Στις 13 Μαρτίου του 1900 θα γεννιόταν ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης και διπλωμάτης, ο Γιώργος Σεφέρης, όπου μια μέρα σαν σήμερα πριν 60 χρόνια (24 Οκτωβρίου 1963) θα γνώριζε την μεγαλύτερη διάκριση, το νόμπελ λογοτεχνίας.

Θα γινόταν ο πρώτος Έλληνας που θα έπαιρνε αυτή την κορυφαία διάκριση, ενώ θα ακολουθούσε το 1979 ο Οδυσσέας Ελύτης. Το πραγματικό επίθετο βέβαια του Σεφέρη ήταν Σεφεριάδης. Σμυρνιός στην καταγωγή, όπου το 1914 θα μετακινούνταν στην Αθήνα και λίγο αργότερα θα γινόταν η Μικρασιάτικη καταστροφή. Το 1917 εγγράφτηκε στην Νομική σχολή Αθηνών, αλλά το 1918 μετακινήθηκε στο Παρίσι, όπου έμεινε εκεί μέχρι το 1924, ασχολούμενος κυρίως με την λογοτεχνία. Το 1921 απέκτησε το πτυχίο της νομικής, ενώ το 1924 μετακόμισε στο Λονδίνο για την τελοιοποίηση των Αγγλικών του.
Αν και επιχείρησε να αποκτήσει διδακτορικό δεν τα κατάφερε. Τον Φεβρουάριο του 1925 μετακινήθηκε στην Αθήνα και το 1927 διορίστηκε στην διπλωματική υπηρεσία του υπουργείου εξωτερικών. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσίευσε την πρώτη του μετάφραση με το πραγματικό του επίθετο στην Νέα Εστία και το 1929 συνόδευε τον Εριό στην Ελλάδα. Το ψευδώνυμο άρχισε να το χρησιμοποιεί το 1931 όπου εκδίδεται η Στροφή, ένα από τα πιο εμβληματικά του δοκίμια, που αποτελούνταν από συλλογή ποιημάτων. Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκίνησε η συγγραφική του δραστηριότητα, ενώ το 1933 ο πατέρας του έγινε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 1931 μέχρι το 1934 γίνεται διευθύνων του Ελληνικού προξενείου της Ελλάδας στο Λονδίνο. Με την επιστροφή του συνεχίζει ακόμα πιο έντονα την συγγραφική του δραστηριότητα. Το 1936 όμως έγινε πρόξενος στην Κορυτσά της Αλβανίας, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1937, όπου μετατίθεται ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης εξωτερικού τύπου του υφυποουργείου τύπου και πληροφοριών. Σε εκείνο το σημείο κατηγορήθηκε ότι ενεπλάκη σε θέματα λογοκρισίας, ο ίδιος το αρνήθηκε, λέγοντα ότι είχε την αρμοδιότητα τις επαφές με ξένες διπλωματικές αποστολές από ξένους ανταποκριτές.
Το 1941 ο ποιητής και διπλωμάτης νυμφεύθηκε την Μαρία Ζάννου και ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάϊρο. Μετά από διάφορες περιπέτειες, το 1944 επιστρέφει στην Ελλάδα μαζί με την εξόριστη κυβέρνησης και παίρνει διάφορες θέσεις στις Ελληνικές κυβερνήσεις, ενώ το 1957 γίνεται πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο. Την θέση αυτή την κράτησε μέχρι το 1962. Εντωμεταξύ το 1963 έρχεται το βραβείο Νόμπελ.
Σύμφωνα με τα αρχεία της επιτροπής, ο Σεφέρης προτάθηκε επίσημα το 1963 από τον συγγραφέα και μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, Έυβιντ Γιόνσον, ενώ είχε προταθεί άλλες τρεις φορές (1955, 1961 και 1962). Το 1961 προτάθηκε από τον ποιητή Τόμας Στερνς Έλιοτ, ενώ το 1962 προτάθηκε τόσο από τον Ε. Γιόνσον όσο και από τον καθηγητή κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Κ. Α. Τρυπάνη. Η επιλογή του, μεταξύ 80 υποψηφίων από όλο τον κόσμο, είχε την υποστήριξη όλων των μελών της Επιτροπής, με εξαίρεση ενός μέλους ο οποίος θεωρούσε πως το έργο του Σάμουελ Μπέκετ (βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969) είχε πιο θετική αποτίμηση από εκείνο του Σεφέρη.
Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Η απονομή του Βραβείου Νόμπελ αποτέλεσε μείζον γεγονός για την Ελλάδα. «Η Σουηδική Ακαδημία ηθέλησε να εκδηλώση την αλληγγεύην της προς την σημερινή και ζωντανή Ελλάδα του πνεύματος», δήλωσε ο Σεφέρης. «Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες», ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία. Ο διεθνής Τύπος συγκατανεύει θεωρώντας «αρίστη και εξαιρετική την εκλογή».
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Τον Σεπτέμβριο του 1965 αρνείται πρόταση του Πανεπιστημίου του Ιλλινόι να μεταβεί εκεί το επόμενο έτος για να διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής. Τον Ιούλιο του 1967 προλογίζει την έκδοση των ποιημάτων του αδελφού του Άγγελου. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προσκαλείται από το Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών στο Πρίνστον και αποδέχεται, ενώ καλείται να διδάξει και στην Έδρα Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον για την Ποίηση του Χάρβαρντ για το ακαδημαϊκό έτος 1969-1970 αλλά απορρίπτει.με επίσημη επιστολή του προς τον πρύτανη του ιδρύματος, κάτι που συνιστά την πρώτη ανοιχτή δήλωσή του κατά του καθεστώτος.
Το 1968 τον προσεγγίζουν Αριστεροί με σκοπό να τους συνδράμει: ο Μίκης Θεοδωράκης του ζητά να συμβάλει στην δημόσια εκτέλεση μελοποιημένης ποίησής του από τον ίδιο, αλλά το θεωρεί μάταιο, ενώ του ζητείται να μεσολαβήσει για να χειρουργηθεί ο Γιάννης Ρίτσος.
Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίτσμπουργκ, Ουάσιγκτον, στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης.
Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας. Το μήνυμα του μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε.
Γι’ αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. Στην τρισέλιδη επιστολή του Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό δικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα.
Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το Σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα. Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.
Η γλώσσα του Σεφέρη πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα.