Ικαριώτες μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό Σάμου

Γράφει ο Γιώργος Κρόκος*, δάσκαλος εκ Σάμου

Ικαριώτες μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό Σάμου

Η συμβολή των Ικαριωτών στους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού της Σάμου έχει βαθειές ρίζες στην ιστορία των δυο γειτονικών νησιών.

Ικαριακής καταγωγής, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν ο Λογοθέτης Λυκούργος, αρχηγός του επαναστατικού κόμματος των Καρμανιόλων τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα και ηγέτης της επανάστασης του 1821 στη Σάμο.

Επίσης, 300 Ικαριώτες εθελοντές τον συνόδευσαν στην αποτυχημένη εκστρατεία του στη Χίο το 1822, με στόχο την ενίσχυση των επαναντατικών δυνάμεων του νησιού εναντίον των Τούρκων και των τουρκόφιλων συμπατριωτών τους.

Ενενήντα χρόνια μετά, το 1912, με το ικαριώτικο πλοίο «Κλεοπάτρα» και με συνοδεία 138 Ικαριωτών εθελοντών, έφτασε στη Σάμο ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, και με δική τους συμμετοχή στις μάχες νίκησαν την τουρκική φρουρά, απελευθέρωσαν το νησί και κήρυξαν την ένωσή του με την Ελλάδα. Οι Ικαριώτες, βέβαια, είχαν προηγηθεί, κάνοντας τη νικηφόρα επανάστασή τους μήνες νωρήτερα, τον Ιούνιο του 1912.

Τελευταία, και ίσως πιο σημαντική, συμβολή των Ικαριωτών στους αγώνες των Σαμιωτών, αποτελεί το ότι στον Εμφίλιο, ο Ικαριώτης δάσκαλος Γιάννης Σαλάς ήτην πολιτικός αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου (ΔΣΣ), από την πρώτη μέρα της συγκρότησή του τον Ιούνιο του 1947, μέχρι την τραγική κατάληξη του σκληρού αγώνα του το Φθινώπορο του 1949,

Μαζί του, από την πρώτη μέρα, ο Ικαριώτης φοιτητής της Ιατρικής Σαράντος Καρούτσος, που είχε αναλάβει τη φροντίδα του, λόγω της φυματίωσης από την οποία έπασχε, και δεκάδες ακόμη Ικαριώτες μαχητές, που ακόμη, 75 χρόνια μετά, δεν γνωρίζουμε ούτε πόσοι, ούτε ποιοι ήταν.

Θεωρώ ελάχιστη εξόφληση του χρέους τιμής που οφείλουμε, εμείς οι Σαμιώτες, στους γείτονές μας Ικαριώτες, την αναζήτηση και την συγκέντρωση των πέντε μαρτυριών που ακολουθούν, οι οποίες αναφέρονται στη συμμετοχή Ικαριωτών μαχητών στον Δημοκρατικό Σρατό Σάμου στη διάρκεια του Εμφυλίου.

Ο Ικαριώτης μάγειρας

Η πρώτη μαρτυρία αναφέρεται στο 1947 και μιλάει για τρεις Ικαριώτες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου. Είναι η μαρτυρία του Γιώργου Δερμάνη, ξυλουργού και γεωργού που ζει στο χωριό Καστανιά της Δυτικής Σάμου:

“Από το 1944, όταν ήμουνα δέκα χρονών, ζούσα με τον θείο μου Ηλία Ματθαίου, που ήταν μαραγκός.

Το 1947, όταν έγινε το δεύτερο αντάρτικο, πήγαινα κάθε μέρα στο καλύβι του θείου μου στον Άϊ Λιά, να φροντίζω τα ζώα που είχαμε εκεί.

Κάθε μεσημέρι πήγαινα στο ρέμα Μπουρνάρια, που ήταν 200 μέτρα απ’ το καλύβι, για να ποτίζω τις κατσίκες και το γαϊδουράκι.

Εκεί, στο ρέμα, είχανε στήσει οι αντάρτες το μαγειρειό τους, που μαγείρευαν κι έστελναν το φαγητό στα φυλάκια.

Μάγειρας ήταν ένας Ικαριώτης αντάρτης που είχε μια πετσέτα στο λαιμό. Όποτε πήγαινα μου έβαζε κι εμένα φαγητό σε μια καστανιά*. Όταν έβραζε γίδα, έδινε κανένα κόκαλο και στο σκυλάκι μου, τον Σαλαμπρίνο**.

