20 χρόνια μάχης στο Βιετνάμ με πλούσια ιστοριά και εμπλοκή διαφόρων δυνάμεων ολοκληρώθηκαν με την ήττα και την κομμουνιστοποίηση της χώρας αυτής, η οποία μαζί με την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και την Κούβα κρατούν ακόμα και σήμερα το κομμουνιστικό σύστημα ως διακυβέρνησή τους, με τις ιδιομορφίες βέβαια που υπάρχουν σε κάθε περίπτωση.

Μια μέρα σαν σήμερα στις 30 Απριλίου του 1975 έληξε η μάχη που κρατούσε από την 1η Νοεμβρίου του 1955. 20 χρόνια μάχη με περίπου 1,5 εκατομύριο νεκρούς εκατέρωθεν. 46 χρόνια μετά θυμόμαστε τα γεγονότα και απαριθμούμε τα αποτελέσματα ενός σκληρού πολέμου.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρητικά βέβαια η μάχη ήταν μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ) και της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Νότιο Βιετνάμ). Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας πόλεμος μέσω αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ένας από τους πολλούς που έγιναν λόγω της απροθυμίας των υπερδυνάμεων να εμπλακούν σε απευθείας πόλεμο μεταξύ τους που ίσως θα κατέληγε σε πυρηνική καταστροφή.
Αμερικανοί στρατιώτες είχαν ήδη εμπλακεί βέβαια από το 1959, αλλά σε μεγάλους αριθμούς κατέφθασαν κατά το 1965. Εγκατέλειψαν όμως μαζικά τη χώρα το 1973, κάτι που οδήγησε τελικά στην παράδοση του Νότου στις 30 Απριλίου του 1975.
Η ιστορία της Χώρας μέχρι τον πόλεμο του 1957
Η περιοχή του Βιετνάμ είχε κατοίκους αρκετές χιλιάδες χρόνια. Πέτρινα εργαλεία από την παλαιολιθική εποχή που βρέθηκαν στο Βιετνάμ, κυρίως στην περιοχή του Ερυθρού Ποταμού, έχουν ομοιότητες με εργαλεία με αυτά που βρέθηκαν στην Ταϊλάνδη, την Ιάβα και τη βόρεια Μιανμάρ.
Το 1200 π.Χ. άρχισε στο Βιετνάμ η παραγωγή ρυζιού με ορυζώνες και η κατασκευή μπρούντζινων αντικειμένων. Αυτές οι δύο καινοτομίες οδήγησαν στην εμφάνιση του πολιτισμού Ντονγκ Σον, γνωστού από τα μπρούτζινα τύμπανά του, αρκετά από αυτά διακοσμημένα με εγχαράξεις που απεικονίζουν σκηνές από την καθημερινή ζωή και διάφορες τελετές.
Η τεχνολογία επεξεργασίας μπρούντζου θεωρείται ότι προήλθε είτε από την Κίνα είτε από την Ταϊλάνδη. Η ακμή αυτού του πολιτισμού όμως ήταν την περίοδο 800-200 π.Χ. Εκείνη την περίοδο θεωρείται ότι διοικούσε την περιοχή του Κόκκινου Ποταμού η θρυλική δυναστεία Χονγκ Μπανγκ (2879 – 257 π.Χ.).
Μετά το 200 π.Χ. άρχισε μια περίοδος έντονης μετανάστευσης στη Νοτιοανατολική Ασία. Μετά την πτώση της δυναστείας Τσιν στην Κίνα, η δυναστεία Χαν που την διαδέχτηκε εξόρισε τα μέλη της κυβέρνησης και του στρατού της προηγούμενης δυναστείας, τα οποία εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κόκκινου Ποταμού. Αυτοί οι άνθρωποι μεταλαμπάδευσαν τον πολιτισμό και την τεχνογνωσία τους, στους κατοίκους της περιοχής, ενός πολιτισμού υπαρκτού εως τον 20ο αιώνα. To 111 π.Χ. η δυναστεία Χαν προσάρτησε το βόρειο Βιετνάμ στις κτήσεις της. Παράλληλα, στο κεντρικό Βιετνάμ υπήρχε και ένας παράκτιος πολιτισμός ο οποίος εξελίχθηκε στο βασίλειο Τσάμπα, το οποίο είχε έντονες ινδουιστικές και γενικότερα ινδικές επιρροές.
Η Κίνα ήλεγχε το βόρειο Βιετνάμ σχεδόν για μια χιλιετία. Αυτονομιστικά κινήματα εμφανίστηκαν νωρίς, όπως οι αδελφότητες των Τρουνγκ το 40 μ.Χ., τα οποία όμως είχαν προσωρινή επιτυχία. Το βόρειο Βιετνάμ έγινε ανεξάρτητο κατά την πρώιμη δυναστεία Λι την περίοδο 544 με 602, αλλά η κινεζική κυριαρχία συνεχίστηκε μέχρι το 938 όταν ο Βιετναμέζος άρχοντας Νγκο Κουγιέν νίκησε τις κινεζικές δυνάμεις στη μάχη του ποταμού Μπαχ Ντανγκ.
Το κράτος έλαβε τη νέα ονομασία “Đại Việt” (μεγάλο Βιετ) και είχε μια περίοδο ακμής υπό την εξουσία των δυναστειών Λι και Τραν, όταν και κατάφεραν επίσης να αποκρούσουν τρεις εφόδους Μογγόλων. Εντωμεταξύ, ο Βουδισμός αναπτύχθηκε και στην περιοχή αυτή, και έγινε η επίσημη θρησκεία του κράτους. Ανάμεσα στον 11ο και το 18ο αιώνα μ.Χ., το Βιετνάμ επεκτάθηκε προς τα νότια, κατακτώντας τους Τσάμπα και μέρος της αυτοκρατορίας των Χμερ.
