίθεση στην Κερύνεια.
Η Κερύνεια ήταν σχεδόν άδεια αφού οι κάτοικοι είχαν μετακινηθεί στον Άγιο Ιλαρίωνα για ασφάλεια. Οι τούρκικες δυνάμεις, με αεροπορική και ναυτική υποστήριξη, ξεκίνησαν την επίθεση λίγο μετά τις 11 το πρωί, εναντίον δυνάμεων καταδρομών και πεζικού (33η ΜΚ, 306ΤΠ και 251ΤΠ) τα οποία χωρίς αντιαρματική κάλυψη ήταν αδύνατο να αντισταθούν ουσιαστικά. Μέχρι το τέλος της ημέρας, είχε δημιουργηθεί ισχυρό προγεφύρωμα στην Κερύνεια. Με τη βοήθεια του πυροβολικού, ολοκληρώθηκε η επίθεση κατά των θυλάκων των Τουρκοκυπρίων στην Σακκάρια, στην Καραόλου και στην παλιά πόλη της Αμμοχώστου. Η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την υπόλοιπη πόλη. Στις 15:00, η τουρκική αεροπορία ξεκίνησε ισχυρή επίθεση κατά του αεροδρομίου Λευκωσίας.
Η εκεχειρία που ανακοινώθηκε στις 16:00 έσπασε λίγο αργότερα, από επανάληψη βομβαρδισμών στις 17:15. Χερσαίες δυνάμεις ενεπλάκησαν στο Δίκωμο, στις 18:15, και επίσης στο χωριό του Τράχωνα. Διεξήχθη επίθεση και στον θύλακα του Αγίου Ιλαρίωνα, μέχρι να κηρυχθεί εκεχειρία.
Το τέλος του Αττίλα 1 και ο Απολογισμός
Στις 25 Ιουλίου του 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Γεώργιος Μαύρος για την Ελλάδα, Τουράν Γκιουνές για την Τυρκία και Τζέιμς Κάλαχαν για την Αμερική). Ο Αττιλας 1 είχε ολοκληρωθεί.
Με το τέλος του Αττίλα Ι, οι τουρκικές δυνάμεις έλεγχαν το 7% της Κύπρου. Είχαν καταφέρει να ενώσουν το προγεφύρωμά τους με τον μεγάλο θύλακα του Κιόνελι, βορείως της Λευκωσίας. Έλεγχαν το λιμάνι της Κερύνειας, γεγονός που τους επέτρεπε να αυξήσουν τους ρυθμούς ανεφοδιασμού των δυνάμεών τους.
Το λιμάνι της Κερύνειας ήτανε σημαντικό για μεταφορά οπλισμού από την Τουρκία τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στη δεύτερη εισβολή. Σύμφωνα με τον Τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετζεβίτ, μέχρι τις 25 Ιουλίου, είχαν 15 στρατιώτες νεκρούς, 184 τραυματίες και 242 αγνοούμενους. Οι απώλειες των Τουρκοκυπρίων ήταν άγνωστες. Σύμφωνα με την ελληνοκυπριακή πλευρά, μεταξύ 20 και 22 Ιουλίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν 215 νεκρούς, 223 αγνοούμενους και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό, οι αιχμάλωτοι πολέμου της πρώτης εισβολής ήταν 385 Ελληνοκύπριοι που στάλθηκαν στα Άδανα, 63 Ελληνοκύπριοι στη φυλακή Saray και 3.268 Τουρκοκύπριοι σε διάφορες τοποθεσίες στην Κύπρο. Οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη Οι συνομιλίες στη Γενεύη διήρκεσαν 5 ημέρες. Στις 30 Ιουλίου αποτέλεσμα των συνομιλιών ήταν η υπογραφή της διακήρυξης με την οποία καλούνταν «οι αντίπαλες δυνάμεις στην Κύπρο να σταματήσουν κάθε επιθετική ή εχθρική δραστηριότητα».