Λίγο πιο πέρα, πάνω σε έναν βράχο, είχε βάλει ένα μεγάλο κονσερβοκούτι κι έκανε σκοποβολή. Καμιά φορά μου έδινε και μένα το πιστόλι να ρίχνω μερικές βολές.

Ο θείος μου φαίνεται πως τα πήγαινε καλά με τους αντάρτες, γιατί έρχονταν συχνά στο σπίτι του ο Γρυδάκης, μαζί με έναν Ικαριώτη που τον έλεγαν Ονούφριο, και κουβέντιαζαν μέσα στο δωμάτιο. Και μια φορά φόρτωσε ο θείος μου στο γάιδαρο πολλά όπλα, όπως φορτώναμε τα ξύλα, και τα πήγε στον Προφήτη Ηλία.

Όπως έμαθα τις επόμενες μέρες, οι αντάρτες του Αϊ Λιά  πήγαν να ενισχύσουν τους αντάρτες που ήταν στο Μελεγάκι, εκεί που σκοτώθηκε από όλμο, πάνω απ’ την Πλάνα, ένας Ικαριώτης αντάρτης, ο Τριπόδης».


*«καστανιά» εδώ δεν είναι το δέντρο, ούτε το χωριό, αλλά το σκεύος απο ξύλο καστανιάς για τη μεταφορά φαγητού, όπως τα σύγχρονα τάπερ.

**Σαλαμπρίνος είναι το όνομα ενός ήρωα του Σέξπηρ στο θεατρικό του έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»


Ο Ικαριώτης γιατρός

Η δεύτερη μαρτυρία αναφέρεται στην άνοιξη του 1948 και μας μιλάει για τον ικαριώτη φοιτητή της Ιατρικής που συνόδευψε τον Γιάννη Σαλλά στη Σάμο. Είναι η μαρτυρία του Μανόλη Ι. Βοϊκλή, συνταξιούχου ανώτερου δικαστικού σήμερα, που το 1948 ήταν 12 χρόνων

«Η αντάρτικη ομάδα που  ήρθε εκείνο το ανοιξιάτικο κυριακάτικο  πρωινό του 1948  στο χωριό μας, την Καστανιά, ήταν κάπως διαφορετική  από άλλες που έρχονταν  συχνά. Τα  πράγματα βέβαια είχαν δυσκολέψει γι’ αυτούς, είχε έρθει  πολύς στρατός  που έσφιγγε  τον κλοιό γύρω τους, μα  η ορεινή  περιοχή του χωριού μου ήταν ακόμα στα χέρια τους.

Πέντε νέοι αντάρτες και μια νεαρή κοπέλα. Με καθαρές στολές, αεράτοι, περιποιημένοι, γελαστοί κι εγκάρδιοι.

-Είναι η ομάδα διαφώτισης… είπαν  οι χωριανοί  που ήταν στο καφενείο.

Αν δεν ήταν οπλισμένοι και δεν είχαν τα ενδεικτικά κόκκινα γράμματα του Δημοκρατικού Στρατού στο μπερεδάκι  ή το δίκωχό τους, θα έλεγες  πως ήταν  μια νεανική  συντροφιά  σε κυριακάτικη εκδρομή .

Ο καφετζής  και οι χωριανοί τους καλωσόρισανκαι τους κάλεσαν να καθίσουν για  να τους κεράσουν καφέ.

Ένας ξανθοκόκκινος νεαρός αντάρτης με αστραφτερά μάτια και καλλιεργημένο λόγο, τους μίλησε απλά, αλλά με πάθος, για τον αγώνα τους. Για την κοινωνική αδικία, τους ξένους που με τους ντόπιους συνεργάτες τους διαφεντεύντουν τη χώρα. Περιέγραφε  με έξαψη τους αγώνες των αδικημένων όπου γης. Κι έβλεπες πως στα μάτια του  είχε το όραμα ενός  καινούργιου κόσμου κοινωνικής δικαιοσύνης, ειρήνης και προκοπής για όλους. Όμορφα λόγια, που μιλούσαν  κατευθείαν  στη ψυχή και στην καρδιά των απλών εκείνων ανθρώπων του μόχθου που είχαν ζήσει  και ζούσαν τον πόλεμο, την αδικία, τη φτώχεια, τον παραμερισμό, την καταπίεση.