Μετά το 16ο αιώνα αναταραχές έλαβαν χώρα στο Βιετνάμ. Το Βιετνάμ μοιράστηκε ανάμεσα στους άρχοντες Τριν, μια σειρά αρχόντων που διοικούσαν το βόρειο Βιετνάμ σαν βασιλιάδες από το 1545 μέχρι το 1787. Οι οικογένειες της ελίτ αύξαναν τον πλούτο τους, χωρίς να δίνουν σημασία στην κατάσταση του λαού τους. Το νότιο Βιετνάμ διοικούσαν οι άρχοντες Νγκουγιέν και η κατάσταση που επικρατούσε ήταν παρόμοια. Οι αδελφοί Τάι Σον κατάφεραν να ενώσουν προσωρινά το Βιετνάμ, αλλά νικήθηκαν το 1792 από τα απομεινάρια των αρχόντων Νγκουγιέν, οι οποίοι είχαν τη βοήθεια των Γάλλων.
Το 1802 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Γκία Λονγκ, ο οποίος αναβίωσε την γραφειοκρατία στα χνάρια του κομφουκιανισμού και μετέφερε την πρωτεύουσα στη Χουέ. Παράλληλα οι Γάλλοι άρχισαν να καταλαμβάνουν βιετναμέζικες πόλεις. Οι διάδοχοί του Λονγκ συνέχισαν με παρόμοια συστήματα, αλλά η γαλλική κυριαρχία στην περιοχή γινόταν όλο και πιο έντονη.
Οι Γάλλοι συνέχισαν να υπονομεύουν την ανεξαρτησία του Βιετνάμ και με μια σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων την περίοδο 1859-1885 προσάρτησαν όλο το Βιετνάμ στη Γαλλική Ινδοκίνα. Επισήμως, η αποικιοκρατία της Γαλλίας στο Βιετνάμ άρχισε βέβαια το 1874. Οι Γάλλοι εισήγαγαν στο Βιετνάμ τους δυτικούς τρόπους εκπαίδευσης και προσηλύτισαν τους ντόπιους στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Οι περισσότεροι Γάλλοι εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα του Βιετνάμ, κοντά στην πόλη Σαϊγκόν.
Οι Γάλλοι επίσης ανέπτυξαν την οικονομία τους με βάση τις φυτείες, τα προϊόντα των οποίων (καπνός, τσάι και καφές) εξάγονταν. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιαπωνία εισέβαλε στο Βιετνάμ, το 1941. Το καθεστώς Βισύ στη Γαλλία αναγκάστηκε από το Τρίτο Ράιχ να παραδώσει τη Γαλλική Ινδοκίνα στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία εκμεταλλεύτηκε τους πόρους της Ινδοκίνας ώστε να συνεχίσει τις εκστρατείες της στην Ινδονησία, τη Μαλαισία και τη Βιρμανία. Παρά όμως την ιαπωνική κατοχή, την τοπική εξουσία συνέχισαν να ασκούν οι Γάλλοι, οι οποίοι διέθεταν εκεί στρατό 60.000 ανδρών.
Το 1941, ιδρύθηκε από τον Χο Τσι Μιν το Βιετ Μιν (απλούστερα Βιετμίν), ένα κομμουνιστικό απελευθερωτικό κίνημα. Την ημέρα της παράδοσης της Ινδοκίνας στην Ιαπωνία, το Βιετμίν έκανε τη συμφωνία ότι θα άφηνε τους Ιάπωνες να δρουν ανεμπόδιστοι, με την προϋπόθεση να αφήσουν τον εξοπλισμό τους στους Βιετναμέζους. Μετά την ήττα των Ιαπώνων τον Αύγουστο του 1945, οι αντάρτες Βιετμίν κατέλαβαν το Ανόι και έφτιαξαν μια μεταβατική κυβέρνηση, η οποία κήρυξε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945.
Η μεταβατική κυβέρνηση της Γαλλίας αντέδρασε και το 1946 έστειλε στρατεύματα ώστε να καταστείλουν την εξέγερση. Το Νοέμβριο του 1946, οι γαλλικές δυνάμεις βομβάρδισαν το λιμάνι Χάι Φονγκ και σύντομα άρχισε ο ανταρτοπόλεμος των Βιετμίν ενάντια στους Γάλλους. Ο πόλεμος της Ινδοκίνας συνεχίστηκε μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1954, λήγοντας τελικώς με τη νίκη των Βιετναμέζων επί των Γάλλων στη μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου.

Τον ίδιο χρόνο το Συνέδριο της Γενεύης αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Βιετνάμ, αλλά χώρισε προσωρινά τη χώρα στα δύο, κατά μήκος του 17ου Παράλληλου, ορίζοντας ότι η ενοποίηση θα έπρεπε να γίνει με γενικές εκλογές μέσα στο 1956. Εν τωμεταξύ όμως, το Νότιο Βιετνάμ, που ήταν νωρίτερα αυτοκρατορικό, ανακηρύχθηκε ως δημοκρατία από τον Νγκο Ντιν Νιεμ, η οποία είχε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, που δεν ήθελαν την επικράτηση των κομμουνιστών του Χο Τσι Μιν σε όλη τη χώρα. Και κάπου εκεί ξεκίνησαν οι γενικευμένες συγκρούσεις.