Τα κύρια σημεία της διακήρυξης ήταν τα εξής: Η μη επέκταση των περιοχών που είχαν κάτω από τον έλεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις. Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων Η εκκένωση των τουρκικών θυλάκων από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού στις 8 Αυγούστου. Στις 8 Αυγούστου λοιπόν επαναλήφθηκαν στη Γενεύη οι συνομιλίες, με τη συμμετοχή αυτή τη φορά και των εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής κοινότητας (Γλαύκου Κληρίδη) και της τουρκοκυπριακής κοινότητας (Ραούφ Ντενκτάς).Ο Τούρκος υπ. Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές ζήτησε να αποδεχτεί η ελληνική πλευρά ομοσπονδοποίηση και διαχωρισμό πληθυσμού με το 34% του εδάφους να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους.
Ο Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε επίμονα αναβολή των συνομιλιών, ώστε να του παρασχεθεί χρόνος (36 εως 48 ώρες) να διαβουλευθεί με την ελληνική και κυπριακή πολιτική ηγεσία. Αργά το βράδυ της 13ης Αυγούστου ο Γκιουνές, ισχυρίστηκε πως οι Ελληνοκύπριοι παίζουν παιχνίδια με τον χρόνο και πως ο Κληρίδης έπρεπε να απαντήσει αμέσως αλλιώς οι συνομιλίες θα ναυαγούσαν. Την αυγή της 14ης Αυγούστου η Τουρκία εξαπέλυσε νέα μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση. Ο δεύτερος γύρος της τουρκικής εισβολής είχε αρχίσει (Αττίλας 2).
Ο Αττίλας 2
Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη επιχείρηση των Τούρκων (Αττίλας II) η οποία κράτησε 3 ημέρες, ενώ μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ προέβησαν σε σφαγές αμάχων και γυναικόπαιδων στα χωριά Μαράθα, Σανταλάρη και Αλόα, τις οποίες τα Ηνωμένα Έθνη τις περιέγραψαν ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Οι Τούρκοι όμως θα κατακτούσαν περισσότερο από ό,τι ζητούσαν στη Γενεύη πριν από λίγες ώρες. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν χωρισμένες σε 3 τομείς, Δυτικό, Κεντρώο και Ανατολικό. Το σχέδιο των ελληνοκυπριακών δυνάμεων ήταν η ασθενής άμυνα και υποχώρηση έως μια προσχεδιασμένη αμυντική γραμμή, τη «Γραμμή Τρόοδους». Πιο ενισχυμένος τομέας ήταν ο Ανατολικός, για τον οποίο υπήρχε η άποψη πως θα ήταν το κύριο πεδίο δράσης της τουρκικής επιθετικότητας. Συνολικά, υπήρχαν 20 χιλιάδες άντρες στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς και 21 άρματα μάχης τύπου Τ-34. Στις τουρκικές δυνάμεις υπήρχαν 40 χιλιάδες άντρες και 260-200 άρματα.
Το τουρκικό σχέδιο για την εισβολή είχε δύο φάσεις.Στην πρώτη φάση θα επιτίθεντο ανατολικά έως ότου να ενώσουν τον θύλακα της Αμμοχώστου με τις υπόλοιπες δυνάμεις που έλεγχαν, ενώ άλλη ομάδα δυνάμεων θα προχωρούσε δυτικά έως ότου προσεγγίσει τη Γραμμή Τρόοδους. Στην δεύτερη φάση, υπολογιζόμενη να ξεκινήσει μετά από δύο μέρες, προβλεπόταν η κατάληψη της Μόρφου και του Λιμνίτη. Στον διπλωματικό τομέα, στις 15 Αυγούστου ο Κληρίδης προήδρευσε του συμβουλίου των ελληνοκυπριακών ηγετών και την επομένη μετέβη στην Αθήνα για συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση.
Στις 14 Αυγούστου στον Ανατολικό Τομέα, οι Τούρκοι ξεκίνησαν με βολές πυροβολικού συνεπικουρούμενοι από την αεροπορία, εναντίον των ελληνικών θέσεων. Τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο χωριό Μια Μηλιά. Αρχικά αποκρούστηκαν, αλλά μετά την ενίσχυσή τους με τεθωρακισμένα, το ΓΕΕΦ διέταξε τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις να υποχωρήσουν στη γραμμή Τρόοδους. Έτσι οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό. Υποχωρώντας όμως οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις δεχόντουσαν πυρά της αεροπορίας, τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευση της γραμμής άμυνας και μέχρι τις 12:30, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις είχαν φτάσει στην Αμμόχωστο.
Στον Κεντρικό Τομέα, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ δέχτηκε επίθεση με βολές πυροβολικού και αεροπορίας. Στις 10:00 το στρατόπεδο δέχτηκε επίθεση από πεζικό και στις 11:00 από τεθωρακισμένα, όμως οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ-της πιο αξιόμαχης μονάδας των ελληνοκυπριακών δυνάμεων – κατάφεραν να τις αποκρούσουν. Στις 15:00 υπήρξε και νέα επίθεση, όμως και πάλι αποκρούστηκε.
Συνολικά η ΕΛΔΥΚ είχε 1 νεκρό και 7 τραυματίες, ενώ οι τουρκικές απώλειες ήταν βαριές. Ωστόσο κατάφεραν και κατέλαβαν ένα παρακείμενο λόφο. Συσκεψη πολιτικών και θρησκευτικών Αρχηγών της Κύπρου στις 15 Αυγούστου και οι επιχειρήσεις Σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο Κληρίδης, στις 15 Αυγούστου, για να τους θέσει τις τουρκικές απαιτήσεις για ομοσπονδία. Συμμετείχαν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί αρχηγοί (και οι καθαιρεμένοι μητροπολίτες) και ο Νίκος Σαμψών.
Ο Κληρίδης τους περιέγραψε την κατάσταση, τους ενημέρωσε πως οι Τούρκοι μπορούν να καταλάβουν όλη την Κύπρο. Ακολούθησαν οι τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών. Ο Σαμψών πρότεινε να συσπειρωθεί η ηγεσία υπό τον Γλαύκο Κληρίδη. Αρκετοί μητροπολίτες ζήτησαν να κηρυχθεί ένωση με την Ελλάδα. Στο τέλος της σύσκεψης ο Κληρίδης δήλωσε πως θα πράξει σύμφωνα με το εθνικό συμφέρον και αναλαμβάνει την ευθύνη.
Στον Ανατολικό Τομέα, στις 15 Αυγούστου, το εφεδρικό τάγμα 341, ενισχυμένο με 3 άρματα Τ-34, προσπαθούσε να αμυνθεί δυτικά της Αμμοχώστου.
Οι άλλες δυνάμεις υποχώρησαν στη Λάρνακα και τη Γραμμή Τρόοδους. Στις 14:00 οι Ελληνοκύπριοι του τάγματος είδαν τρία τουρκικά τεθωρακισμένα να πλησιάζουν, και αντιλαμβανόμενοι πως ήταν απομονωμένοι, υποχώρησαν στις 17:00.
Τα πρώτα τουρκικά άρματα μπήκαν στην Αμμόχωστο στις 17:30. Ενώθηκαν με τον εκεί τουρκοκυπριακό θύλακα, αλλά δεν προχώρησαν στις ελληνοκυπριακές περιοχές. Στον Δυτικό Τομέα, οι τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν στις ελληνοκυπριακές στις 14:30. Προχώρησαν 6 χιλιόμετρα προς τα δυτικά, και το βράδυ της 15ης προς 16ης Αυγούστου, διατάχθηκε η υποχώρηση των ελληνοκυπριακών δυνάμεων στη Γραμμή Τροόδους. Στον Κεντρικό Τομέα δεν υπήρχαν ιδιαίτερες συμπλοκές.
16 Αυγούστου
Στον Ανατολικό Τομέα δεν υπήρξαν ιδιαίτερες συγκρούσεις. Στον Κεντρικό Τομέα, η τουρκική Αεροπορία ξεκίνησε να βομβαρδίζει θέσεις γύρω από το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στις 8:30 πμ. τουρκικές δυνάμεις, με την υποστήριξη τεθωρακισμένων και πυροβολικού, πλησίασαν το στρατόπεδο στα 800 μέτρα.