Στο βάθος του καφενείου ένας νεαρός αντάρτης με το σοβαρό, στοχαστικό πρόσωπο είχε ανοίξει το σακίδιό του, είχε κρεμάσει στο λαιμό του ένα στηθοσκόπιο, κι εξέταζε το σπασμένο χέρι ενός χωριανού. Δυο άλλοι περίμεναν παραδίπλα. Ήταν γιατρός, είπαν, από την Ικαρία.

Θαύμασα…. Γιατρός και ικαριώτης!

Εγώ το μόνο ικαριώτη που γνώριζα  ήταν ένας κακομοίρης  ζητιάνος με κομμένο το δεξί χέρι  λίγο πάνω απ’ τον καρπό. Από δυναμίτη, έλεγαν, που χρησιμοποίησε στο ψάρεμα. Καθόταν Κυριακές και σκόλες στα σκαλιά μπροστά στην εκκλησία, είχε απλωμένο  δίπλα το σκούφο  του και, με παρακαλετό βλέμμα, ψέλιζε  σχώρια, ζητώντας βοήθεια. Τον ψυχοπονούσα  κι έριχνα ένα-δύο δεκάρες απ’ το κυριακάτικο χαρτζιλίκι μου, προτού πάω στον μεντά, που στεκόταν παραδίπλα με τον ταβλά του.

Ο δάσκαλος μάς είχε πει πως η Ικαρία  είναι ένα νησί δίπλα στο  δικό μας. Και πως πήρε τ’ όνομά του απ’ τον μυθολογικό Ίκαρο.

Την Ικαρία δεν την είχα  δει ως τότε. Ήταν απ’ την πίσω μεριά του βουνού και δε φαινόταν  απ’ το χωριό μου. Ούτε είχα γνωρίσει άλλον ικαριώτη.  Γι’ αυτό ο ικαριώτης γιατρός  τράβηξε έντονα την προσοχή μου και πλησίασα προς το μέρος του.

Είδε που κούτσαινα και μου έγνεψε να πάω πιο κοντά. Με καλοσυνάτο ύφος  με ρώτησε τι είχε το πόδι μου. Του είπα για την κακοφορμισμένη πληγή στην πατούσα μου και το πώς έγινε.

«Κάτσε» μου είπε «και σε λίγο  θα δω το πόδι σου».

Γνωρίζοντας ως τότε τη χειρουργική του παππού μου που, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βουτούσε ένα κουρελάκι στο λάδι, του έβαζε φωτιά  κι άφηνε  να στάζει το καυτό λάδι στην πληγή τσιτσιρίζοντας, για να την «καυτηριάσει», όπως έλεγε, δίστασα. Να μείνω ή να φύγω;

Η σοβαρότητα όμως και η γλύκα στο πρόσωπο του γιατρού, μου ενέπνευσαν εμπιστοσύνη. Κι έμεινα, προσπαθώντας να καταλαγιάσω το φόβο μέσα μου. Μ’ έβαλε να καθίσω στον παλιό καναπέ και να λύσω το πανί με το οποίο μου είχαν δέσει την πατούσα. Εξέτασε με προσοχή την πληγή. Τη ζούληξε γύρω-γύρω και την καθάρισε  με βαμβάκι βρεγμένο με οξυζενέ. Όταν όμως είδα να βγάζει απ’ το σακίδιο ένα μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο, φούντωσε μέσα μου ο πανικός.  Βλέποντας τον τρόμο στα μάτια μου, μού  χαμογέλασε και με καθησύχασε πως δεν θα πονέσω. Το ίδιο και η νεαρή  αντάρτισσα με το γλυκό χαμογελαστό πρόσωπο και τη ζεστή  φωνή, που τον παράστεκε και βοηθούσε  κρατώντας ακίνητο το πόδι μου.

Σκάλισε λίγο την πληγή και σκούπισε  με βαμβάκι το κοκκινοκίτρινο  υγρό που  βγήκε. Την καθάρισε  προσεκτικά  με οξυζενέ  και την πασπάλισε  με μια άσπρη σκόνη. Έβαλε πάνω της μια γαζούλα και την έδεσε με μια λωρίδα άσπρο πανί που έβγαλε  απ’ το σακίδιό του.

Τύλιξε επίσης σ’ ένα χαρτί πεντέξι ακόμα γαζούλες πασπαλισμένες  με την άσπρη  σκόνη. Μου  είπε να βάζω μία κάθε μέρα, διατηρώντας τον επίδεσμο  στεγνό και καθαρό.