Για την καταπολέμηση του αστικού καθεστώτος του κράτους του Νοτίου Βιετνάμ, άρχισε το 1957 ο εμφύλιος αγώνας των Βιετκόνγκ, κομμουνιστών ανταρτών του Νοτίου Βιετνάμ και της Καμπότζης, ενισχυόμενων από εφόδια και τακτικό στρατό του κομμουνιστικού Βορείου Βιετνάμ. Για να προστατεύσουν το καθεστώς του Νοτίου Βιετνάμ, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να στέλνουν στρατεύματα στο Βιετνάμ, των οποίων ο αριθμός ξεπέρασε τις 500.000 άνδρες το 1965.
Το 1968, το Βόρειο Βιετνάμ έκανε την επίθεση του Τετ, η οποία είχε σκοπό να αιφνιδιάσει τους Αμερικανούς, με τα κομμουνιστικά στρατεύματα να φτάνουν μέχρι τη Σαϊγκόν. Αν και η επιχείρηση στρατιωτικά απέτυχε, η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ άλλαξε στάση και ο πόλεμος στο Βιετνάμ άρχισε να κατακρίνεται. Εξαιτίας του μεγάλου κόστους του είχε την ολοένα και μικρότερη ανεκτικότητας των Αμερικανών πολιτών. Στο θέαμα μάλιστα των νεκρών στρατιωτών τους και της γενικότερης εσωτερικής αντιπολεμικής κατακραυγής, τα αμερικανικά στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν από το Βιετνάμ το 1973 και εντέλει το Βόρειο Βιετνάμ άρχισε μια πλήρους κλίμακας επίθεση το 1974, που έληξε στις 30 Απριλίου 1975 με την πτώση της Σαϊγκόν.

Στις 2 Ιουλίου το 1976, το Βόρειο και το Νότιο Βιετνάμ ενώθηκαν και σχημάτισαν τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ. Ο πόλεμος ρήμαξε το ανθρώπινο και υλικό δυναμικό του Βιετνάμ με το συνολικό αριθμό των νεκρών να κυμαίνεται από 1 έως 4 εκατομμύρια.
Η εμπλοκή των ΗΠΑ και η συνθηκολόγηση
Το Νότιο Βιετνάμ τέθηκε υπό την προστασία των ΗΠΑ και δέχτηκε γενναία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Ο αυτοκράτορας Μπάο Ντάι διόρισε ως πρωθυπουργό τον Νγκο Ντινχ Ντιέμ, ο οποίος, κατόπιν δημοψηφίσματος που διενήργησε τον Οκτώβριο του 1955, εκθρόνισε τον αυτοκράτορα και με τις ευλογίες των ΗΠΑ αυτοανακηρύθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Το 1956 ανέλαβε απολυταρχικές εξουσίες και με την αμερικανική βοήθεια εδραίωσε το αντικομμουνιστικό απολυταρχικό οικογενειοκρατικό καθεστώς του. Ο Ντιέμ στη συνέχεια αρνήθηκε να διεξάγει εκλογές για την ενοποίηση της χώρας, διότι όπως υποστήριζε δεν υπήρχαν σε όλη τη χώρα συνθήκες ελεύθερης έκφρασης του λαού. Το Βόρειο Βιετνάμ και οι κομμουνιστές του Νότιου, οι οποίοι πίστευαν ότι θα κέρδιζαν τις εκλογές, εκμεταλλεύτηκαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια του νοτιοβιετναμικού λαού λόγω της οικονομικής κατάστασης, του αυταρχισμού και της διαφθοράς του καθεστώτος, και άρχισαν να οργανώνονται για να ανατρέψουν το καθεστώς.
Εμφανίστηκαν αντάρτικα τμήματα και ανέλαβαν δράση με την προσβολή κυβερνητικών στόχων. Το 1960 οι κομμουνιστές ίδρυσαν το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης του Νοτίου Βιετνάμ και από το 1961 συγκρότησαν τον Απελευθερωτικό Στρατό του Νοτίου Βιετνάμ, ο οποίος το 1965 έφθασε να αριθμεί 150.000 αντάρτες Βιετκόνγκ. Αυτοί ενισχύονταν και ανεφοδιάζονταν από το Β. Βιετνάμ μέσω ορεινών διαβάσεων που διέρχονταν από το έδαφος των όμορων κρατών (Λάος, Καμπότζη) το λεγόμενο «Μονοπάτι Χο Τσι Μιν» και απέκτησαν σημαντική δύναμη.
Το 1960 οι ΗΠΑ, επί προέδρου Αϊζενχάουερ, άρχισαν να στέλνουν στη Σαϊγκόν τους πρώτους «συμβούλους» με σκοπό να οργανώσουν τον στρατό. Όταν ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Κένεντι, το 1962, υπήρχαν ήδη 2.400 Αμερικανοί στρατιωτικοί, πολλοί από τους οποίους είχαν λάβει μέρος και σε μάχες με τους Βιετκόνγκ. Στο τέλος του 1962 οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις πραγματοποίησαν μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση κατά των Βιετκόνγκ, η οποία απέτυχε και κατέδειξε την αδυναμία του καθεστώτος να απαλλάξει τη χώρα από την απειλή των κομμουνιστών.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Κένεντι υποσχέθηκε την αμέριστη συμπαράσταση της χώρας του προς το Νότιο Βιετνάμ και άρχισε να στέλνει εκεί στρατεύματα. Στα τέλη του 1963, μετά από μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις κατά του καθεστώτος του Ντιέμ, ο στρατός τον ανέτρεψε και ο ίδιος ο Ντιέμ εκτελέστηκε. Τρεις εβδομάδες αργότερα δολοφονήθηκε στο Ντάλας ο πρόεδρος Κένεντι. Την εποχή της δολοφονίας του Ντιέμ και του Κένεντι αντίστοιχα υπήρχαν 16.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί «σύμβουλοι» στο Βιετνάμ.
Το 1964 ο πρόεδρος Τζόνσον που διαδέχτηκε τον δολοφονηθέντα Κένεντι χορήγησε στο Νότιο Βιετνάμ έκτακτη βοήθεια 60 εκατομμυρίων δολαρίων και ενίσχυσε τις αμερικανικές δυνάμεις, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ουίλιαμ Ουέστμορλαντ. Από 16.000 στρατιωτικούς συμβούλους το 1964, τα αμερικανικά στρατεύματα έφθασαν τις 75.000 άνδρες το 1965.
Το καλοκαίρι του 1964 οι βόρειες ναυτικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του αμερικανικού πλοίου ηλεκτρονικής κατασκοπίας ανοικτά του κόλπου Τόνκιν έξω από τα χωρικά ύδατα του Βόρειου Βιετνάμ. Την εποχή εκείνη πραγματοποιούνταν μυστικές ναυτικές επιδρομές του Νότιου Βιετνάμ ενάντια σε στόχους στα παράλια του βόρειου Βιετνάμ και η αμερικανική ηγεσία πίστεψε αρχικά ότι το Βόρειο Βιετνάμ είχε θεωρήσει κατά λάθος το αμερικανικό πλοίο μέρος των επιδρομών αυτών. Δύο ημέρες αργότερα όμως, η αμερικανική ναυτική διοίκηση ανέφερε νέα νυκτερινή επίθεση κατά δύο αμερικανικών πλοίων ηλεκτρονικής κατασκοπίας στον κόλπο Τόνκιν.
Αργότερα προέκυψαν αμφιβολίες για το αν είχε γίνει αυτή η δεύτερη επίθεση αφού δεν κατέγραψαν τα ραντάρ εχθρικά πλοία και ενδέχεται να «έδειξαν» ανύπαρκτες εχθρικές μονάδες επιφάνειας λόγω κακοκαιρίας. Η κυβέρνηση Τζόνσον ωστόσο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τις δύο επιθέσεις και να ζητήσει το ψήφισμα του Κογκρέσου για τη διενέργεια αντιποίνων. Όλοι οι βουλευτές και όλοι οι γερουσιαστές του Κογκρέσου, εκτός από δύο, υπερψήφισαν το λεγόμενο «ψήφισμα του κόλπου Τόνκιν», που εξουσιοδοτούσε τον πρόεδρο να αποκρούσει μελλοντικές επιθέσεις κατά των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ.
Τα αμερικανικά αντίποινα περιορίσθηκαν σε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς των ναυτικών εγκαταστάσεων του Βόρειου Βιετνάμ. Παρά τις μεγάλες καταστροφές, οι Βιετκόνγκ δεν πτοήθηκαν και πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις τους. Με τις επιχειρήσεις αυτές επισημοποιήθηκε και η συμμετοχή των Αμερικανών στον πόλεμο, οι οποίοι και ανέλαβαν τη διεύθυνση αυτού. Οι δύο πλευρές συνέχισαν την αύξηση και την ισχυροποίηση των δυνάμεών τους. Οι Βιετκόνγκ έφθασαν τις 250.000 άνδρες και εξοπλίστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση με σύγχρονα όπλα (αυτόματα τυφέκια, πολυβόλα, αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους). Οι Αμερικανοί συνέχισαν και αυτοί την ενίσχυση των δυνάμεών τους, οι οποίες έφθαναν τώρα τις 200.000 άνδρες.
Οι Νοτιοβιετναμέζοι συγκρότησαν δύναμη 600.000 ανδρών. Μέχρι το τέλος του 1966 βρίσκονταν στο Βιετνάμ 385.000 Αμερικανοί στρατιώτες. Με την έναρξη του 1967 οι αμερικανικές δυνάμεις οργάνωσαν και εκτέλεσαν δύο μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αυτές τις επιχειρήσεις οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να διαλύσουν τις αντάρτικες βάσεις των Βιετκόνγκ, αλλά όχι και να συλλάβουν ή να εξουδετερώσουν τους ηγέτες, οι οποίοι αποτελούσαν τον βασικό σκοπό της επιχείρησης και κατάφεραν να διαφύγουν στην Καμπότζη. Οι δύο αυτές επιτυχημένες επιχειρήσεις και οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί του Βορείου Βιετνάμ περιόρισαν προσωρινά τη δράση των Βιετκόνγκ. Η ηγεσία του Βόρειου Βιετνάμ κατάλαβε ότι η κατάσταση είχε αρχίσει να παίρνει δυσμενή τροπή και αποφάσισε να σχεδιάσει επιθετικές επιχειρήσεις για να αναπτερώσει το ηθικό των ανταρτών και του πληθυσμού.
Η πρώτη επίθεση άρχισε στις 21 Ιανουαρίου 1968 κατά της μεγαλύτερης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης του Κε Σαν, στην οποία βρισκόταν δύναμη 6.000 Αμερικανών και Νοτιοβιετναμέζων. Η δεύτερη επιθετική ενέργεια των Βιετκόνγκ, γνωστή ως επίθεση του Τετ, άρχισε στις 31 Ιανουαρίου 1968 (βιετναμέζικη πρωτοχρονιά) και περιλάμβανε επιθέσεις στις 36 από τις 44 πρωτεύουσες επαρχιών του Νοτίου Βιετνάμ, σε 23 αεροδρόμια και σε πολλές άλλες στρατιωτικές βάσεις. Στην ίδια τη Σαϊγκόν 5.000 περίπου αντάρτες επιτέθηκαν στο προεδρικό μέγαρο του Θιέου, το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων του Νότιου Βιετνάμ, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αλλά και κατά της πρεσβείας των ΗΠΑ. Την ίδια τακτική ακολούθησαν οι Βιετκόνγκ και σε άλλες πόλεις ενώ σφοδρές μάχες έγιναν στην παλαιά πρωτεύουσα του Βιετνάμ, Χουέ. Προσωρινά κατάφεραν να ελέγξουν 10 πόλεις, τις οποίες όμως μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μετά από αντεπιθέσεις ισχυρών αμερικανοβιετναμικών δυνάμεων.
Από στρατιωτικής πλευράς, η επίθεση του Τετ ήταν αποτυχημένη. Η επίθεση μεγάλης κλίμακας έφερε τις κομμουνιστικές δυνάμεις σε ανοικτή σύγκρουση µε τους αντιπάλους τους, όπου η συντριπτική αμερικανική υπεροπλία μπορούσε επιτέλους να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά. Η κομμουνιστική πλευρά είχε μεγάλες απώλειες, που στις πρώτες δύο εβδομάδες έφτασαν τους 30.000 νεκρούς και στη συνέχεια διπλασιάστηκαν. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ έχασαν στις πρώτες δύο εβδομάδες περίπου 1.500 οπλίτες και στο πρώτο δίμηνο συνολικά 4.000. Η επίθεση του Τετ απέτυχε επίσης να προκαλέσει γενική εξέγερση του πληθυσμού του Νότιου Βιετνάμ και την ανατροπή του καθεστώτος Θιέου.
Η επίθεση κατά της αμερικανικής πρεσβείας, που άρχισε στις 02:45 της 31ης Ιανουαρίου 1968, αποκρούστηκε εύκολα. Η νικηφόρα όμως αυτή μάχη στοίχισε τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι που διέμεναν σε καταλύματα κοντά στην πρεσβεία έσπευσαν να καλύψουν την επίθεση κατά της πρεσβείας. Μόλις 15 λεπτά αργότερα το πρώτο τηλεγράφημα έφυγε προς τις ΗΠΑ και έλεγε ότι η πρεσβεία είχε καταληφθεί από τους Βιετκόνγκ. Στις 09:20 ο στρατηγός Ουέστμορλαντ σε συνέντευξη τύπου δήλωσε ότι η πρεσβεία ουδέποτε καταλήφθηκε. Κανείς δημοσιογράφος δεν τον πίστεψε. Το αμερικανικό κοινό παρακολουθούσε κατάπληκτο ζωντανά στην τηλεόραση τις οδομαχίες μέσα στο κτηριακό σύμπλεγμα της αμερικανικής πρεσβείας και διαπίστωνε ότι έπειτα από τρία χρόνια αεροπορικών βομβαρδισμών και την αποστολή 500.000 στρατιωτών ο εχθρός δε βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά αντίθετα ήταν σε θέση να εξαπολύσει τη μεγαλύτερη επίθεσή του. Για τον πρόεδρο Τζόνσον ήταν αδύνατον να παρουσιάσει την επίθεση Τετ ως στρατιωτική νίκη των ΗΠΑ.
Στις 31 Μαρτίου του 1968, σε τηλεοπτικό διάγγελμα στον αμερικανικό λαό, ο Τζόνσον ανήγγειλε τη διακοπή των βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ, το οποίο καλούσε σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Στο τέλος του διαγγέλματος έκανε µία από τις πιο δραματικές κινήσεις στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία δηλώνοντας: «Δεν θα επιδιώξω και δεν θα αποδεχθώ το χρίσμα του κόμματός µου για άλλη µία θητεία ως πρόεδρός σας». Η απομάκρυνση του Τζόνσον από τις εκλογές του 1968 μετέτρεψε την επίθεση Τετ σε λαμπρή νίκη του Χο Τσι Μιν. Με την πολιτική κατάρρευση του προέδρου Τζόνσον που είχε εκλεγεί λίγα χρόνια νωρίτερα µε το υψηλότερο ποσοστό των ψήφων στην αμερικανική ιστορία, το Βόρειο Βιετνάμ πέτυχε ιστορική νίκη στο κέντρο βάρους του αντιπάλου του, που ήταν η αμερικανική κοινωνία.

Από την επίθεση του Τετ φάνηκε ότι ο πόλεμος δε διεξάγεται μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της πληροφόρησης και της προπαγάνδας. Η αμερικανική πολιτική ηγεσία αναγκάστηκε να αλλάξει τη στρατηγική της. Στόχος τους τώρα ήταν η σταδιακή απεμπλοκή τους από το Βιετνάμ και η ταυτόχρονη ενίσχυση των νοτιοβιετναμικών δυνάμεων ώστε να αναλάβουν αυτοί τις ευθύνες του πολέμου.
Μέχρι το τέλος του 1970 είχαν αποσυρθεί 122.000 Αμερικανοί στρατιώτες και όλα τα άλλα ξένα τμήματα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1972 όλα τα μάχιμα αμερικανικά τμήματα είχαν εγκαταλείψει την Ινδοκίνα ενώ οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις έφθασαν να αριθμούν περισσότερους από 900.000 άνδρες. Στις 27 Ιανουαρίου του 1973 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συνυπέγραψε με εκπρόσωπο της κυβέρνησης του Βορείου Βιετνάμ τη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών και την αποχώρηση όλων των αμερικανικών δυνάμεων εντός 60 ημερών. Η συμφωνία αυτή ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση και παρέδιδε το Νότιο Βιετνάμ στους Βιετκόνγκ.