Στις 13:00 το ελληνοκυπριακό πυροβολικό σταμάτησε να παρέχει υποστήριξη στις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ. Οι ελληνικές δυνάμεις τότε υποχώρησαν και στις 13:30 το στρατόπεδο έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η ΕΛΔΥΚ είχε χάσει 80 άντρες, 22 ήταν τραυματίες και 5 αγνοούνταν. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν και αυτές βαρύτατο απολογισμό απωλειών. Στον Δυτικό Τομέα, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις υποχώρησαν στη Γραμμή Τρόοδους.
Οι Τούρκοι προέλασαν και στις 12:30 κατέλαβαν τη Μόρφου και τον Λιμνίτη, στις 18:00 οπότε εφαρμόστηκε εκεχειρία από τα Ηνωμένα Έθνη. Όμως επειδή μέχρι τότε δεν είχαν φτάσει τα τουρκικά στρατεύματα στη Γραμμή Τροόδους, οι μάχες συνεχίστηκαν εως τις 17 Αυγούστου με τους Τούρκους να νικάνε. Στον Δυτικό Τομέα, πολλοί Ελληνοκύπριοι είχαν λιποτακτήσει.
19 Αυγούστου το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων
Στις 19 Αυγούστου, υπήρξαν ογκώδεις αντιαμερικανικές διαδηλώσεις στην Κύπρο. Ο κυπριακός λαός ήταν οργισμένος για τον ρόλο των Αγγλοαμερικανών και του ΝΑΤΟ στο έγκλημα κατά της Κύπρου, το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Οι διαδηλωτές κραύγαζαν συνθήματα εναντίον των ΗΠΑ, της CIA, του ΝΑΤΟ, του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσσινγκερ κ.ά.

Σε κάποια στιγμή ακούστηκαν καταιγιστικά πυρά (οι πληροφορίες έκαναν λόγο για ένοπλους της ΕΟΚΑ Β΄) και τότε οι φρουροί της πρεσβείας, Αμερικανοί πεζοναύτες, έριξαν δακρυγόνα κατά των διαδηλωτών και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Από εξοστρακισμένες σφαίρες σκοτώθηκαν ο αμερικανός πρέσβης, Ρότζερ Ντέιβις, και η γραμματέας του, Αντουανέτ Βαρνάβα.
Για τις δολοφονίες δεν συνελήφθη κανένας, ενώ 3 χρόνια αργότερα δικάστηκαν και φυλακίστηκαν 2 άτομα για οχλαγωγία και παράνομη μεταφορά όπλων εκείνη την ημέρα.
Έναρξη συνομιλιών για λύση του Κυπριακού στις 25 Αυγούστου
Στις 25 Αυγούστου, με πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, ξανάρχισαν οι συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ήθελε ομοσπονδιοποίηση με ανταλλαγή πληθυσμών, ο Γλαύκος Κληρίδης μάλιστα ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την ομοσπονδία αλλά χωρίς ανταλλαγή πληθυσμών.
Τελικά τον Αύγουστο του 1975, επήλθε συμφωνία η οποία είναι γνωστή με το όνομα Συμφωνία της Γ΄ Βιέννης. Η τουρκοκυπριακή ερμηνεία διατηρεί την άποψη ότι πρόκειται για συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών ενώ η ελληνοκυπριακή ότι επρόκειτο για προσωρινό ανθρωπιστικό μέτρο. Οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η επιστροφή του Μακάριου
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου. Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα, όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 συνομολογήθηκε η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς, κατά την οποία αποδέχθηκε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
Επίλογος
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης πολιτικής της δικτατορίας του Ιωαννίδη και της αδυναμίας που επέδειξε η κυβέρνηση Καραμανλή όταν έλεγε ότι η Κύπρος κείτε μακράν. Η αδυναμία της πολιτικής δημιούργησδε ένα άλυτο πρόβλημα και παρόλο που κατά καιρούς έχει γίνει πρόοδος στο θέμα, επρόκειται για ένα άλυτο πρόβλημα.