Τήρησα τις οδηγίες του και το πόδι μου έγιανε σε μια βδομάδα.

Δεν ξαναείδα τον αντάρτη γιατρό. Έμαθα όμως τ’ όνομά του, Σαράντο τον έλεγαν.

Αργότερα τον Οκτώβρη του 1949, μαθητής τότε στο Γυμνάσιο, άκουσα πως είχαν φέρει στην πλατεία δυο σκοτωμένους αντάρτες. Έναν αρχικαπετάνιο και μαζί του το γιατρό.

Δεν πήγα εκεί που τους είχαν, όπως πολλοί άλλοι. Ένιωσα όμως μεγάλη λύπη γι΄ αυτό το παλικάρι, σαν για δικό μου άνθρωπο. Έλεγαν πως τους έπιασαν  με προδοσιά  και τους εκτέλεσαν  με εντολή που έδωσε με τον ασύρματο η στρατιωτική διοίκηση.

Διατήρησα από τότε  τη μνήμη  του ως πρότυπο νέου ανθρώπου που αγωνίστηκε  και θυσιάστηκε  για τις ιδέες του. Και  τον θαύμαζα  χωρίς να ξέρω τίποτα περισσότερα γι’ αυτόν».

Η «ομαδική αποστολή» του 1949

Παρά το ότι οι δυο μαρτυρίες που προηγήθηκαν μιλάνε για πέντε Ικαριώτες μαχητές του ΔΣΣ, η επίσημη “κομματική” αναφορά στο θέμα στο συλλογικό έργο “Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού στη Σάμο” (εκδόσεις Σύγχρονη εποχή 1986) είναι:

“Στα μέσα Απρίλη του 1949 έφτασαν με δυο βάρκες οι 15 Καριώτες εθελοντές, μαζί μ’ έναν δραπέτη εξόριστο”.

Γι’ την ανταπόκριση των Ικαριωτών στην πρόταση του Γιάννη Σαλλά για συμμετοχή σε αυτήν την ομαδική αποστολή, γράφει ο Ικαριώτης ιστορικός Γιώργος Λομβαρδάς στο βιβλίο του με τίτλο “Αντιστασιακή – Προοδευτική Ικαρία”:

“Απ’ το τέλος του ‘48 τα πράγματα στη Σάμο είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν. Σ’ ένα ταξίδι του στη Σάμο ο Στρ. Τσαμπής είδε τον Σαλλά, που του ζήτησε, αν είναι δυνατό, να στείλουν απ’ την Ικαρία ενισχύσεις.

Απ’ τους Ικαριώτες, κανένας δεν βρέθηκε να μη θέλει να πάει να πολεμήσει στη Σάμο. Κι έτσι, στα μέσα Απρίλη του ‘49 -τότε μπόρεσαν- με την πρώτη χασοφεγγιά, με το σκοτάδι, πήγαν στο Φάρο, πήραν δυο βάρκες κι ετοιμάστηκαν να φύγουν για τη Σάμο.

Έγινε μάχη για να μπούνε μέσα στις βάρκες, γιατί όλοι θέλανε να πάνε στη Σάμο. Ένας που πήγε και δεν σκοτώθηκε, μου είχε πει ότι όταν μπήκε στη βάρκα πιάστηκε από έναν πάγκο και φώναζε πως δεν θα τον βγάλουν με καμιά δύναμη. Ένας συγχωριανός του που τον έβγαλαν με το ζόρι, έκλαιγε που τον άφησαν έξω”.

Το πικρό μαντάτο

Στις τραγικές συνθήκες που αντιμετώπιζαν τα απομεινάρια του Δημοκρατικού Στρατού της Σάμου το καλοκαίρι του 1949, αναφέρεται η μαρτυρία της Έπης Χριστοδούλου, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Νίκου Γ. Χρηστάκη για τον Γιάννη Σαλλά (εκδόσεις Νέα Ικαρία, 2005).