Το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 1975, οι δυνάμεις των κομμουνιστών διέλυσαν τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις και κατέλαβαν τη Σαϊγκόν. Το μεσημέρι της 30ής Απριλίου, την ώρα που το τελευταίο ελικόπτερο απομακρυνόταν από την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, στον περίγυρο αυτής εισερχόταν το πρώτο άρμα των Βορειοβιετναμέζων. Έτσι για πρώτη φορά οι ΗΠΑ, παρόλο που θυσιάστηκαν οι ζωές 60.000 περίπου Αμερικανών και δαπανήθηκαν 150 δισεκατομμύρια δολάρια έχασαν τον πόλεμο.
Η αμερικανική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η τιμή, η υπερηφάνεια και το γόητρο της χώρας τους καταρρακώθηκαν στις ζούγκλες και τα έλη του Βιετνάμ από τους κατώτερους στρατιωτικά Βιετναμέζους αντάρτες. Το σχέδιο της «Βιετναμοποίησης», όπως ονομάστηκε, προέβλεπε την απεμπλοκή των Αμερικανών με τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων τους αφήνοντας τον πόλεμο στο έδαφος στο στρατό του Ν. Βιετνάμ, αλλά και την αύξηση των αεροπορικών επιχειρήσεων για διατήρηση της ισορροπίας. Στα χρόνια του Νίξον ο πόλεμος επεκτάθηκε στα γειτονικά Λάος και Καμπότζη, παραβιάζοντας τα διεθνή δικαιώματα αυτών των χωρών, με μυστικές επιδρομές που σκοπό είχαν να καταστρέψουν τα καταφύγια των κομμουνιστών αλλά και να αποκόψουν τις οδούς ανεφοδιασμού τους.
Οι εντατικοί βομβαρδισμοί και η επέμβαση στην Καμπότζη τον Απρίλιο 1970 ξεσήκωσε μεγάλες διαδηλώσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ κατά τις οποίες σκοτώθηκαν και φοιτητές από την εθνοφρουρά. Το σχέδιο της Βιετναμοποίησης του Νίξον σταμάτησε προσωρινά την κριτική, καθώς αποσύρονταν τα Αμερικανικά στρατεύματα. Οι εκτεταμένοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί όμως δημιούργησαν κύμα διαμαρτυρίας. Οι συγκρούσεις εντάθηκαν τον Δεκέμβριο του 1972, όταν ο Νίξον εξαπέλυσε μία σειρά αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον στόχων σε μεγάλες πόλεις στο Β. Βιετνάμ. Αυτές οι επιθέσεις, γνωστές σαν “Βομβαρδισμοί των Χριστουγέννων”, καταδικάστηκαν άμεσα από τη διεθνή κοινότητα και οδήγησαν τον Νίξον στην αναθεώρηση της τακτικής των διαπραγματεύσεων.
Η υπόθεση πόλεμος στο Βιετνάμ έπρεπε να κλείσει οριστικά γιατί είχε τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κόστος για τις ΗΠΑ. Στις 23 Ιανουαρίου 1973 μονογράφηκε το τελικό προσχέδιο της συμφωνίας ειρήνης τερματίζοντας τις εχθροπραξίες μεταξύ ΗΠΑ και Β. Βιετνάμ. Η συμφωνία ειρήνης του Παρισιού όμως δεν τερμάτισε τις συγκρούσεις στην περιοχή καθώς το καθεστώς της Σαϊγκόν συνέχισε να μάχεται τις κομμουνιστικές δυνάμεις.

Στις 30 Απριλίου του 1975 ο τελευταίος αμερικάνος στρατιώτης αποχωρεί από το Βιετνάμ μετά την παράδοση των Νοτίων. Την ίδια μέρα ένα ραδιοφωνικό διάγγελμα ανακοίνωσε οτι η Σαϊγκόν μετονομάζεται επισήμως σε “Πόλη του Χο Τσι Μιν”.
Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα
Ο πόλεμος του Βιετνάμ κατά τα έτη 1955-1975, ήταν ένας ανταρτοπόλεμος σoβιετo-κινεζικής εμπνεύσεως όσον αφορά την τακτική και τις μεθόδους διεξαγωγής του εκ μέρους των Βιετκόνγκ. Από μέρος των Αμερικανικών στρατευμάτων, καθώς και των Κυβερνητικών, η αντιμετώπιση του πολέμου υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη και ανεπιτυχής. Οι παραπάνω είχαν μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, καθώς δεν είχαν την κατάλληλη υποδομή ώστε να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες.
Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν αμυντική στρατηγική που περιόριζε τις χερσαίες επιχειρήσεις στο χώρο του Ν. Βιετνάμ και επέτρεπε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς στον χώρο του Β. Βιετνάμ. Η στρατηγική αυτή, καθορίσθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζόνσον και απέβλεπε έμμεσα στην αποφυγή κλιμακώσεως του πολέμου στη νοτιοανατολική Ασία, µε την εμπλοκή σε αυτόν και της Κομμουνιστικής Κίνας. Στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν υπήρχε γραμμή μετώπου και γι’ αυτό ήταν διαφορετικός από άλλους πολέμους.
Τα κυβερνητικά και συμμαχικά στρατεύματα δεν είχαν την εμπειρία και την εκπαίδευση, παρά τον υπέρτερο τεχνολογικά εξοπλισμό τους, να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τύπου Βιετκόνγκ. Οι μαζικές αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα γιατί οι Βιετκόνγκ δε διέθεταν τρωτές γραμμές συγκοινωνιών ή μεγάλες εγκαταστάσεις Διοικητικής Μέριμνας και επιπλέον η πυκνή ζούγκλα δεν επέτρεπε τον εντοπισμό στόχων για την αεροπορία. Οι Αμερικανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιχειρήσεις τέτοιου είδους με εκπαίδευση σε συμβατικό πόλεμο και έτσι τα αποτελέσματα υπήρξαν οδυνηρά γι’ αυτές.
Ο πρόεδρος Τζόνσον δεν κινητοποίησε την αμερικανική κοινωνία υπέρ του πολέμου. Ποτέ δεν ζήτησε κήρυξη του πολέμου από το Κογκρέσο (αρκούμενος στο «ψήφισμα του κόλπου Τόνκιν» του 1964) παρόλο που ενέπλεξε τις ΗΠΑ στον μεγαλύτερο πολεμικό τους αγώνα μετά το 1945. Αναλύοντας το σύμφωνα με τη θεωρία της τριάδας του Κλάουζεβιτς, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη κινητοποίησης της αμερικανικής κοινωνίας, που είναι το ένα από τα τρία στοιχεία της τριάδας του πολέμου (κυβέρνηση – ένοπλες δυνάμεις – λαός).
Δεύτερος πολιτικός παράγοντας, που συνέβαλε στην αποτυχία της αμερικανικής επέμβασης, ήταν οι αδυναμίες του νοτιοβιετναµέζικου κράτους. Η διείσδυση των Βιετκόνγκ στην κοινωνία του Νότιου Βιετνάμ διευκολύνθηκε από την ανικανότητα των κυβερνήσεών του να τον συσπειρώσουν και να δημιουργήσουν αξιόπιστο πόλο για τον βιετναμέζικο εθνικισμό ενάντια στον Χο Τσι Μιν. Η αµερικανοποίηση του πολέμου κατά την περίοδο 1965-68 κλόνισε την εσωτερική νοµιµοποίηση της ηγεσίας του Ν. Βιετνάμ. Ο Χο Τσι Μιν, απεναντίας, έχαιρε μεγάλης εσωτερικής νοµιµοποίησης ως ο ηγέτης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και κατόρθωσε έτσι να κινητοποιήσει την κοινωνία του Β. Βιετνάμ καθώς και μεγάλων τμημάτων του Ν. Βιετνάμ παρά τις αυξανόμενες θυσίες που υφίσταντο.
Η αποτυχία της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αποδεικνύει περίτρανα ότι στη διεθνή πολιτική οι υλικοί συντελεστές ισχύος (ΑΕΠ, ένοπλες δυνάμεις) δεν αποτελούν πάντοτε τον καθοριστικό παράγοντα των διεθνών εξελίξεων. Στην περίπτωση του Βιετνάμ η συντριπτική ασυμμετρία υπέρ των ΗΠΑ σε υλικούς συντελεστές ισχύος υπεραντισταθµίσθηκε από δύο διαφορετικές ασυµµετρίες.

Το Β. Βιετνάμ πολεμούσε για την εθνική ενοποίησή του, γεγονός που αποτελεί την πλέον νοµιµοποιηµένη αιτία για τις θυσίες του πολέμου, όσο μαζικές και αν είναι. Οι ΗΠΑ, απεναντίας, πολεμούσαν για µία άκρως ιδεολογική και παγκοσµιοποιηµένη εκδοχή της στρατηγικής της ανάσχεσης, σύμφωνα µε την οποία απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αποτρεπτικής αξιοπιστίας της ήταν η αντίσταση σε κάθε τοπικό κομμουνιστικό κίνημα ακόμα και στις πιο ασήμαντες γεωπολιτικά περιοχές του πλανήτη.
Με τη συσσώρευση των θυσιών της και χωρίς ορατή προοπτική μιας νικηφόρας έκβασης στον πόλεμο η αμερικανική κοινωνία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν διακυβεύονταν σημαντικά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα ικανά να δικαιολογήσουν τις απώλειές της. Υπήρχε λοιπόν ασυµµετρία στην αποτελεσματικότητα της στρατηγικής των δύο αντιπάλων. Το Β. Βιετνάμ είχε καταφέρει να τελειοποιήσεις τις μεθόδους του ανταρτοπόλεμου, που κατείχε από την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία. Οι ΗΠΑ από την άλλη δεν κατόρθωσαν να αναπτύξουν στρατηγική ικανή να πλήξει το κέντρο βάρους του αντιπάλου ή να αποδιοργανώσει τη δική του στρατηγική. Αντίθετα, κατέληξαν να χρησιμοποιούν τα άφθονα υλικά μέσα τους µε εξαιρετικά αναποτελεσματικό τρόπο στα πλαίσια της στρατηγικής της φθοράς, γεγονός που πρόδιδε έλλειμμα στρατηγικής σκέψης. Η κατασπατάληση και η υπερβολή στη χρήση της αμερικανικής υπεροπλίας χωρίς αποφασιστικό στρατηγικό αποτέλεσμα ήταν εκπληκτική.