«27 Αυγούστου

Καθηλωμένοι σε καμένα χαμόδεντρα πάνω απ’ το Καλαμπάχτασι, λέγαμε πότε να βραδιάσει, να μετακινηθούμε απ’ τις στάχτες και τ’ αποκαϊδια, που ανταγωνίζονταν τον ήλιο και μας τσουρούφλιζαν. Θα ‘θελε δυο μπόγια ν’ γείρει ο ήλιος όταν γύρω μας άρχισαν να πέφτουν ριπές. Μας είχαν επισημάνει. Αρχίζουμε ν’ ανεβαίνουμε στο γυμνό Κέρκη ακάλυπτοι. Οι σφαίρες μας γάζωναν, μαζί και οι αλαλαγμοί «Παραδοθείτε». Ο ήλιος μας μάρκαρε με ακρίβεια και ‘μεις με τα χέρια, με την κοιλιά, σαν φίδια, αναρριχόμαστε προς την κορφή.

Φτάσαμε στον Αη Λιά, όμως, πριν πάρουμε ανάσα, μας βάζει το φυλάκιο αποκεί. Αυτό θα ήταν το τέλος μας, αν δεν έπεφτε ξαφνικά ένα παχύ μαύρο πούσι που μας κάλυψε.

Παίρνουμε πια τον Κέρκη δυτικά. Τότε ο Σαλάς έχασε το φως του. Ζητάει να προχωρήσουμε οι άλλοι και να τον αφήσουμε εκεί. Αναγκάστηκα να τον σέρνω σχεδόν με τα χέρια, ενώ οι άλλοι προπορεύονταν, ανιχνεύοντας μέσα στην ομίχλη και στο σκοτάδι, που σε λίγο μας τύλιξε.

28 Αυγούστου

Ξημερωθήκαμε πάνω απ’ τα Καρλοβασίτικα. Ευτυχώς, με το φως της μέρας ο Σαλάς έβλεπε πάλι. Πριν προλάβουμε να προσανατολιστούμε και ν’ αποφασίσουμε πού θα καθηλωθούμε, πέφτουν απάνω μας δυο ξυλοκόποι με τα σκυλιά τους. Ο Σαλάς προσπαθούσε με κουβέντα να τους κρατήσει, αυτοί όμως έφυγαν βιαστικοί, σίγουρα για να ειδοποιήσουν το στρατό. Τρέχουμε προς τα Σακουλέικα, καθώς οι ριπές πέφτουν ολόγυρά μας.

Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά και πέσαμε σε μια ρεματιά γεμάτη βάτα που μας καταξέσκισαν, όμως μας γλύτωσαν κι αυτή τη φορά. Εκεί μείναμε ώσπου βράδιασε.

29 Αυγούστου

Πριν ανηφορίσουμε, ανοίξαμε το μικρό τρανζίστορ για ειδήσεις. Η φωνή του εκφωνητή έλεγε και ξανάλεγε: «Ο Γράμμος έπεσε…» Βουβαμάρα, λέξη δεν έβγαινε. Κάποιος ψιθύρισε: «Και τώρα;». Ο Σβερκίδης αποκρίθηκε: «Πενήντα χρόνια πίσω… Τόση λεβεντιά… Τόσο αίμα…».

Ανηφορήσαμε κουβαλώντας το πικρό μαντάτο».

Το τραγικό τέλος

Στη δολοφονία του Γιάννη Σαλά και του Σαράντου Καρούτσου αναφέρεται η μαρτυρία του Ελισαίου Μιτζάλη, από το Καλαμπάχτασι της Σάμου, (σημερινή Καλλιθέα). Ο συνταξιούχος δικαστικός σήμερα Ελισαίος Μιτζάλης, το 1949 ήταν μαθητής Γυμνασίου και ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει.Η μαρτυρία του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1999 στην εφημερίδα του χωριού του “Η Φωνή της Καλλιθέας”.

“Το τελευταίο τραγικό υπόλοιπο του Δημοκρατικού Στρατού στη Σάμο ήταν ο παλαίμαχος κομμουνιστής Γιάννης Σαλάς και ο φοιτητής της ιατρικής Σαράντος Καρούτσος, από την Ικαρία και οι δυο.

Ήταν κρυμμένοι σε μια σπηλιά, κάπου στο Βάλσαμο. Στις 18 Οκτωβρίου (του 1949), ύστερα από πληροφορία, δύναμη του ΕΤΑΞ τους περικύκλωσε.

Οι Εταξίτες τους μετέφεραν στο χωριό και τους συμπεριφέρθηκαν πολύ ανθρώπινα.

Ήταν ρακένδυτοι. Η ψείρα και η πείνα τους είχαν καταβάλει.

Μετά το DDT για τις ψείρες, και το φαγητό, δύναμη του στρατού, με επικεφαλής έναν λοχαγό, ξεκίνησε να τους μεταφέρει στο Καρλόβασι, μέσω Μαραθοκάμπου.

Ήταν καταβεβλημένοι και γι’ αυτό τους έβαλαν καβάλα σε δυο μουλάρια. Ο δρόμος για το Μαραθόκαμπο, τότε μουλαρόδρομος, ήταν 4-5 ώρες.

Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ένας στρατιώτης ξεκίνησε τρέχοντας από την οικία Καπανταή, όπου είχαν εγκαταστήσει τον ασύρματο του λόχου.

Στη θέση “του Χριστού το ρέμα”, δυο περίπου χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό, τους πρόλαβε και παρέδωσε το μήνυμα στο λοχαγό που, όπως μαθεύτηκε, σε απάντηση στο σήμα που είχαν στείλει στη στρατιωτική διοίκηση για τη σύλληψή τους:

“Στείλτε τα πτώματά τους στο Βαθύ”.

Εκεί, καταμεσίς στο ρέμα, κατέβασαν τους εξαντλημένους αντάρτες απ’ τα μουλάρια και με ριπές αυτομάτου όπλου τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ, όπως είδαν συγχωριανοί μας που δούλευαν στα κτήματά τους εκεί γύρω.

Μετά, φόρτωσαν τα πτώματά τους στα ίδια μουλάρια και τους μετέφεραν στο Μαραθόκαμπο και μετά στο Καρλόβασι, όπου τα έκθεσαν σε κοινή θέα.

Την επομένη τοιχοκολλήθηκε ανακοίνωση της Στρατιωτικής Διοίκησης Σάμου που έλεγε ότι επιχείρησαν να δραπετεύσουν και η στρατιωτική μονάδα που τους συνόδευε αναγκάστηκε να ανοίξει πυρ και να τους σκοτώσει.

Έτσι έκλεισε η αυλαία της τραγωδίας του εμφυλίου πολέμου στη Σάμο”.

Τα «κενά μνήμης»

Οι δεκαεπτά από τους επιζώντες μαχητές του ΔΣΣ που συμμετείχαν στη συγγραφή του συλλογικού έργου “Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού στη Σάμο”, γράφουν για τους Ικαριωτες συντρόφους τους εκείνης της εποχής:

“Η πείνα, οι κακουχίες, οι καθημερινές μάχες δεν τους άφησαν να δούνε μια άσπρη μέρα στο αντάρτικο. Δεν γέλασαν τα χειλάκια τους. Χρονομέτρησαν, μαζί με τους παλιούς, τη δραματική πορεία της κατάρρευσης και άδειασαν μέχρι τον πάτο το πικρό ποτήρι της ήττας. […] Η ανυπόταχτη δημοκρατική και κομμουνιστική Ικαρία πρόσφερε από τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου το αίμα δεκατριών (13) παλικαριών της, που αναπαύονται στα χώματα της ανταρτομάνας Σάμου¨.

Επειδή, όμως, όπως είδαμε πριν, αναφέρονται μόνο στην ομαδική αποστολή, δεν είναι βέβαιο ότι ήταν μόνο 13 οι Ικαριώτες μαχητές που «πρόσφερε από τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου το αίμα» τους.

Χρέος μας είναι να συμπληρώσουμε, σε όποιο βαθμό είναι δυνατό αυτά τα «κενά μνήμης», σε μια προσπάθεια να ολοκληρώσουμε την εικόνα της συμμετοχής των Ικαριωτών σ’ αυτήν την «έφοδο στον ουρανό», όπως χαρακτήρησε τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου ο σαμιώτης συγγραφές Κώστας Ι. Καλατζής.


*Ο Γιωργος Κρόκος έφυγε από τη ζωή το 2016 και το κειμενο αυτό είναι αδημοσίευτο. Ευχαριστούμε τον Γιώργο Βοΐκλη, που μας έδωσε το κείμενο αυτό προς δημοσίευση. Πρόκειται για μια τραγική ιστορία που γράφτηκε εκείνη την εποχή και αφορά τους 19 αντάρτες από την Ικαρία που πήγαν να πολεμήσουν για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος, στη Σάμο το 1949. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ

Loading

Σχολιάστε Ελεύθερα

Ads Blocker Image Powered by Code Help Pro

Ads Blocker Detected!!!

We have detected that you are using extensions to block ads. Please support us by disabling these ads blocker.