Στην τριετία 1965-67 η αμερικανική αεροπορία έριξε περισσότερες βόμβες στο Βιετνάμ από όσες είχε ρίξει σε όλα τα θέατρα των επιχειρήσεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κόστος του Βιετνάμ για τις ΗΠΑ ήταν μεγάλο. Οι αμερικανικές απώλειες στο σύνολο του πολέμου, ανήλθαν στους 58.000 νεκρούς, ενώ πάνω από 8.000 αμερικάνικα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν. Ο πόλεμος οδήγησε στην αύξηση του αντιαµερικανισµού παγκοσμίως. Επιπλέον επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση να υλοποιήσει φιλόδοξα προγράμματα ανάπτυξης των πυρηνικών της εξοπλισμών, ενώ οι ΗΠΑ ήταν απορροφημένες στο Βιετνάμ, µε αποτέλεσμα να φτάσει την πυρηνική ισοπαλία στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το Βιετνάμ συνέβαλε επίσης στην κρίση της αμερικανικής εσωτερικής πολιτικής, που ξέσπασε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και αποκορυφώθηκε το 1968.
Μετά τον πόλεμο το Βιετνάμ είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές. Ένα μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής είχε καταστραφεί και η κυβέρνηση για να ενδυναμώσει την οικονομία επέβαλε την κολλεκτιβοποίηση των καλλιεργειών και των εργοστασίων. Το οικονομικό αυτό σύστημα ήταν ανεπαρκές και υπονομευόταν περισσότερο από τη διαφθορά σε όλα τα κλιμάκια της κυβέρνησης. Τα προβλήματα αυτά έγιναν εντονότερα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με τη σταδιακή πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, της κύριας εμπορικής εταίρου του Βιετνάμ.
Η εμπλοκή του Βιετνάμ στη καμπότζη
Το 1978 το Βιετνάμ εισέβαλε στην Καμπότζη για να συντρίψει τους ερυθρούς Χμερ.Ο λαός αυτής της χώρας υποδέχθηκε τους στρατιώτες του Βιετνάμ σαν απελευθερωτές. Λίγο αργότερα βέβαια ο στρατός του Βιετνάμ απεχώρησε από τη χώρα. Οι Ερυθροί Χμερ του Πολ Ποτ σε μεγάλο βαθμό είχαν διαλυθεί. Οι τελευταίοι παραδόθηκαν το 1999. Στις 22 Νοεμβρίου του 2011 ξεκίνησε στην Πνομ Πενχ, η δίκη των τριών υψηλόβαθμων επιζήσαντων αξιωματούχων του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ. Πρόκειται για τους Νούον Τσέα, γνωστό και ως Αδελφός Νούμερο Δύο, δεξί χέρι του ανώτατου ηγέτη Πολ Ποτ, Χιέου Σαμφάν, πρώην αρχηγό του κράτους και Ιένγκ Σάρι, πρώην υπουργό Εξωτερικών. Και οι τρεις αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Οι τρεις τους αν και το καθεστώς κατέρρευσε τα 1979 για πολλά χρόνια διέφευγαν της δικαιοσύνης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Καμπότζη ζητούσε τη συνδρομή της διεθνούς κοινότητας.
Το 2006 τελικά με την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών ξεκίνησαν οι δίκες για τα εγκλήματα εκείνης της περιόδου. Το 2014, δύο ηγέτες των Ερυθρών Χμερ, οι Νούον Τσέα και Χεϊού Σαμφάν καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη από δικαστήριο του ΟΗΕ, το οποίο τους έκρινε ένοχους για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας και υπεύθυνους για το θάνατο περίπου 2 εκατομμυρίων Καμποτζιανών. Ο Πολ Ποτ, ηγέτης των Ερυθρών Χμερ, πέθανε το 1998, προτού δικαστεί.
Η εποχή της ελεύθερης αγοράς
Το 1986 λήφθηκε η απόφαση να επιβληθούν μεταρρυθμίσεις για τη δημιουργία ελεύθερης αγοράς. Η ιδιωτικοποίηση επιτράπηκε από την κυβέρνηση και χάρις σε αυτές τις αλλαγές, την περίοδο 1990-1997, το ΑΕΠ της χώρας αυξανόταν κατά 8% κάθε χρόνο. Ο ρυθμός αυτός μειώθηκε ελαφρά την περίοδο 2000-2005 στο 7%, καθιστώντας το Βιετνάμ μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι ΗΠΑ μετά ην πτώση της ΕΣΣΔ και συγκεκριμένα το 1994 απέσυραν τις κυρώσεις εναντίον του Βιετνάμ και έγινε άρση του τριαντάχρονου εμπάργκο με αποτέλεσμα οι σχέσεις των δύο χωρών να εξομαλυνθούν πλήρως την επόμενη χρονιά Το 1997, το Βιετνάμ έγινε μέλος της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και το 2007 έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Διακυβέρνηση
Το Βιετνάμ παραμένει παρόλα αυτά ένα μονοκομματικό κομμουνιστικό κράτος, όπως η Κινα, η Βόρεια Κορέα και η Κούβα. Ο ηγέτης του Κομμουνιστικού κόμματος είναι και ο αρχηγός του κράτους.Την ελέυθερη αγορά από τα 4 κράτη δεν την έχουν δεχτεί ακόμα η Βόρεια Κορέα και η Κούβα. Ωστόσο τόσο η Κίνα όσο και το Βιετνάμ έχουν σημειώσει τεράστιες οικονομιές προόδους, ενώ αξιοθαύμαστη είναι και η Κούβα που παρόλες τις Αμερικανικές κυρώσεις έχουν κάνει τεράστια άλματα προόδου, αποδεικνύοντας ότι ο Κομμουνισμός εαν αναθεωρηθεί με βάση τις ανάγκε της κοινωνίας, μπορεί να είναι χρήσιμος για την ανθρωπότητα.